1227
|

Μα τον άγιο

Avatar Νίκη Κόλλια 30 Μαΐου 2011, 23:41

Μα τον άγιο

Avatar Νίκη Κόλλια 30 Μαΐου 2011, 23:41

Για να φας στην οικογένειά μου ένα  αυγό μελάτο, από εκείνα των δύο λεπτών sharp, κάθε κουταλιά του ισοδυναμούσε με  μιάμιση παράγραφο μιας ιστορίας.

 Εννιά τα στόματα των εγγονιών της κυρίας Νίκης, χιλιάδες τα αυγά- κατευθείαν από τα πολυτελή κοτέτσια στο κτήμα- μετρημένες οι κλασσικά -και ανεξίτηλα εικονογραφημένες στον εγκέφαλό μου- ιστορίες. Ίδιες και σταθερές (ακόμη και ως προς τις λέξεις τους) έκαναν για χρόνια πολλά άριστα την προγραμματισμένη δουλειά τους, τόσο μάλιστα που τα μισά ξαδέρφια μου έχουν ήδη χοληστερίνη. <<Μια κουταλιά για τη γιαγιά>> σου έλεγε η γιαγιά με τρόπο που δεν σε έπαιρνε να αντιμιλήσεις π.χ. <<μα γιαγιά βρωμάει αβγουλίλα>>, αφού πριν μυρίσεις αυτή την αβγουλίλα του ωμού αυγού, είχε ήδη προσγειώσει με σιγουριά κυβερνήτη πολεμικού αεροσκάφους, και άνευ αντίστασης στην τρύπα του στόματός σου μια γερή κουταλιά αυγό ανακατεμένη με το ψωμάκι από τον ξυλόφουρνο του μακρινού κουμπάρου και επιτρόπου του μητροπολιτικού ναού. 

Όπως σε κάθε οικογένεια που σέβεται την ιστορία της, έτσι και στη δικιά μας που 'ναι κομματάκι ιστορική, κυκλοφορούσαν σαν φυλακτά παραμάσχαλα πλήθος ιστοριών, όλες αληθινές εκατό τοις εκατό και με πολλή σάλτσα σαν τις μακαρονάδες της, οι οποίες επιλέγονταν να εκφωνηθούν ως συνοδευτικές ανάλογα με το μενού, το εγγόνι που  ταϊζόταν και τη διάθεση της γιαγιάς.

Στη δική μου περίπτωση (που από μωρό ήξερα χάρη στις γνωριμίες της  μητέρας μου με αγάλματα, συγγραφείς και κτίρια άπειρες ιστορίες, και που όταν ήμουν μωρό η γιαγιά μου ήταν ήδη μεγάλη ως  γιαγιά και έτσι δεν πολυκάναμε παρέα) τα φαγητά συνδυάζονταν πολύ ωραία  με δυο μονάχα ιστορίες.

Με το αυγό μου, τα κομμένα φρούτα (μήλο, αχλάδι και πορτοκάλι) και τις φακές άκουγα την Μιμίκα, που ο μύθος έλεγε πως τούτη η αγαθή κόρη ενός πιο αγαθιάρη πατέρα-βαφτισιμιού του παππού μου,  χάθηκε την τρίτη κιόλας μέρα του πρώτου της σχολικού έτους σε κάτι χωράφια και κινητοποίησε για χάρη της όλη την αστυνομική, στρατιωτική και πυροσβεστική και όχι μόνο δύναμη της περιοχής, και το φχαριστιόμουν πολύ σαν έφτανε η γιαγιά μου στα ουρλιαχτά της δασκάλας της μικρής, της κυρίας Μαρίας, με τα δέκα βραχιόλια να κουδουνίζουν, πολύ φιλενάδας της μητέρας μου.

Μα με την ψαρόσουπα  φχαριστιόμουν απίστευτα την ιστορία ενός μικρού ρώσου αγίου που έφυγε μες τα αίματα από την Κύπρο και ήρθε και εγκαταστάθηκε στην οικογένειά μας χαράματα της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου του 1974 και ναι το ομολογώ την ευχαριστιόμουν τόσο τούτη την ιστορία που ξεχνούσα ότι σιχαίνομαι την ψαρόσουπα.

Η ιστορία ξεκινά όχι με τον άγιο, αλλά με τον θείο μου,  τον πιο όμορφο, ενάρετο και μορφωμένο θείο του κόσμου, που εκτός από θείος, στρατιωτικός, ζωγράφος και έξυπνος (έλυνε όλες τις ασκήσεις των μαθηματικών μου αμέσως βλέπετε) έκανε και εκπληκτικούς γάμους. Αυτός πάντρεψε όλες τις μπάρμπι μου με τους Κεν τους και δεξιώθηκε 100 και βάλε καλεσμένους σε κτήμα με πισίνα και ειδικό στολισμό.

Και καθώς έτρωγα  το λιωμένο καροτάκι με την σφυρίδα της ψαρόσουπας, ο θείος μου, εμφανιζόταν μπρος μου πάνω σε άλογο, ωραίος και λαμπερός, όχι με στολή αλλά με τζινάκι και κολώνια paco rabanne, να σκοτώνει τους δράκους, και να φέρνει ειρήνη στη γη και μαζί και κάτι νόστιμα κουλουράκια από τα χεράκια του.

Αυτόν τον θείο, στην ένστολη όμως version του, καμάρωνε τόσο και ο  παππούς μου και έτσι περήφανος έπεσε ένα βράδυ Αυγούστου να κοιμηθεί. Και εκεί μες τον βαθύ του ύπνο, κάτω ακριβώς από το εικονοστάσι με τις εκατό μικρές εικονίτσες της γιαγιάς μου και δίπλα στο ανοικτό παράθυρο με το σκαρφαλωμένο ανθισμένο γιασεμί, είδε λέει όνειρο έναν καβαλάρη σε άλογο, ένστολο -σαν εύελπις και αυτός ένα πράγμα και έτσι ωραίος και ευθυτενής σαν το παιδί του που έλειπε στα ξένα και κείνος- αφού κάλπασε ώρα πολλή και κουράστηκε κάθισε δίπλα στον παππού μου  σε ένα παγκάκι σε κάποιο ξέφωτο. (Τώρα που βρέθηκε το παγκάκι μες το όνειρο και σε ποιο ξέφωτο κάτσανε είναι μια άλλη ιστορία, που λόγω πνευματικής ιδιοκτησίας του παππού μου επί του ονείρου δεν μπορώ να την αλλάξω και να επέμβω)

Και σαν ο παππούς μου λοιπόν συνάντησε στο όνειρό του τον καβαλάρη, εκείνος του είπε πως είναι πολύ κουρασμένος  από τον πόλεμο, τα αίματα και τους νεκρούς του και αφού του έδειξε εκατό μικρές τρυπίτσες στο στήθος του και την παλιά πολεμική στολή του (σαν αυτή που φυλάει ο πατέρας μου στο πατάρι του κτήματος) ζήτησε να τον φροντίσει.

Από δω και κάτω αρχίζει η παρέμβαση της γιαγιάς μου στο όνειρο του μακαρίτη άνδρα της.

 <<Και τότε ο καβαλάρης ζήτησε από τον παππού σου να τον φέρει σπίτι μας, και βάλαμε τη Δήμητρα (όπου Δήμητρα η κυρία που έκανε τις δουλειές) να του πλύνει τα πόδια, και αφού τα σκούπισε ευλαβικά, του έδωσα καθαρές πιζάμες -από εκείνες τις μεταξωτές με τα μικρά μοβ πουά- και τα καινούρια ξυριστικά του Νιούνιου, που είχε για να επιδιορθώνει το μουστακάκι του και τέλος αφού φόρεσε και τις παντόφλες του παππού σου, ο καβαλάρης μας ζήτησε ένα ποτήρι κρασάκι (από τα αμπέλια του κυρ Νιούνιου κυρά Νίκη μου, έτσι είπε ο κατάκοπος)>> και επειδή η γιαγιά μου δεν πρόσφερε ποτέ κρασί ξεροσφύρι έριξε έναν κόκορα αλανιάρη στην κατσαρόλα να τσιγαρίζεται μαζί με την κανέλα του, έφτιαξε και μια κατακόκκινη μακαρονάδα με μπόλικο βουτυράκι να γλείφει και τα μουστάκια του ο άγιος με τα συμπάθιο.

Και ύστερα σαν ξύπνησε ο παππούς από αυτό το υπερπαραγωγή ταβέρνας όνειρο, ήρθε  ο Αττίλας στο νησί που ήταν ο θείος μου, και αυτός αγνοούμενος για κάνα μήνα, και μετά πέρασε, και ύστερα ο παππούς μου έφυγε για μια εκδρομή με πρακτορείο και ενορία σε μοναστήρια της Εύβοιας, και εκεί μέσα σε μια σκοτεινή εκκλησία συνάντησε ξανά τον επισκέπτη του ονείρου του, λιτό και ασκητικό να στέκει μπρος του σε μια μαυρισμένη εικόνα, φτωχός, ξυπόλητος και γαλήνιος, δίπλα στα αναμμένα καντηλάκια και τα τσίγκινα τάματα και καθώς οι δυο άνδρες κοιτάχθηκαν στα μάτια, ο άγιος πήρε τη μορφή του θειού μου και ο παππούς μου που είχε μεγάλη αγάπη στο θειο μου, βρήκε ζωγράφο και όχι αγιογράφο και τον έβαλε να σχεδιάσει τούτον τον άγιο κατ’ εικόνα και καθ ομοίωση του θείου μου  που έζησε από θαύμα σε εκείνο τον πόλεμο.

Ένας άγιος για έναν νέο άνδρα.

Και άνοιξε εκκλησία ειδικά για αυτόν τον άγιο, δίπλα στη θάλασσα μέσα σε ένα κτήμα, και  εκεί κάπου ανάμεσα στα αμπέλια, τα πεύκα και τα πεσμένα στο χώμα κουκουνάρια, κάθε χρόνο την ημέρα της μνήμης του αγίου στις 27 Μαΐου, 36 χρόνια τώρα στήνεται πανηγύρι.

Για έναν άγιο λιγάκι άγνωστο, που ήρθε από τη Ρωσία, πολέμησε σε πόλεμο, έζησε μες τα αίματα και δόθηκε σκλάβος. Και μαζί με τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, και ο θείος μου ο Γιάννης,  όμορφος, δυνατός, συνετός και ανδρείος, που βρέθηκε στην Κύπρο, έζησε την κόλαση μες τα αίματά της, σώθηκε χάρη σε μια εικονίτσα φυλακτό και  έχει ψυχή κατακόκκινη σαν φράουλα με ζάχαρη κονιάκ και μέλι.

Τούτο τον Άγιο γιορτάζει χθες και σήμερα η οικογένεια μου, ανοίγει η εκκλησία ειδικά, και μετά την πρωινή λειτουργία, η μητέρα μου ανοίγει τα μεγάλα τραπέζια στο κτήμα κάτω από τα δυο πλατάνια μας, δώρο του άλλου παππού από το ποτάμι του στα Γιάννενα, και έρχονται κατά το μεσημέρι οι φίλοι μας, πολλοί και καλοί, και όλοι γελαστοί τρώνε τα άπειρα φαγητά της μαμάς μου, φωνάζουν και γελούν, μια μεγάλη παρέα ύμνος στο νόημα της  ζωής.

Και πάντα εκεί, λίγο πριν το γλυκό κοιτώ λοξά το θειό μου, που κάθεται δίπλα στον πατέρα μου και κείνος εύθυμος φωνάζει και γελά και γώ κλείνω τα μάτια και τον βλέπω όνειρο, όχι πάνω σε άλογο, ούτε στην πρώτη γραμμή του πολέμου μες τα αίματα, τον βλέπω εκεί κάτω στο πάτωμα, στα τέσσερα, να παντρεύει μαζί μου τις κούκλες μου και να φτιάχνει μπομπονιέρες και νυφικά, και ναι μικρή μου Αριάδνη, είσαι τυχερή με έναν τέτοιο παππού, και ας είσαι μακριά.

Είναι ωραία η ζωή, σου λέω Αριάδνη, μα τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσο, στο ορκίζομαι…

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News