717
|

Μετά το σεξ στην παραλία

Μετά το σεξ στην παραλία

Είμαι λοιπόν, παίδες μου αγαπημένοι, αραχτή μισή μέσα μισή έξω από τη σκηνή μου, κάπου στην Εύβοια (μην επιμένετε, ρεμάλια, δεν πρόκειται να σας πω πού ακριβώς, ξέρω τι στόκερς -και ενίοτε στόκοι- με διαβάζουν. Όχι, δεν εννοώ εσάς, βρε κουτά, τους άλλους εννοώ – α, γεια σου, συνεννοηθήκαμε τώρα!)

Είμαι, που λέτε, αραχτή σε αυτή τη μεταβατική ποζισιόν (μια ζωή με θυμάμαι λίγη μέσα και λίγη έξω από οπουδήποτε, τι να πεις…), η ώρα έχει πάει έξι και κάτι κι αρχίζει να σκάει ο ήλιος. Έχουμε πιει το βράδυ όλο το στοκ που είχαμε, έχουμε κάνει ζόρικες και γαμάτες συζητήσεις, έχουμε γελάσει σα χαζά με κάτι καβούρια που πήγαιναν στραβά (λες κι εμείς πάμε ίσια), έχουμε ρημάξει ένα ολόκληρο καρπούζι (απ´ αυτά του Βαγγέλη που είναι ζάχαρη και μέλι), είναι γενικά μία από αυτές τις στιγμές που συναντιέσαι ξαφνικά και με όλα τα κομμάτια του εαυτού σου, αλλά και του άλλου μαζί. Νιρβάνα σε γαλανόλευκο. Μέσα ο δικός μου εξαντλημένος από την ευτυχία (μη ρωτάς, πρέπει να είναι έρωτας λέω με το δεξί ημισφαίριο, αν και δεν βάζω χέρι στη φωτιά με το αριστερό) κοιμάται του καλού καιρού. Εγώ, που συχνά παθαίνω κοκομπλόκο αντιμέτωπη με αυτή την ψαρωτική ομορφιά της κάθε μέρας όταν τύχει να πέσω πάνω της, είχα ανοίξει κάτι ματάρες να και σχεδόν, πώς να το πω; Προσευχόμουνα εσωτερικά να μπορέσω να αξιωθώ εξωτερικά έστω ένα τόσο δα μικρό κομματάκι της ουράνιας γαλήνης αυτής της συγκεκριμένης στιγμής.

Τη στιγμή όμως που η μέρα άνοιξε αυλαία κι ετοιμάστηκε να στήσει το δράμα της στη σκηνή, άρχισε το δικό μου δράμα πέντε μέτρα πιο κει. Σ´ αυτό το σημείο πρέπει να κάνω ένα break για να σας πω ότι χτες βράδυ ήρθαν δυο παιδιά με μια εντούρο και στήσανε σκηνή κάπου δίπλα μας. Δεν είπαμε πολλά, αλλά ήταν φανερό: Συμπαθέστατα παιδιά. Φάση λίγο μικτή, χύμα κυριλέ, μια χαρά δηλαδή. Και παιδιά νόστιμα επίσης που γενικά τοποθετείται παγκοσμίως στα συν σε περίπτωση γειτονικής σκηνής.

Τα κάνανε όλα κανονικά: έστησαν τη σκηνή (κυρίως αυτός), έστρωσαν τις πετσέτες τους (κυρίως αυτή), ψάρεψαν χταπόδι (μόνον αυτός), το έψησαν σε μίνι μπάρμπεκιου αλουμινόχαρτου (μόνο αυτή), το χλαπάκιασαν πίνοντας ούζα (μόνον αυτοί, γαμώ τον ξένιο Δία μου γαμώ, ούτε έναν μεζέ δε φιλοτιμήθηκαν να κεράσουν οι μονοφαγάδες ελληνάρες), εν συνεχεία κάνανε έναν τεράστιο μπάφο από φύλλα μπανανιάς και πηδήχτηκαν δίπλα στο κύμα που έκανε πλάτσα-πλούτσα. Δυστυχώς εντός της σκηνής, οπότε δεν πήραμε καθόλου μάτι, μόνο ηχητικά ντοκουμέντα έχω για ό,τι σας ιστορώ. Κρίνοντας απ´ αυτά, τους βάζω άνετα ένα 8,5 που θεωρείται άριστα μετά από το ολισθηρό κοκτέιλ μπάφου με οινόπνευμα. Τέρμα το ενημερωτικό break. Μεταφερόμαστε ξανά στο τώρα, δηλαδή το εξοντωτικά όμορφο ξημέρωμα. Ξέρετε τι είδαν τα μάτια μου στις 6 παρά, ώρα Αιγαίου; Ένα κορίτσι μια χαρά, μπάνικο κι ερωτευμένο (λίγο αναμαλλιασμένο μόνο, λόγω ύπνου) να πετάγεται με έναν γρήγορο σάλτο εκτός σκηνής, κουβαλώντας ένα νεσεσέρ φίσκα στο καλλυντικό. Το κορίτσι κάθεται σ´ ένα βραχάκι και με ταχύτατες και επιδέξιες κινήσεις αρχίζει να βγάζει την πραμάτεια της και να την παρατάσσει στο πλατό του βράχου. Τι κρέμες, τι λοσιόν, τι φοντετέν (που και να μου τα ‘βγαζες τα δόντια ένα-ένα δεν θα ήξερα τι σκατά σημαίνει αυτό, πόσο μάλλον πού το χρειάζεται κορίτσι ερωτευμένο και είκοσι το πολύ χρονών) Γούρλωσα τις νυσταγμένες ματούκλες μου. Με επαγγελματική ακρίβεια και ολοφάνερο άγχος το κορίτσι πλακώθηκε στο μέικαπ. Έβαλε πρώτα μια κρέμα, ύστερα μια άλλη με χρώμα, ύστερα αυτό που δίνει φως κάτω από τα μάτια, ύστερα αυτό που δίνει σκότος στα φρύδια, ύστερα δεν ξέρω, έχασα τον λογαριασμό, έλεος! Σοβαρά τώρα, παίδες μου αγαπημένοι, μου ‘ρθε να τραγουδήσω την αθάνατη ελληνική επιτυχία "Ζαβαρακατρανέμια" (ίλεος, ίλεος, νάμα, νάμα, νέμια) καθώς την έβλεπα μπροστά μου να μεταμφιέζεται σε γαμάτη γκόμενα πριν ξυπνήσει ο καλός της ενώ ήταν τόσο γαμάτη και πριν κοιμηθεί ο καλός της. Μου ‘ρθε να την πιάσω και να την τραντάξω ολόκληρη, ξύπνα, ρε κορίτσι, να της πω, είσαι αστέρι, ρε βλαμμένο, τι μου χτίζεις ολόκληρο σουβά για να κρύψεις το προσωπάκι σου; Ποιος μας έμαθε ότι απαγορεύονται οι φάτσες μας, ρε γαμώτο; Ποιος μας καταδίκασε σε αιώνια αγωνία;

Δεν είπα τίποτα, φυσικά. Ξαναμπήκα απλώς στη σκηνή, αγκάλιασα τον καλό μου και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ μπας και δω κάνα όνειρο με χρωματιστούς ανθρώπους.

Έτσι απλά καταστράφηκε το πιο ωραίο ξημέρωμα του 2013. Το νου σας, ρεμάλια, μη μου ρημάξετε και το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα που περιμένω.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News