Ποτέ δεν κατάλαβα πως ένας άνθρωπος προσαρμόζεται σε κάποιο σκηνικό. Και όχι μόνο αυτό. Γίνεται η ψηφίδα που αν την αφαιρέσεις η εικόνα δεν θα είναι πλέον ίδια. Το κατάλαβα πάνω από τη λίμνη της βροχής στο πεζοδρόμιο, βλέποντας δυο χέρια με τραχιά όψη να χαϊδεύουν τα γατάκια που έχουν κουλουριαστεί δίπλα από ένα χαρτόκουτο.
Tο μοναδικό που έχει αυτός ο άνθρωπος είναι ο τρόπος με τον οποίο ζει στον κόσμο. Διακριτικός σαν ανάσα. Ήσυχος σαν τάφος. Χωρίς καμία μεγάλη αλήθεια να πει, καμία συνταρακτική ιστορία να αφηγηθεί. Τον λένε Γρηγόρη και είναι γύρω στα 65. Ψηλός και αδύνατος. Μια φαλάκρα που εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού του, γυαλίζει όταν έχει λιακάδα και τα μάτια του έχουν το πιο εντυπωσιακό γαλάζιο που έχω συναντήσει. Το πιο αστείο στο πρόσωπό του είναι το στόμα του. Είναι πλατύ και μόλις χαμογελάει για να σε καλησπερίσει, βλέπεις πως τα τέσσερα μπροστινά δόντια λείπουν, κάνοντας τους δύο κυνόδοντές του να μοιάζουν με στήλες μιας μεγάλης και σκοτεινής πύλης.
Κανείς δεν γνωρίζει πολλά για τον Γρηγόρη. Ούτε και ο ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου, ο κύριος Βασίλης, ο οποίος έχει την τιμή να τον επισκέπτεται κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τον πρώτο καιρό, δοκίμασε να του πιάσει κουβέντα ο κύριος Βασίλης, αλλά ύστερα από λίγο εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. “Δεν μιλάει. Κι αν μιλήσει, θα είναι για να σε ρωτήσει για την καθημερινότητά σου. Δεν τα μπορώ εγώ αυτά” μου είπε. Έτσι, μετά από λίγο ο Γρηγόρης περνούσε απαρατήρητος. Είχε μπει στην κατηγορία “κομμάτι της γειτονιάς” μαζί με τις νερατζιές, τα σταθμευμένα αυτοκίνητα, τους κάδους και τα αδέσποτα γατιά.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ τον αντιμετώπιζα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και η μόνη συναναστροφή μας ήταν μια αδιάφορη και σχεδόν αναγκαστική χαιρετούρα όποτε δυσκολευόμουν να βρω τα κλειδιά για να μπω στην πολυκατοικία. Όταν κάποια στιγμή άλλαξε το ωράριό μου λόγω ημιαπασχόλησης, έχασα και τον Γρηγόρη. Την Τετάρτη ρώτησα τον κύριο Βασίλη αν ήξερε τι είχε απογίνει, αν τον είχε δει. Η απάντηση που μου έδωσε ήταν η αναμενόμενη. “Δεν έχω ιδέα. Ρώτα τα γατιά. Αυτά θα ξέρουν”. Δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε αυτό που άκουσα αλλά μέχρι να ανέβω στο διαμέρισμά μου τον είχα ξεχάσει.
Έφτασε η Κυριακή κι εγώ κατέβηκα να πάρω την εφημερίδα μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη είδα τον Γρηγόρη έξω από το ψιλικατζίδικο. Καθόταν στο στενό πεζούλι με μια μπύρα στο χέρι. Προσφέρθηκε να με κεράσει μία και να απολαύσουμε μαζί την βροχή. Έτσι μου είπε. Δεν είχα λόγο να αρνηθώ. Αντιθέτως. Αυτός ο άνθρωπος που ερχόταν και έφευγε σαν το καλοκαιρινό μπουρίνι με είχε ιντριγκάρει. Κι όλο αυτό το μυστήριο γύρω από τη ζωή του. Έκανε χώρο και κάθισα δίπλα του. Μου χαμογέλασε με ένα “Εβίβα” σαν να ξεκινούσε κάποιο ξέφρενο γλέντι και δεν ξαναμιλήσαμε για αρκετή ώρα. Μόνο λίγο πριν σταματήσει η βροχή, ξεκίνησε να σφυρίζει το “Βρέχει στην φτωχογειτονιά”. “Α, ο Μπιθικώτσης είναι ένας από τους αγαπημένους μου”, του είπα με λαχτάρα, ελπίζοντας πως η πύλη στο στόμα του θα ανοίξει και θα αποκαλυφθεί ένας ολάνθιστος κήπος. Μα αυτός τίποτα. Κούνησε το κεφάλι και με μια απότομη κίνηση άρπαξε ένα γατάκι από το σβέρκο και το έφερε στην αγκαλιά του.
Όταν η μπύρα τελείωσε και κλείσανε οι ουρανοί, αποφάσισα να γυρίσω στο διαμέρισμά μου. Με το που με είδε να σηκώνομαι, πετάχτηκε πάνω. “Δεν είναι ότι δεν θέλω να μιλήσω, μα δεν έχω τίποτα να πω. Είναι κακό; Η σιωπή είναι υποτιμημένη” μου είπε. Δεν έχει κι άδικο, σκέφτηκα καθώς γυρνούσα το κλειδί στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Πολλές φορές η σιωπή μεταξύ δύο ανθρώπων που δεν γνωρίζονται είναι ο πιο δυνατός δεσμός που μπορούν να αναπτύξουν. Ανανεώσαμε -χωρίς να το πούμε ποτέ- το ραντεβού μας για την επόμενη απρόσμενη καλοκαιρινή βροχή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News