Μάπα το καρπούζι!
Μάπα το καρπούζι!
Όπως έχετε ήδη καταλάβει παίδες μου αγαπημένοι είμαι οπαδός της ταχύτητος, το κορίτσι-express service. Το μεσημέρι συνάντησα στον δρόμο της ζωής μου τον Βαγγέλη (που 'ναι ζάχαρη και μέλι), το απόγευμα συμφώνησα να πουλάω καρπούζια στην πλαζ, το απόγευμα παρέλαβα το ψυγειάκι, το πρωί παρέλαβα τις φέτες και οριστικοποίησα τη συμφωνία. Αν πουλούσα 50 φέτες μέσα στη μέρα Χ2 ευρώ τη μία, θα έπαιρνα 50 ευρώ! Αν πουλούσα 30, θα έπαιρνα 25, αν πουλούσα 20, θα έπαιρνα 10.
«Η επιχείρηση επιβραβεύει την παραγωγικότητα», υπογράμμισε ο Βαγγέλας με ύφος τριών Γκικών Χαρδούβελων. Κούνησα την κεφάλα πάνω κάτω με το ύφος του Γιωργάκη όταν πάγαινε να υπογράψει τη συμφωνία με το ΔΝΤ. Παράλληλα βέβαια άρχισα να σκέφτομαι κομπίνες για να πολλαπλασιάσω τα κέρδη μου ρίχνοντας το κόστος (και τον Βαγγέλη). Ναι, μάλιστα, παίδες μου αγαπημένοι -γιατί να το κρύψω άλλωστε;- στις φλέβες μου ρέει γνήσιο ελληνικό αίμα. (ΠΡΟΣΟΧΗ: Καμία σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Μας χωρίζει άβυσσος. Αυτοί όταν μιλάνε λ.χ. για αίμα, εννοούν των άλλων. Εγώ όταν μιλάω για τιμή, εννοώ του καρπουζιού κ.λπ. κ.λπ. καταλάβατε, να μη σας ζαλίζω άλλο).
Όταν παρέλαβα το προϊόν, προς τιμήν μου, το δοκίμασα για να έχω υπ' όψη μου τι πχοιότητα θα σπρώξω στον καταναλωτή. Έχω αρχές εγώ, μη βλέπετε που εξοκείλω πού και πού. Άσε που θα μπορούσα να ανεβοκατεβάσω την τιμή αναλόγως του βαθμού γλύκας του προϊόντος.
Δυστυχώς δεν ήταν η τυχερή μου ημέρα. Ο άτιμος ο Βαγγέλας με έπιασε στον ύπνο. Έπεσα θύμα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο παίδες. Μου έδωσε να πουλήσω τη μεγαλύτερη μάπα πασών των μποστανιών. Με τι μούτρα να ζητήσω εγώ 2 ευρώπουλα από τα πελατάκια μου για αυτό το αγγούρι; Αφού απελπίστηκα για κάνα δυο λεπτά, σήκωσα ψηλά το πηγούνι, έβγαλα έξω το στέρνο (κυρίως αυτό) και κατέστρωσα το μπίζνες πλαν μου, επιστρατεύοντας όλη την ψυχολογία του ΦΠΨ. Δεν θα έβγαινα στη γύρα αμέσως. Θα περίμενα να πάει δύο η ώρα, να γκαγκανιάσουν οι λουόμενοι, να θολώσει η κρίση τους από το καμίνι, να βλέπουν το παγωμένο αγγουροκάρπουζο σαν δώρο του θεού και μένα σαν την εκπρόσωπό του επί της γης. Η αναμονή είχε κι άλλο καλό: θα έκανα κι εγώ καμιά βουτιά, ενώ οι φέτες θα γινόταν ακόμα πιο κατεψυγμένες. Ως γνωστόν στο παγωμένο πράμα δεν μπορείς να διακρίνεις τη γεύση (ένα μάθημα από την εποχή που σέρβιρα κοκτέιλς στα Λονδίνα. Είδατε; Δίκιο έχει η Χαρούλα-είμαστε-όλες-καθαρίστριες. Τίποτα δεν πάει χαμένο, ειδικά τα χαμένα κορμιά).
Κάνω λοιπόν τα μακροβούτια μου, κάνω και την ηλιοθεραπεία μου και πάνω που η παραλία έπιασε να μοιάζει με παράρτημα της Κολάσεως από την κάψα, πήρα τα πρώτα πέντε τεμάχια ανά χείρας και βγήκα να χτυπήσω το πρώτο θύμα. Το είχα κόψει από μακριά. Ήταν ένας χοντρούλης με γαλάζιο τεράστιο σωβρακομαγιό, ειδικό να χωράει την απέραντη κοιλίτσα του. Ίδρωνε και ξεΐδρωνε σαν φούρναρης ο φουκαράς. Τον πλησίασα χαλαρή και άνετη. Όταν έφτασα σε απόσταση βολής άπλωσα το χέρι και μοστράρισα το παγωμένο καρπούζι μπροστά στα μούτρα του. Ένιωθα σαν ψαράς που αμολάει το δόλωμα στην ανθρωποτσιπούρα.
-Θέλετε να δροσιστείτε με μια φέτα καρπούζι; ρώτησα γλυκά.
-Καρπούζι ε; Για να δω… χμμμμ… Πόσο τη δίνετε; ρώτησε σκεφτικός ο χοντρός με τσιφούτικο ύφος. (Μην ξανακούσω ότι οι χοντροί είναι καλοί γιατί θα γίνω έξω φρενών).
-Για σας μόνο δύο ευρώ, είπα χωρίς να χάσω το θρυλικό χαμόγελό μου.
-Αν πάρουμε δύο πόσο θα μας τις αφήσετε; συνέχισε ακάθεκτος ο τσίπης.
-4 ευρώ, συνέχισα εγώ προσπαθώντας να πείσω το χαμόγελο μου να μην κόψει λάσπη
-Εμ δεν κάνουμε δουλειά έτσι. Παντού άμα πάρεις ποσότητα ρίχνουν την τιμή.
Άρχισα να βράζω στο ζουμί μου. Οι φέτες άρχισαν κι αυτές να αμολάν ζουμιά επειδή ξεπάγωναν. Η όλη φάση πήγαινε για Mayday-mayday. Αποφάσισα να κάνω προσφορά στον τσίπη να τελειώνουμε.
-Θέλετε να πάρετε και τις 5 για 7 ευρώ;
-Μα εμείς είμαστε 4. Τι να τις κάνω τις 5;
-Ξέρω γω; Φάτε εσείς δύο.
-Ε όχι να φάω δύο. Το καρπούζι έχει πολλά σάκχαρα. Παχαίνει.
Ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Κακή αρχή έκανα. Ήταν ανάγκη να εμφανιστεί αυτός ο γρουσούζης μπροστά μου για σεφτέ;
-Εεεεε, ο βρεμένος τη βροχή δεν τη φοβάται, είπα σιβυλλικά.
-Τιιιι;; είπε αυτός αγριεμένος. Με είπες χοντρό;
Πάνω που θα μου ριχνε το ποτήρι του φραπέ που κρατούσε βλέπω ένα παλικάρι να ξεκολλάει από την αμμουδιά, να υψώνει το μαυρισμένο κορμί του και να σαλτάρει μεταξύ εμού και του τσιφούτη χονδρού ως ανθρώπινη τάφρος.
-Θα τα πάρω εγώ και τα πέντε, μου είπε κουνώντας δύο 5ευρα. Διψάω.
Τον κοίταξα θαμπωμένη. Ήταν φτυστός ο Τζίζας Κραϊστ σούπερ σταρ. Ξανθό μούσι, ξανθό μακρύ μαλλί, ύφος αγάπη-μόνο. Που στο καλό ήταν χωμένος αυτός και δεν τον εντόπισα με το ραντάρ μου; Και κορμάρα και καλός; Με αναγκάζει να αλλάξω την εμπορική στρατηγική μου.
-Για σας μόνο 5 ευρώ, είπα με το πιο γλυκό μου χαμόγελο επιστρέφοντας το ένα χαρτονόμισμα.
-Γιατί σ’ αυτόν τα δίνεις 5; πετάχτηκε ο χοντρός αγανακτισμένος.
-Γιατί τρελάθηκε το αφεντικό και τα ΄βαλε όλα τζάμπα. Έχεις πρόβλημα;
-Α, όχι, 10 κάνουν, 10 δίνω, μου ξανάβαλε το 5άευρω στο χέρι το κελεπούρι. Μετά χαμήλωσε τη φωνή. Πριν 5 χρόνια εγώ πουλούσα σταφύλια εδώ, ξέρω. Πάρτα που σου λέω.
-Ωραία, παίρνω 10 αλλά κερνάω τα 5 μπύρες. Συναδελφική αλληλεγγύη. Μπαρ δεν είναι αυτό στο βάθος;
-Μπαρ είναι. Φύγαμε. Μαριλίζ εμείς πάμε για μπύρες. Θα ρθεις; φωνάζει κάπου δεξιά. Τότε μόλις είδα μια ξανθιά χωμένη στη βραστή άμμο ν' ανασηκώνει το κεφάλι και να κάνει ένα αρνητικό νεύμα. Ευτυχώς στριμμένη. Δυστυχώς γκομενάρα.
Ο Τζίζας πήγε και ακούμπησε τρυφερά τις φέτες δίπλα της, τη συμβούλεψε να τις φάει για να δροσιστεί και μετά ήρθε προς το μέρος μου. Ξεκινήσαμε για το μπαρ πηδώντας κορμιά.
-Ποια είναι η Μαριλίζ, ρώτησα διακριτικά.
-Η κοπέλα μου, είπε το κελεπούρι.
Όχι για πολύ, είπα εγώ. Από μέσα μου φυσικά.
(συνεχίζεται πολύ πιο χοτ. Το καλοκαίρι δεν είναι για εμπόριο παίδες. Αν ήταν, θα ήμασταν πλούσια χώρα και δεν θα πέφταμε στην ανάγκη των εχθρικών φαντς).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News