3509
|

Ο Άγιος Βασιλάκης

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 28 Δεκεμβρίου 2013, 00:50

Ο Άγιος Βασιλάκης

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 28 Δεκεμβρίου 2013, 00:50

Πλησίαζαν Χριστούγεννα, αλλά για τον Βασιλάκη δεν είχε και τόση σημασία. Τουλάχιστον όχι όσο για τ’ άλλα παιδάκια, που αυτές τις μέρες το μόνο που σκέφτονταν και κουβεντιάζαν στο σχολείο ήταν τα δώρα που θα τους έφερνε ο Άγιος Βασίλης.

Ο Βασιλάκης είχε ξανακούσει να γίνεται κουβέντα γι’ αυτόν τον Άγιο, που είχε και το όνομά του, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να πολύ-πιστέψει ότι υπήρχε.

Γιατί υπήρχαν τόσο πολλά παιδάκια που αυτές τις μέρες, αλλά κι όλες τις υπόλοιπες του χρόνου δεν έπαιρναν ποτέ παιχνίδια ή δώρα… Κι άλλα παιδάκια, ακόμα χειρότερα, που γυρνούσαν στους δρόμους και πουλούσαν χαρτομάντηλα γιατί δεν είχανε να φάνε.

‘Γιατί ο Άη Βασίλης δεν κάνει πρώτα κάτι για όλα αυτά τα παιδάκια, αντί να τρέχει να χώνεται σε καμινάδες και να χαρίζει αυτοκινητάκια και κούκλες στα πλουσιόπαιδα;’ σκεφτόταν ο Βασιλάκης.

Έτσι, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να πολυπιστέψει.

Και το αστείο είναι πως, κι ο ίδιος ο Βασιλάκης, ήταν ένα πάρα μα πάρα πολύ φτωχό παιδάκι.

Ζούσε με τη μαμά του σε μια ξύλινη παράγκα, έξω από την πόλη. Όλο κι όλο τους το σπίτι ήταν ένα τραπέζι με δυο καρέκλες, το κρεβάτι όπου κοιμόντουσαν μαζί, ένας νιπτήρας για να πλένονται, το μικροσκοπικό λουτρό, μια ντουλάπα για τα ρούχα, και μια σόμπα, που την είχαν για μαγείρεμα, και για να ζεσταίνονται τον χειμώνα.

Ο μπαμπάς του Βασιλάκη είχε φύγει από χρόνια σε μια μακρινή χώρα για να βρει δουλειά και να μπορεί να τους στέλνει χρήματα για να ζήσουν. Κάθε μήνα έφτανε ένα γράμμα του, με κάποια χαρτονομίσματα μέσα, όσα περισσότερα μπορούσε να μαζέψει ο φουκαράς. Στα γράμματα τους έλεγε πως τους αγαπούσε, κι ότι περίμενε πώς και πώς τη μέρα που θα τους ξανάβλεπε.

Παλιότερα ο Βασιλάκης έκλαιγε όταν διαβάζαν μαζί με τη μαμά του τα γράμματα του μπαμπά, αλλά επειδή μετά έβαζε τα κλάματα κι εκείνη η καημενούλα, ο Βασιλάκης το ‘χε κόψει. Άλλωστε ήταν μεγάλο αγόρι, κόντευε τα οχτώ. Έτσι έσφιγγε τα δόντια και κατάπινε τα δάκρυά του, και σκεφτόταν μόνο πως κάποια μέρα, όταν μεγάλωνε, θα γινόταν τόσο πλούσιος που ούτε ο μπαμπάς του θα έπρεπε να δουλεύει μακριά, ούτε η μαμά του να μένει μόνη στο άδειο σπίτι όλη μέρα. Κάποτε θα τους αγόραζε ένα πελώριο σπίτι, για να ζήσουν μαζί ευτυχισμένοι σαν αντρόγυνο.

Όμως για να γίνουν όλα αυτά, όπως έλεγε η μαμά του, έπρεπε να διαβάζει πολύ, κάθε μέρα, και να είναι καλός μαθητής. Και να μην κάνει ποτέ κοπάνα απ’ το σχολείο, κι ας ήταν δυο χιλιόμετρα μακριά με τα πόδια, και ξεπάγιαζε κάθε μέρα μέχρι να πάει και να γυρίσει.

«Ο πιο πλούσιος είναι αυτός που έχει διαβάσει τα πιο πολλά βιβλία», έλεγε η μαμά του, και κάθε βράδυ του διάβαζε παραμύθια, ιστορίες, από βιβλία που αγόραζε με τα λιγοστά λεφτά που της περίσσευαν. Μπορεί η ίδια να μην είχε αγοράσει φόρεμα ή παπούτσια για τον εαυτό της τα τελευταία τρία χρόνια, όμως κάθε λίγο γυρνούσε από τα μαγαζιά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, κι έβγαζε απ’ τη φθαρμένη τσάντα της ένα ακόμα βιβλίο για τον Βασιλάκη.

Μάλιστα το μεγάλο της όνειρο ήταν να του μάθει και ξένες γλώσσες, ή να του αγοράσει ένα πιάνο, και να μάθει μουσική.

Έτσι, μ’ όλες αυτές τις έγνοιες, το τελευταίο πράγμα στο μυαλό του Βασιλάκη ήταν τα Χριστούγεννα κι αυτός ο παράξενος τύπος, ο Άη Βασίλης, με τη γενειάδα και τα κόκκινα ρούχα, που κατέβαινε απ’ τις καμινάδες και μοίραζε δώρα.

Όμως αυτές τις μέρες στο σχολείο τα παιδιά μιλούσαν συνέχεια γι’ αυτόν! Κι έλεγαν για το γράμμα που θα του έγραφε το καθένα, και τι θα ζητούσε, κι οι πιο έξυπνοι φωνάζαν:

«Μπουμπούνα! Ζήτα τα καλύτερα απ’ τη μαμά σου! Έτσι κι αλλιώς ο Άη Βασίλης είναι η πιστωτική της κάρτα!»

Κι ο Βασιλάκης, ακόμα κι αν δεν πολύ-πίστευε, ακόμα κι αν δεν είχε συναντήσει ποτέ αυτόν τον συνονόματο Άγιο, όταν άκουγε τις φωνές των συμμαθητών του, σκεφτόταν ότι θα ήθελε να μπορούσε να γράψει κι αυτός ένα γράμμα στον Άη Βασίλη.

Το σκεφτόταν αυτό το γράμμα κάθε βράδυ, την ώρα που έπεφτε να κοιμηθεί. Αλλά ήξερε πως, κι αν μπορούσε να το γράψει και να το στείλει, δεν θα ζητούσε δώρα. Τουλάχιστον όχι για τον εαυτό του.

Έκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τη μαμά του. Που τον αγαπούσε τόσο πολύ, και τον φρόντιζε, και του διάβαζε, κι έπαιζε μαζί του όταν βαριόταν να διαβάσει. Που έτρωγε μια μπουκιά για να χορταίνει εκείνος όταν το φαγητό δεν ήταν αρκετό, χωρίς να παραπονιέται ποτέ. Που έπλενε και ξανάπλενε το ίδιο φόρεμα, ένα με γαλάζια λουλούδια, που τα λουλούδια είχαν ξεθωριάσει απ’ το πολύ πλύσιμο, κι είχαν γίνει σχεδόν άσπρα κι αυτό γιατί αντί να αγοράσει ένα καινούριο φουστάνι, κάθε λίγο πήγαινε και του αγόραζε βιβλία.

Έβλεπε τη μαμά του λοιπόν, και σκεφτόταν ότι θα ζητούσε από τον Άη Βασίλη να της έφερνε ρούχα, πολλά ρούχα. Όλες τις βιτρίνες που προσπερνούσε στον δρόμο για το σχολείο. Φορέματα, και τσάντες, και γούνες για να μην κρυώνει, η κακομοίρα, μ’ εκείνο το παμπάλαιο γκρι παλτουδάκι της που είχε γεμίσει τρύπες.

Και μαζί θα ζητούσε ένα εισιτήριο με το αεροπλάνο, για να πάει να δει τον μπαμπά του, ή ακόμα καλύτερα τον ίδιο τον μπαμπά του, που είχε να τον δει από μωρό παιδί.

Φανταζόταν πόσο θα χαιρόταν η μαμά του, το καλύτερο δώρο θα της φαινόταν αν μια μέρα άνοιγε την πόρτα, και στο χαλάκι της παράγκας στεκόταν ο μπαμπάς, τυλιγμένος σαν μεγάλο δώρο.

Θα ήταν ευτυχισμένη, όπως της άξιζε να είναι.

Έπειτα ο Βασιλάκης έβλεπε, μέσα απ’ τα μάτια των ονείρων του, τις βιτρίνες με τα παιχνίδια: Τις κατασκευές με τουβλάκια, τα σετ χημείας, τα επιτραπέζια… Του έτρεχαν τα σάλια.

Όμως αμέσως έβλεπε μιαν άλλη εικόνα, ακριβώς έξω από το μαγαζί με τα παιχνίδια: Μια γριούλα τυλιγμένη σε μια ξεφτισμένη κουβέρτα, που στεκόταν εκεί απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και ζητιάνευε, με το χέρι απλωμένο στους περαστικούς, χωρίς να έχει δύναμη ούτε να μιλήσει. Στην αγκαλιά της καθόταν τουρτουρίζοντας ένα κοριτσάκι, το πολύ δύο-τριών ετών, ολόγυμνο εκτός από μια λερωμένη άσπρη φανέλα. Το καημένο, τουρτούριζε συνεχώς, ήταν κατακόκκινο απ’ το κρύο. Θα πρέπει να ήταν το εγγονάκι της, και να μην είχαν σπίτι να μείνουν, ούτε φαγητό, γιατί και το απόγευμα που γυρνούσε απ’ το σχολείο, μόλις σουρούπωνε, τις έβλεπε ακόμα εκεί, γιαγιά κι εγγονή, τυλιγμένες στην κουβέρτα να τον κοιτάνε με παράπονο. Ο ίδιος ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά, σαν να τον τρυπούσε μέσα του ένα αγκάθι λύπης και να μάτωνε. Πώς γυρνούσαν όλοι ήσυχοι στα ζεστά τους σπίτια, κι άφηναν τη γριά με την εγγονούλα της να κοιμούνται στον δρόμο; Ο ίδιος δεν είχε ούτε ένα κέρμα να τους δώσει, μακάρι να είχε, μόνο καμιά φορά τους έδινε το κολατσιό που κουβαλούσε για το σχολείο, για να έχουν κάτι να φάνε.

Και μες στον ύπνο του, λοιπόν, το αποφάσιζε. Όχι, πριν σκεφτεί τι δώρα θα ήθελε για τον εαυτό του, ο Άη Βασίλης έπρεπε να φτιάξει ένα σπίτι γι’ αυτή τη γριούλα, και να φέρει ρούχα για εκείνη και για το εγγονάκι της. Και να τις έχει στα ζεστά, και να έχουν αρκετό φαί για να χορταίνουν. Ορίστε μας!

Μέσα στον ύπνο του, ο Βασιλάκης άλλαζε πλευρό, κι έβλεπε μιαν άλλη εικόνα: Το μεγάλο νοσοκομείο της πόλης, που βρισκόταν απέναντι απ’ το σχολείο.

Πολλές φορές στο διάλειμμα περνούσε απέναντι, κι έκανε βόλτες στην πρασινάδα του νοσοκομείου. Κι απ’ τα παράθυρα, έβλεπε καμιά φορά άρρωστα παιδάκια, που ψήνονταν στον πυρετό, άλλα που τους έβαζαν ενέσεις με φάρμακα και πονούσαν, άντρες και γυναίκες με σπασμένα χέρια, ή άλλες αρρώστιες. Μια φορά είχε δει μια κυρία πολύ χλωμή, χωρίς καθόλου μαλλιά.

Κι ένα μεσημέρι, ενώ ο ίδιος περπατούσε ξένοιαστος, και σκεφτόταν μόνο πως θα ‘θελε όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ‘ναι καλά, όπως ο ίδιος, είδε ένα αγοράκι στην ηλικία του, καθισμένο σ’ ένα καροτσάκι με ρόδες. Μια νοσοκόμα έσπρωχνε το καροτσάκι, και καθώς πέρασαν από μπροστά του, το αγοράκι σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε. Ο Βασιλάκης είχε απομείνει να το κοιτάζει, και σχεδόν ένιωθε τύψεις που ο ίδιος μπορούσε να τρέχει και να παίζει και να περπατάει, ενώ το αγοράκι αυτό έπρεπε να περνάει όλη του τη μέρα στο καροτσάκι, επειδή τα πόδια του δεν ήτανε γερά.

‘Είναι άδικο!’ είχε σκεφτεί, ‘Γιατί να μην μπορεί κι αυτό να τρέχει και να παίζει, όπως όλα τα παιδιά;’

Έτσι τα δώρα του, τα επιτραπέζια και τα σετ χημείας κι όλα αυτά, μπορούσαν να περιμένουν. Αν υπήρχε ο Άη Βασίλης, στο γράμμα που θα του έγραφε θα του ζητούσε πρώτα να κάνει καλά όλους τους άρρωστους σ’ όλα τα νοσοκομεία όλου του κόσμου. Κι εκείνο το αγοράκι, θα ζητούσε να του έκανε καλά τα πόδια του, αμέσως!

‘Μήπως μετά απ’ όλα αυτά, θα ήταν πολύ να ζητούσα κάτι και για μένα;’ Αναρωτιόταν ο Βασιλάκης, κοιμισμένος ακόμα.

Τότε στο μυαλό του ερχόντουσαν οι εφημερίδες, που έβλεπε κρεμασμένες στα περίπτερα. Κι οι τηλεοράσεις στις βιτρίνες των μαγαζιών, που καμιά φορά έδειχναν ειδήσεις από άλλα μέρη του κόσμου.

Και στις φωτογραφίες των εφημερίδων, ή στις εικόνες της τηλεόρασης, ο Βασιλάκης θυμόταν ότι είχε δει μερικές φορές φριχτά πράγματα: Πολέμους και σεισμούς και πυρκαγιές, κι ένα σωρό καταστροφές, κι ανάμεσά τους ανθρώπους και παιδιά που έκλαιγαν, που είχαν μείνει χωρίς σπίτι, ή είχαν χάσει τους δικούς τους κι είχαν απομείνει ολομόναχοι στον κόσμο.

‘Αν γινόταν πόλεμος κι έχανες τη μαμά σου, θα σ’ ένοιαζε για παιχνίδια και για τέτοια;’ έλεγε αυστηρά μια φωνή μες στο μυαλό του. Ο Βασιλάκης έτρεμε και μόνο στη σκέψη. Και βέβαια όχι.

Έτσι, αν έγραφε αυτό το περίφημο γράμμα στον Άη Βασίλη, θα του ζητούσε ακόμα να φέρει ειρήνη στον κόσμο, να βρει ένα φίλτρο που να σταματήσει τους σεισμούς και τις πυρκαγιές και τις καταστροφές, για να μην ξαναδεί ποτέ στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες ανθρώπους να κλαίνε.

«Τι ωραία θα ‘ταν, αν μπορούσε να μου τα φέρει όλα αυτά», μουρμούριζε μες στον ύπνο του ο Βασιλάκης, κι ένα πλατύ χαμόγελο απλωνόταν στα χείλη του. Ρούχα για τη μαμά του, τον μπαμπά του, ένα σπίτι για τη γριούλα με την εγγονή της που έμεναν στον δρόμο, γερά πόδια για εκείνο το αγοράκι, ειρήνη… ήταν τόσα πολλά που θα έπρεπε να γράψει σ’ αυτό το γράμμα, που στο τέλος πάντα ξεχνούσε τα δικά του δώρα.

Αλλά όταν ξυπνούσε, και κοίταζε τριγύρω του, καταλάβαινε πως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όμορφο όνειρο. Ο Άη Βασίλης δεν υπήρχε, κι αν υπήρχε, δεν θα μπορούσε ποτέ να του γράψει, γιατί ούτε τη διεύθυνσή του ήξερε, ούτε λεφτά για γραμματόσημο είχε.

Έτσι όλα θα έπρεπε να μείνουν όπως ήταν. Κι αναστενάζοντας λυπημένος, ο Βασιλάκης έπινε το γάλα του, κοιτώντας τη σόμπα που έκαιγε στο κέντρο της μικρής τους παράγκας.

‘Ποιον κοροϊδεύω;’ σκεφτόταν. ‘Εδώ και να ‘ρθει ο Άγιος Βασίλης, από πού θα μπει; Απ’ το μπουρί της σόμπας δε χωράει ούτε το χέρι του!’

Ήταν 24 του Δεκέμβρη, παραμονή Χριστουγέννων.

Το μάθημα στο σχολείο είχε τελειώσει νωρίτερα εκείνη τη μέρα, κι ο Βασιλάκης είχε γυρίσει στο σπίτι απ’ το μεσημέρι.

Στον δρόμο του γυρισμού, είχε δει τα άρρωστα παιδάκια στα παράθυρα του νοσοκομείου, τη γριούλα με το κοριτσάκι της που ξεπάγιαζαν στον δρόμο. Είχε δει στις τηλεοράσεις ενός κεντρικού μαγαζιού για ένα μακρινό μέρος όπου αεροπλάνα ρίχναν βόμβες και καίγανε τα σπίτια του κόσμου. Ήταν πολύ λυπημένος για όλα αυτά, που δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να τα αλλάξει.

Όταν γύρισε σπίτι, βρήκε τη μητέρα του να τον περιμένει χαρούμενη. Στα χέρια της κρατούσε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα από τον μπαμπά του. Τους έστελνε όπως πάντα την αγάπη του, και μερικά χρήματα για τις γιορτές. Ο Βασιλάκης ήξερε πως, ακόμη κι αν η ίδια έμενε νηστική ή δεν κατάφερνε να αγοράσει τίποτε για τον εαυτό της, η μαμά του θα του έπαιρνε κάποιο καινούριο βιβλίο με ό,τι περίσσευε απ’ αυτά τα χρήματα. Και θα ήταν το καλύτερο δώρο του κόσμου.

‘Αν μπορούσα να της έκανα κι εγώ ένα δώρο…’ σκέφτηκε, καθώς την έβλεπε να στρώνει το τραπέζι.

Γιατί στα μάγουλά της, το έβλεπε καθαρά κι ας είχε προσπαθήσει να του το κρύψει, στέγνωναν δυο μεγάλα δάκρυα.

Το απόγευμα η μαμά του πετάχτηκε για λίγο στην πόλη, κι όταν γύρισε έφερε μαζί της ένα δώρο που ήταν κάτι το καταπληκτικό!

Ήταν ένα πελώριο βιβλίο τυλιγμένο σε πολύχρωμο χαρτί. Ο Βασιλάκης το ξετύλιξε ανυπόμονα, κι είδε πως ήταν ο πρώτος τόμος μιας μεγάλης εγκυκλοπαίδειας! Ήταν απίθανος, γεμάτος πληροφορίες, και παράξενες λέξεις, και φωτογραφίες, και σύμβολα, και χημικούς τύπους! Έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς του και τη γέμισε φιλιά, κι εκείνη του υποσχέθηκε, πως αν ήταν καλό παιδί και διάβαζε τα μαθήματά του, κάθε δυο μήνες θα του έφερνε έναν ακόμη τόμο, κι έτσι σε λίγα χρόνια θα την αγόραζαν όλη, μια πελώρια εγκυκλοπαίδεια, που είχε μέσα όλες τις γνώσεις του κόσμου!

Ο Βασιλάκης δεν μπορούσε να σκεφτεί πιο υπέροχο δώρο. Μέχρι το βράδυ διάβαζε, κι όταν άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος επάνω απ’ τις μεγάλες σελίδες, η μαμά του τον πήρε στην αγκαλιά της, τον φίλησε, και τον έβαλε στο κρεβάτι να κοιμηθεί.

Στον ύπνο του ο Βασιλάκης έβλεπε στην αρχή την εγκυκλοπαίδεια, και προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν οι επόμενοι τόμοι. Τι μαγευτικές φωτογραφίες, κι εικόνες, και χάρτες θα είχαν άραγε;

Ύστερα ξαφνικά η εικόνα άλλαξε, και μπροστά του εμφανίστηκε η κάρτα που τους είχε στείλει ο μπαμπάς του. Απέξω είχε ζωγραφισμένη μια εικόνα του Άη Βασίλη.

‘Τελικά δεν ήρθες, ψευταράκο‘, είπε από μέσα του ο Βασιλάκης, ‘κι εγώ που ήθελα να σου γράψω και γράμμα!’

Κι έπειτα βρέθηκε να περπατάει μες στη μικρή, σκοτεινή παράγκα. Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο, που δεν ήταν σίγουρος ότι ονειρευόταν, γιατί ένιωθε το κρύο πάτωμα κάτω απ’ τα γυμνά του πόδια. Πλησίαζε τη σόμπα, αλλά η σόμπα ήταν κάπως αλλιώτικη απόψε. Παράξενη. Σαν να είχε αλλάξει σχήμα, και δεν είχε πια αυτή τη μικρή πορτούλα με τα καγκελάκια, αλλά ένα μεγάλο, ορθογώνιο στόμιο.

Και βρισκόταν μακριά, όλο και πιο μακριά, και καθώς πλησίαζε τα πόδια του έπαψαν να κρυώνουν. Και κοιτώντας κάτω, είδε ότι πατούσε σ’ ένα παχύ, πολύχρωμο χαλί.

‘Μα δεν έχουμε χαλί στο σπίτι μας!’ σκέφτηκε σαστισμένος, και τότε κοίταξε μπροστά του κι είδε ότι η σόμπα δεν ήταν πια σόμπα, αλλά ένα πελώριο τζάκι! Ένα τζάκι με τούβλα γύρω-γύρω, με κάλτσες με ζαχαρωτά να κρέμονται από πάνω, και χριστουγεννιάτικα στεφάνια και κλαδιά, και με μια κατακόκκινη φωτιά να καίει στο κέντρο!

Η καρδιά του Βασιλάκη χτυπούσε σαν τρελή. ‘Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;’ έλεγε ξανά και ξανά, και τότε γυρνώντας, είδε κάτι το φοβερό. Η παράγκα δεν υπήρχε πια!

Βρισκόταν στο σαλόνι ενός πελώριου σπιτιού. Στα δεξιά του έβλεπε μια πανύψηλη βιβλιοθήκη, μ’ ένα σωρό βιβλία, κι ολόκληρη την εγκυκλοπαίδεια στο χαμηλό της ράφι. Ύστερα υπήρχε μια δερμάτινη πολυθρόνα, και πιο πίσω ένα μαύρο πιάνο με ουρά, ίσαμε τρία μέτρα μακρύ, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί ποτέ!

Κι απέναντι βρισκόταν ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο με χιλιάδες λαμπάκια, και πολύχρωμα πακέτα στη βάση του, («Μα εμείς ποτέ δεν είχαμε λεφτά για δέντρο!» έλεγε και ξανάλεγε ο Βασιλάκης), και πιο εκεί ένας καναπές μακρύς σαν αυτοκίνητο, που ξαπλωμένη πάνω του κοιμόταν η μαμά του, ντυμένη όμως όχι με το παλιό της νυχτικό, αλλά με μια κόκκινη ρόμπα με χρυσό στρίφωμα!

Κι ακόμα πιο πίσω φαινόταν η αρχή μιας σκάλας, και πόρτες, κι άλλες πόρτες, κι ένα ρολόι τοίχου…

‘Τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι; Τι σπίτι είναι αυτό;’ Αναρωτιόταν ο Βασιλάκης, κοιτώντας αλαφιασμένος γύρω-γύρω.

Και τότε ακούστηκε ένα ουρλιαχτό, που έκανε το αίμα του να παγώσει. Μ’ ένα γδούπο, ο αέρας πίσω του γέμισε καπνό, και μια γέρικη αντρική φωνή ούρλιαξε:

«Καίγομαι! Καίγομαι, καίγομαι, πήρα φωτιά και ΚΑΙΓΟΜΑΙΑΙ!»

Η μαμά του Βασιλάκη ξύπνησε απ’ τις αγριοφωνάρες και πετάχτηκε τρομαγμένη απ’ τον καναπέ όπου κοιμόταν. Σκουντουφλώντας σε άγνωστα έπιπλα κι αντικείμενα, έτριβε τα μάτια της και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ξυπνήσει. Νόμιζε ακόμη ότι ονειρευόταν. Όταν όμως πλησίασε στην αστραφτερή σαλοτραπεζαρία, είδε τον αγαπημένο της γιο να στέκεται, φορώντας κάτασπρες μεταξωτές πιζάμες, και να παρατηρεί έκθαμβος ένα πελώριο κόκκινο πλάσμα που αργοσάλευε σφηνωμένο στον νεροχύτη, βγάζοντας ατμούς.

Πλησίασε και αγκάλιασε τον Βασιλάκη, που κοιτούσε κι αυτός με ανοιχτό το στόμα. Το κόκκινο πλάσμα έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης, και σήκωσε το κεφάλι. Είχε μακριά άσπρη γενειάδα, ήταν τετράπαχος, και φορούσε κόκκινη στολή και σκούφο.

Ήταν ο Άγιος Βασίλης.

«Θα πρέπει να είστε η μαμά του Βασιλάκη», είπε κι άπλωσε ένα γαντοφορεμένο χέρι. Εκείνη το έσφιξε, όλο απορία. «Άγιος Βασίλης, χαίρω πολύ.» Κι έπειτα, κοιτώντας ντροπιασμένος τα πόδια του που προεξείχαν αβοήθητα απ’ τον νεροχύτη, πρόσθεσε: «Μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να βγω από ’δώ μέσα;»

Πιάνοντας ο καθένας από ένα χέρι, ο Βασιλάκης κι η μαμά του τράβηξαν τον Άη Βασίλη, που βγήκε απ’ το νεροχύτη μ’ ένα ‘ΠΛΟΠ!’, σαν να άνοιγαν ένα μεγάλο μπουκάλι.

«Καλώς ήρθατε…» του είπε σαστισμένη η μαμά του Βασιλάκη, «αλλά… πού ήρθατε; Πού βρισκόμαστε;» Και κοίταξε πάλι τριγύρω, χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. «Το πιάνο;» ρώτησε «Ποιανού είναι;»

«Δικό σας», είπε ο Άη Βασίλης, ελέγχοντας το καψαλισμένο παντελόνι του για καμιά τρύπα, «όλα αυτά που βλέπετε είναι δικά σας. Βρίσκεστε στο σπίτι σας, και να με συγχωρείτε που μπήκα έτσι απότομα, αλλά βλέπετε, είχατε ξεχάσει τη φωτιά αναμμένη!»

«Φωτιά;» είπε η μαμά του Βασιλάκη, και κοίταξε με απορία το τζάκι. «Δεν ήξερα ότι… ότι είχαμε τζάκι!»

«Ναι, ασφαλώς και είχατε, από πού θα έμπαινε αλλιώς;» είπε ο Άη Βασίλης, και προχωρώντας ως το χαλί, σήκωσε το μεγάλο του σακί, που είχε πετάξει μες στη φούρια του.

«Ναι, αλλά γιατί; Πώς;» Η μαμά του Βασιλάκη δεν είχε λόγια να εκφράσει τη χαρά, αλλά και την έκπληξή της. «Από πού;»

«Κοιτάξτε να δείτε», είπε ο Άη Βασίλης σοβαρά, πλησιάζοντας προς το μέρος τους. Ήταν πανύψηλος, πελώριος. «Ο γιος σας, ο Βασιλάκης, είναι ένα σπάνιο, εξαιρετικό παιδί. Και το χρωστάει σ’ εσάς, που του διαβάζατε βιβλία τόσα χρόνια, και τον μάθατε να σκέφτεται σαν άνθρωπος.» Έπειτα γύρισε στον έκπληκτο Βασιλάκη. «Κι εσύ, μικρέ, μη νομίζεις πως επειδή δεν είχες γραμματόσημο να μου στείλεις το γράμμα σου, δεν ήξερα τι ήθελες να μου ζητήσεις!» Και του έκλεισε το μάτι.

«Μα εγώ δεν ήθελα να ζητήσω τίποτε απ’ όλα αυτά!» είπε ο Βασιλάκης. «Εγώ»

«Το ξέρω», τον έκοψε ο Άη Βασίλης, «δεν ήθελες να ζητήσεις τίποτε για τον εαυτό σου, γι’ αυτό και σου αξίζουν, και σε σένα, και στη μαμά σου.» Γυρνώντας προς το μέρος της, είπε: «Μέσα θα βρείτε ένα σωρό καινούρια ρούχα. Ελπίζω να σας αρέσουν και να σας πηγαίνουν, αν και δεν ήξερα ακριβώς το νούμερό σας. Με βοήθησε και λίγο η γυναίκα μου να τα διαλέξω…»

Μαμά και γιος κρατιόντουσαν χέρι με χέρι κι έλαμπαν από χαρά. Ο Άη Βασίλης γύρισε πάλι στο μικρό αγόρι.

«Όσο για σένα, συνονόματε», του είπε, «λυπάμαι, αλλά δεν μπορούσα να χωρέσω στον σάκο μου όλα αυτά που ζητούσες. Είμαι και γέρος Άγιος, πού να κουβαλήσω σπίτια, και φάρμακα, και ειρήνη για τον κόσμο; Θα μου κοπεί η μέση! Όμως εσύ, μπορείς να τα δώσεις όλα αυτά. Ίσως σου πάρει λίγο καιρό, ίσως πρέπει να διαβάσεις όλα αυτά τα βιβλία και πολλά περισσότερα. Αλλά βρίσκεσαι σε καλό δρόμο. Λίγοι άνθρωποι σκέφτονται με αγάπη, σαν εσένα, κι αν αρχίσουν να σκέφτονται όλοι έτσι, τότε δεν θα υπάρχουν άνθρωποι που θα κοιμούνται στον δρόμο. Μπορείς λοιπόν όταν μεγαλώσεις, να χτίσεις σπίτια γι’ αυτούς τους ανθρώπους, να γίνεις γιατρός και να κάνεις καλά τα άρρωστα παιδάκια, να γίνεις ακόμα και πολιτικός, και να βοηθήσεις ανθρώπους σ’ άλλες χώρες, που υποφέρουν απ’ τη φτώχεια και τον πόλεμο. Σιγά-σιγά, όλα μπορούν να γίνουν. Αλλά δεν μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου!» πρόσθεσε αγανακτισμένος. «Χρειάζονται κι άλλοι άγιοι, κι εσύ αν θέλεις μπορείς να γίνεις ένας απ’ αυτούς! Ένας Άγιος Βασιλάκης!»

Ο Βασιλάκης τον άκουγε, και χωρίς να καταλαβαίνει όλα όσα του έλεγε, ήξερε πως μια μέρα θα καταλάβαινε.

«Πρέπει να σας αφήσω τώρα», είπε ο Άη Βασίλης, και μ’ ένα βογκητό σήκωσε το βαρύ σακί του στον ώμο, «έχω ένα σωρό δουλειές απόψε, και πρέπει να προλάβω.» Κι άρχισε να προχωράει προς το τζάκι. Την τελευταία στιγμή γύρισε. «Α, και την επόμενη φορά, » είπε, «αν έχετε την καλοσύνη σβήστε τη φωτιά το βράδυ της παραμονής.»

«Μα… δεν ήξερα ότι είχαμε τζάκι», είπε η μαμά του Βασιλάκη.

«Γι’ αυτό σας λέω την επόμενη φορά», είπε ο Άη Βασίλης, «τώρα ξέρετε.» Και μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων, εξαφανίστηκε στον αέρα.

Ο Βασιλάκης κι η μαμά του είχαν μείνει αγκαλιασμένοι. Ακόμα δεν ήταν σίγουροι πως είχαν ξυπνήσει, κι ότι δεν ονειρεύονταν. Στο φως των κεριών, έβλεπαν όλα τα θαυμάσια δώρα του Άη Βασίλη. Ήταν πλούσιοι πια.

«Είμαι τόσο περήφανη για σένα», είπε η μαμά του, και πήρε τον Βασιλάκη στην αγκαλιά της. Δάκρυα χαράς τρέχαν απ’ τα μάτια της.

Και ξαφνικά ακούστηκαν μουγκρητά πίσω απ’ την πόρτα.

Μαμά και γιος κοιτάχτηκαν σαστισμένοι. Τι είχε γίνει πάλι; Μήπως ο Άη Βασίλης είχε ξεχάσει κάτι; Μήπως ήταν κανένας απ’ τους ταράνδους; Έτρεξαν κι οι δυο μαζί και άνοιξαν την πόρτα.

Στο κεφαλόσκαλο του καινούριου τους σπιτιού στεκόταν ένα ψηλό, ορθογώνιο δέμα, τυλιγμένο με πολύχρωμο χαρτί και κορδέλες. Αλλά το δέμα κουνιόταν, χοροπηδούσε εδώ κι εκεί, κι από μέσα ακούγονταν μουγκρητά. «Βγάλτε με από ’δώ μέσα!» έμοιαζε να λέει.

«Μα ποιος είναι, τι συμβαίνει επιτέλους;» είπε η μαμά του Βασιλάκη, και μαζί με τον γιο της άρχισαν να ξετυλίγουν το ανυπόμονο δώρο που φώναζε.

Και μαντέψτε τι βρήκαν μέσα!

Τον μπαμπά του Βασιλάκη, ντυμένο μ’ ένα πανάκριβο κοστούμι, και με τη βαλίτσα του στο χέρι!

«Τι συμβαίνει;» ρωτούσε ξανά και ξανά, καθώς τον έβαλαν να καθίσει. Αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν ακόμη να απαντήσουν. Είχαν πέσει στην αγκαλιά του και τον έσφιγγαν, τον φιλούσαν.

«Βασιλάκη;» φώναξε ξαφνικά, και σήκωσε τον γιο του στα χέρια του. «Πώς μεγάλωσες έτσι;» Είχε και χρόνια να τον δει.

Αλλά έτσι είναι, φίλοι μου.

Όλοι οι Βασιλάκηδες του κόσμου μεγαλώνουν.

Απλά μερικοί, όταν γεράσουν, αφήνουν μακριά άσπρα γένια, φοράνε κόκκινα ρούχα, και γυρίζουν τον κόσμο μοιράζοντας δώρα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News