1329
|

Μεγάλες προσδοκίες

Μεγάλες προσδοκίες

Μα τον Τουτάτη παίδες, τη στιγμή που έβλεπα τον Ξανθό να σούρνεται  από την πλουσιομάνα του (Aka γκρίζα μέγαιρα) προς ιδιωτικό θεραπευτήριο 5 αστέρων κάτι έσπασε μέσα μου.  Αυτό, σε συνδυασμό με το πόδι που είχε ήδη σπάσει έξω μου, έφτιαξε ένα πολύ εκρηκτικό σετάκι. Ξαφνικά σηκώθηκα κι άρχισα να κουτσαίνω πάνω κάτω στο διάδρομο του νοσοκομείου σαν τρελή. Οι άτυχοι περαστικοί (νοσοκόμες βάρδιας, αποκλειστικές, πεθερές, ξαδέρφες, εφήμερες γκόμενες ιατρών που εφημερεύουν κλπ) τσακίζονταν να με προσπεράσουν. Ένας φρεσκοεγχειρισμένος χοντρός που βολτάριζε (κουβαλώντας  και τον ορό του μαζί σαν εξαπτέρυγο) λούφαξε σε μια γωνιά μέχρι να φύγω. Τους κατανοώ όλους παίδες. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια τους δεν ήταν του κόσμου τούτου. Μια κουτσή που κάλπαζε με το μαλλί όρθιο και το μάτι τρελαμένο μονολογώντας «Δεν πάει άλλο! Κάνε κάτι, κάνε κάτι, κάνε κάτι, κάνε κάτι, κάνε κάτι!»

Ένας πιτσιρικάς ειδικευόμενος μάλιστα το πήρε προσωπικά. (Ποιός τον ξέρει τι θέματα είχε κι αυτός…) Τη στιγμή που περνούσε και πήρε το αυτί του  το κάνε κάτι, κάνε κάτι τσιμπάει αμέσως. Φρέσκος βλέπετε ακόμα, δεν είχε προλάβει αναπτύξει  γενικευμένη  κώφωση στον ανθρώπινο πόνο.
-Τι να κάνω δηλαδή; με ρωτάει με γνήσια απορία.
-Εσύ;
-Ε, ποιος άλλος;
-Εγώ!
-Ποιός εγώ!; Εγώ;
-Όχι ρε, εγώ!

Τον έβλεπα εκεί πέρα άυπνο και καταμπερδεμένο σαν πρωταγωνιστή του Ιονέσκο να μπερδεύεται μέσα στο αδιέξοδό μου και μου ‘ρχοταν να τον κλωτσήσω (σαν πολύ συχνά μου ‘ρχεται να κλωτσάω τον κόσμο τελευταία παίδες… Λέτε να προσπαθεί να μου πει κάτι το σύμπαν κουτσαίνοντάς με;)

-Φίλε φύγε από το σύννεφό μου τώρα γιατί ένα λεπτό αργότερα θα χεις μετανιώσει που πέρασες  ιατρική!
Τσάμπα μιλούσα όμως. Το παλικάρι είχε μετανιώσει ήδη  και χώθηκε μέσα στο γραφείο ιατρών για να μην εισπράξει καμία αδέσποτη από την τρελή του «κάνε κάτι». Επιτέλους ο διάδρομος ερήμωσε. Επιτέλους ήμουν επιτέλους μόνη (χωρίς τιμόνι). Το μυαλό μου έπαιρνε περί τις 5698 στροφές ανά σεκόντ (ενώ συνήθως αρκείται στις 2976). Εξέταζα τις προοπτικές μου. Έψαχνα φως στο τούνελ (αλλά μόνο η φάτσα του σκοταδιστή Χαρδαβέλα εμφανιζόταν). Τότε ο θεός με την μορφή κινητού χτύπησε. Ήταν ο ξαδερφός μου ο Σάκης.
-Έλα ρε μαλάκα, τι έγινε; Τι πάθατε; μου είπε μπουκωμένος.
-Πάλι τρως ρε μαλάκα; απάντησα εγώ.
-Ναι ρε παράγγειλε το Μαράκι μια πίτσα Γκρηκ Λάβερ (γελάκι) και την έχουμε βάλει κάτω (γελάκι) και της δίνουμε να καταλάβει (γελάκι). Άσχετο: Το Μαράκι λέει πότε θα ρθεις στο σπίτι μας; (γελάκι)
Η φράση (άσε πια  τα γελάκια) με βάρεσε κατακούτελα σα μενίρ.
-Ε όχι ρε μαλάκα, δεν θα ρθω σπίτι σας. Θα πάω στο δικό μου! του κάνω σε μια έκρηξη επιφοίτησης και κλείνω  το κινητό.

Διότι αυτό παραήταν παίδες. Αν ο Σάκης (ο μαλάκας) κατάφερε να ξεκολλήσει από τον καναπέ και την κουβερτούλα σνάγκι και να βρει  δουλειά (έστω και ως τηλεφωνήτρια) ΚΑΙ γκόμενα (έστω και ονόματι Μαράκι) τότε αναβαθμιζόταν αυτόματα στο οικογενειακό τσαρτ ενώ εγώ κέρδιζα τον επίζηλο τίτλο του μαλάκα της οικογενείας. Ποια; Εγώ η φιλόσοφερ που γκρίνιαζα από την ώρα που ξυπνούσα (12 και μισή) μέχρι την ώρα που ψόφαγα (4π.μ.) ότι δεν αντέχω τον σπίτι μου και τη μάνα μου και τον πατέρα μου  και θέλω την ανεξαρτησία μου και την αυτονομία μου και την αξιοπρέπειά μου και την ησυχία μου. Η εικόνα του καινούριου απομαμαδοποιημένου Σάκη αγκαλιά με τη γκόμενα (έστω και Μαράκι) να χλαπακιάζει πίτσα γκρηκ λάβερ (πίτσες δηλαδή, γιατί πάντα ο Σάκης χτυπάει την προσφορά πληρώνετε μία και παίρνετε δύο) με πλήγωνε ανεπιστρεπτί.

Φεύγω! είπα φωναχτά.( Ίσως μάλιστα πολύ φωναχτά γιατί η προϊσταμένη που περνούσε μου είπε ότι δεν έχω να πάω πουθενά αν δεν βγει κανονικό εξιτήριο.)
Άρχισα αμέσως να τα βάζω κάτω: Είχα αποταμιευμένα (από  εκβιασμούς, δώρα κλπ) περί τα 1000 ευρώ  στην κοιλιά κουμπαρά-γουρουνιού μέσα στη ντουλάπα μου. Με αυτά θα νοίκιαζα ένα σπιτάκι, μια τρύπα, ένα χάλασμα, ένα αντίσκηνο, ότι να ναι και θα την έκανα από το σπίτι έστω και κουτσαίνοντας. Ακόμα και στη βίλα Υπατία θα πήγαινα αρκεί να φύγω από το γαμόσπιτό μου.  Εδώ που τα λέμε προσφυγοπούλα είμαι κι εγώ. Θύμα του καπιταλισμού (της μέγαιρας) και του ιμπεριαλισμού (της μάνατζερ). Άλλωστε όταν πεινάς μόνος σου αυτό λέγεται κατάντια. Όταν όμως πεινάς μαζί με όλους τους άλλους λέγεται απεργία πείνας και έχει αγωνιστικό χαρακτήρα (που είναι ασορτί με το δικό μου τον γαμοχαρακτήρα…)
 

Βγάζω το τηλέφωνο και παίρνω πίσω το Σάκη.
-Ρε μαλάκα εκεί στη κωλοτράπεζά σου μήπως θέλουν και άλλες τηλεφωνήτριες πιράνχας;
-Γιατί ποιός ενδιαφέρεται; Ρωτάει πάλι μπουκωμένος ο μαλάκας (καλά πόσες πίτσες παρήγγειλε τελικά το Μαράκι;)
-Ο Στρος Καν ρε μαλάκα ενδιαφέρεται. Βλέπει ότι δεν μαζεύεται το χρήμα κι είπε να βοηθήσει.
-Α ρε ξαδέρφη, είσαι γαμώ τα γέλια, λέει ο μαλάκας ξελιγωμένος στο χάχανο (τελικά καλά λένε πως ο έρωτας σε κάνει χάχα. Ειδικά άμα είσαι κι από πριν)
-Ρώτα αύριο και πες μου. Πες τους ότι αναλαμβάνω επικίνδυνες αποστολές. Μη με ρίξουν στους ψιλικατζήδες και τα φτωχαδερά. Ο Βραδής ο Βαρδινογιάννης χρωστάει τίποτα; Ο Τζίγκερ; Πες τους τέλος πάντων ότι γουστάρω να μου αναθέσουν μπαταχτζήδες μεγάλου βεληνεκούς.
-Τι θα πει βεληνεκούς ρε μαλάκα;
-Άστο δεν το χεις, είπα βιαστικά. Λοιπόν όπως είπαμε. Κλείνω τώρα. Έχω να οραματιστώ τη διακόσμηση του σπιτιού μου.
-Μην κλείνεις, μην κλείνεις. Προσλαμβάνεσαι λέει το Μαράκι. Δοκιμαστικά.
-Το Μαράκι λέει; τι λέει το Μαράκι;;; Και γιατί το λέει το Μαράκι;;;
-Γιατί αυτή κάνει τις προσλήψεις τηλεφωνητών ρε μαλάκα (γελάκι). Το αφεντικό μου είναι (γελάκι)
-Με το αφεντικό σου τα φτιαξες ρε μαλάκα;  (ελαφρά επιτίμηση στη φωνή) Πολύ καλά έκανες αγόρι μου! (βαρύς ενθουσιασμός στη φωνή) Άμα σε ξαναπώ εγώ μαλάκα να μου σπάσει και το άλλο πόδι!(ειλικρινής μεταμέλεια στη φωνή)
-Ααα το πόδι σου έχεις σπάσει;
-Ε, ναι ρε μαλάκα! Ουπς! Σόρι αγάπη. Θα σε δω αύριο στη δουλειά. Στείλε διεύθυνση. Και κάτι άλλο: Για ρώτα το Μαράκι. Παίζει κανά επίδομα αναπηρίας στο μισθολόγιο;

Όταν έκλεισα το τηλέφωνο όρμησα στον κάτω όροφο που ήταν η εντατική. Ήταν πια 12 και μισή το βράδυ. Ήξερα πως η επιφυλακή είχε λήξει. Όλοι την είχαν πέσει κάπου: άλλος έτρωγε σουβλάκια σκαστός, άλλος πηδιόταν στο δωμάτιο με τη λινοθήκη, άλλος κοιμόταν του καλού καιρού, όπως και οι τυχεροί άρρωστοι. Οι άτυχοι άρρωστοι όμως έκαναν καραούλι άγρυπνοι στη μέση αυτής της μηχανής εξορκισμού του θανάτου από πείσμα: κανείς δεν θέλει να τον πάρει ο χάρος από σπόντα. Γι αυτό ήθελα να μπουκάρω στην εντατική. Για να μεταφέρω μήνυμα ελπίδας : αν πήρε φωτιά το δικό μου το μέλλον από ένα τρακάρισμα, έτσι και η δικιά τους καινούρια ζωή μπορούσε μια χαρά να ξεκινάει από ένα παρά τρίχα ραντεβού με το θάνατο.
 

Έσπρωξα τη βαριά πόρτα και μπήκα  (είδες άμα ξέρεις τα κατατόπια;!) Η νοσοκόμα της εντατικής σαλιάριζε με τον εφημερεύοντα ειδικευόμενο τρώγοντας τοστ. Είχαν κι ένα ραδιοφωνάκι κι άκουγαν love radio, το Dust in the wind. Γέλασα. Πιο ασορτί με το δωμάτιο τραγουδάκι αδύνατον. Η Ιλουμινασιόν μου είχε ανοίξει τα μάτια διάπλατα: Έβλεπα τους ετοιμοθάνατους να κρατιούνται στη ζωή γαντζωμένοι από σωληνάκια ενώ η ζωή ήταν απλά απέναντι κι έτρωγε τοστάκια γράφοντας στα παπάρια της τη θανατίλα που την έζωνε από παντού. Πω πω μάγκα μου, να μια φάση που τρέλαινε τον Σοπενάουερ, σκέφτηκα και πλησίασα τον πιο γλυκό γέρο εκεί μέσα (που πρέπει να ήταν και κομματάκι ψώνιο γιατί κοιταζόταν συνέχεια  σ΄ ένα καθρεφτάκι.)
-Τι έγινε θείο; του ψιθυρίζω. Εντάξει με το έμφραγμα; Όλα καλά;
-Παρακολουθώ τη γραμμή, μου λέει και μου δείχνει το μηχάνημα που μετρούσε τους παλμούς της καρδιάς πίσω του. (Αααα αυτό έκανε ο μπαγάσας  κι εγώ που νόμιζα ότι το παίζει γκόμενος).
-Φοβάσαι ε;;
-Εμμμμ… Άμα ισιώσει η γραμμή έχετε γεια βρυσούλες…
-Δίκιο έχεις θείο, του είπα χαϊδεύοντας του το χέρι με τις σπασμένες φλέβες. Γι αυτό ζήτω οι τεθλασμένες γραμμές της ζωής! Τι πειράζει που είσαι τώρα στην κάτω; Αύριο σε βλέπω να παίρνεις τα πάνω σου!
-Γιατρός είσαι κοπελιά; Με ρώτησε γεμάτος ελπίδα ξαφνικά.
-Εννοείται, τον διαβεβαίωσα.
-Κι αυτό τι είναι; Τι έπαθες; Είπε δείχνοντας το γυψαρισμένο μου πόδι.
– Έπεσα θείο. Αλλά μην ανησυχείς. Αύριο θα ξανασηκωθώ!

(Κι ο ξανθός; Έλα ντε…. ας μην είναι λίγος ρε γαμώτο, ας μην είναι λίγος, ας μην είναι λίγος…)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News