(Μπορεί οι φοβίες που περιγράφονται παρακάτω να μην έχουν αναγνωριστεί από τη σύγχρονη ψυχιατρική, ωστόσο η αποδοχή τους από την επιστημονική κοινότητα είναι ζήτημα χρόνου. Στο μεταξύ την παλεύουμε όπως μπορούμε – ή δεν την παλεύουμε, και χαπακωνόμαστε αβέρτα και τρέμουμε όπως το βυζί στο Harlem Shake).
Κοινοχρηστοφοβία: Ο φόβος ότι ο κοινοχρηστάς θα σε αιφνιδιάσει την ώρα που ακούς μουσική στη διαπασών ή μιλάς μεγαλόφωνα στον διάδρομο, οπότε δεν θα μπορείς να προσποιηθείς ότι λείπεις ή ότι έχεις πεθάνει χωρίς να βρομίσεις, και θα πρέπει ν’ ανοίξεις και να πλερώσεις τα κοινόχρηστα που χρωστάς απ’ το Μάη του ’68, τότε που ο Κον-Μπεντίτ ακόμα ψήλωνε, άλλο που τι διάλο πληρώνεις είναι άγνωστο, διότι έτσι κι εμείς όλο το χειμώνα ξεπαραδιαζόμασταν για το φυσικό αέριο, και το μόνο αέριο ήταν η διαχείριση που μας είχε κλασμένους, διότι μες στο σπίτι επικρατούσε πολικό ψύχος και διαμαρτύρονταν οι τάρανδοι, και το βράδυ στην κρεβατοκάμαρα που μπάζει κοιμόμασταν με έξι κουβέρτες, παλτό, αρβύλες αλπινιστή και σκάφανδρο, κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε, για να μην παγώσει ο στόμας ανοίγοντας και πέσει η κουβέντα μαζί με τη γλώσσα και τη μασέλα, τα γράφαμε με τα χνώτα μας στο τζάμι («Σκέφτομαι να αυτοπυρποληθώ μπας και ζεσταθώ» – «Σιγά μη βρεις αναπτήρα που δουλεύει») και ήταν πολύ ρομαντικά.
Τραγκοφοβία: Ο τρόμος ότι ο ταξιτζής που θα πάρεις αχάραγα, όταν ακόμα είσαι με την τσίμπλα-Σβαρόφσκι στο μάτι και νιώθεις ανυπεράσπιστος απέναντι στον σκληρό και κάλπικο ντουνιά, θα ακούει Τράγκα στην τσίτα – ο οποίος Τράγκας έχει μαθητεύσει στην ίδια σχολή ορθοφωνίας με τη Μοιραράκη, κι εκεί που τα λέει έτσι μπάσα και μαγκίτικα σαν τον Νίκο Φέρμα σε ρόλο προπολεμικού μπαγάσα, ξαφνικά πατάει κάτι ουρλιαχτά σαν την ελεφαντίνα τη στιγμή που τον τρώει και σου κόβεται το ήπατο απ’ την τρομάρα, χώρια που στο μεταξύ έχεις φλομώσει απ’ τη μαλακία και θες μετά εξορκισμό με την "Κριτική του καθαρού λόγου" για να συνέλθεις.
Αραιοφοβία: Ο επίμονος φόβος ότι το κούτελό σου θα εξακολουθήσει να ανυψώνεται μέχρι να γίνει σαν του Πάγκαλου (χωρίς τις κάθετες ρυτίδες-νυχιές αετού), κι ότι η αραίωση θα εξελιχθεί σε καράφλα, και θα πρέπει μετά να σκάσεις ένα σωρό λεφτά για εμφύτευση (ειδάλλως απ’ την ανασφάλεια και πάλι γιατροί θα σ’ τα φάνε, απλώς θα είναι τρελογιατροί), που μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα, διότι όπως μεταφυτεύεται η κωλότριχα η σγουρή ξυπνάς μια μέρα με μαλλί διφασικό, χώρια που αρχίζει το μέτωπο να συγκαίγεται και θέλει ταλκ και μωρομάντηλο.
Μοντεμοφοβία-Ρουτεροφοβία: Ο φόβος ότι ξαφνικά το μόντεμ ή το ρούτερ (που δεν έχεις ιδέα τι είναι αλλά κάνεις την πάπια, κι άσ’ τα σάπια, σε μένα μιλάς) θα κλατάρει ξαφνικά και θα μείνεις χωρίς ίντερνετ για άγνωστο χρονικό διάστημα, κάτι που ισοδυναμεί σε επίπεδο φοβίας με το να σε ρίξουν σε λάκκο με κατσαρίδες κολωνακιώτισσες, διότι έτσι αποκομμένος απ’ την κοινωνία της πληροφορίας και της ενημέρωσης πώς θα πληροφορήσεις τα πλήθη που αγωνιούν να μάθουν τι έφαγες για πρωινό κι αν σου ’κατσε βαρύ, πώς θα κατεβάσεις το επόμενο επεισόδιο Game of Thrones, και πώς θα ακούσεις στη ζούλα Gangnam Style και τον Μπίμπερ με το μπιμπερό, που κανονικά στις συναυλίες του θα έπρεπε να στήνει καραούλι το Ηθών για εφηβοτραγανίστρες μιλφ, διότι πού πας, κυρά μου, κι ωρύεσαι για το μειράκιο, που αν ήσουν άντρας και ξεροστάλιαζες το ζυγούρι το αμάλλιαγο θα σε μαντρώναν; (Στην περίπτωσή μας μάλιστα, μέσα σε δέκα χρόνια αρμονικής συνύπαρξης, η μόνη φορά που βρεθήκαμε στα πρόθυρα σκοτωμού ήταν όταν για πρώτη φορά αποκτήσαμε γρήγορο ίντερνετ, και το μόντεμ που είχαμε αγοράσει ήταν πιο καμένο κι απ’ τον Καμμένο, και μέχρι να ’ρθει ο μάστορας είχαμε γίνει σαν τη Λιβ Ούλμαν και τον Έρλαντ Γιόζεφσον στις "Σκηνές από ένα γάμο" του Μπέργκμαν).
Φακελοφοβία: Ο ανείπωτος πανικός που αισθάνεσαι όταν κατεβαίνεις το πρωί να πετάξεις τα ογδόντα άδεια μπουκάλια κρασιού στη ζούλα (άλλο που απ’ το γκλιν-γκλον ξυπνούν οι νεκροί και καψώνει ο Μπουκόφσκης στο υπερπέραν), και πεσμένους στο πάτωμα σαν το ηθικό σου αντικρίζεις τους γκαστρωμένους φακέλους με τα χρέη, τους λογαριασμούς και τα φέσια. Υγιείς αντιδράσεις περιλαμβάνουν: α) να τους πετάξεις όπως είναι στην ανακύκλωση, ιδίως αν δεν τους έχει δει το Κουτάβι, που βέβαια θα διαβάσει αυτό το κείμενο οπότε μόλις καρφώθηκα ο μπετόβλακας, πάνω που είχε πιστέψει τους όρκους μου ότι το ’κοψα το χούι, β) να τους παραχώσεις σε ανήλιαγο συρτάρι μαζί με τους προηγούμενους – έτσι κι αλλιώς θα ’ρθουνε κι άλλοι, όρεξη να ’χεις να μαζεύεις χαρτούρα, και γ) να χώσεις το κεφάλι σου κάτω απ’ το μαξιλάρι και να κλάψεις γοερά για τα χαμένα χρόνια της αθωότητας και των καταναλωτικών δανείων, ελπίζοντας πως όταν ξεμυτίσεις οι φάκελοι και το άχθος τους θα έχουν εξαφανιστεί (μέχρι στιγμής δεν μου ’χει πετύχει, αλλά ποτέ δεν ξέρεις).
Κερματοφοβία: Ο φόβος ότι θα ξεμείνεις πάλι στο τέλος του μήνα, και θα πρέπει να στραφείς για τις αναγκαίες συναλλαγές στο πανεράκι με τα κέρματα, κι ούτε καν τα χρυσά της προκοπής, αλλά τα μπακιρένια που πιάνουν μάκα και δεν ξέρεις αν είναι δίλεπτα ή πεντάλεπτα, και για να πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα θες δυο μαξιλαροθήκες ψιλολοΐδι, και σε παίρνει πρέφα κι όλη η γειτονιά διότι βροντάς σαν τη Γερακίνα με τα βραχιόλια τα Psolie-Psolie, το δε σούπερ μάρκετ δεν το συζητάμε, εκεί θες τσουβάλι του αμμοχάλικου για δυο εβαπορέ κι ένα κωλόχαρτο με μηδέν φύλλα (τουτέστιν με το χέρι, όπως οι γορίλες στην ομίχλη που δεν βλέπουν κιόλας), και βλαστημάνε οι έρμες οι ταμίες που πρέπει ξανά-μανά να ξεσκαρτάρουν το πλιάτσικο του παγκαριού του πάτερ Σφιχτοσούφριου, χώρια που μπορεί να πέσεις σε αναγνώστη σου και να χάσεις και τα τελευταία υπολείμματα αυτοσεβασμού, διότι και πνευματικός άνθρωπος και μπατίρης, ε, πάει πολύ, ιδίως άμα έχεις βγει με την πιτζάμα που ’χει από πίσω μια τρούπα σαν του όζοντος και χάσκει το μερί σου.
Κτηνοφοβία: Φόβος παλιός αλλά ουχί ξεπερασμένος, ότι ξαφνικά εκεί που κάθεσαι αμέριμνος στον καναπέ και διαβάζεις τον Κάφκα σου να ξαλεγράρεις, απ’ το παράθυρο θα μπει ιπτάμενη κατσαρίδα-κτήνος, και δεν θα ’ναι και το Κουτάβι σπίτι να τη φονεύσει και μετά να σε πάρει αγκαλιά μέχρι να σου φύγει το αναφιλητό και η τρεμούλα. Ανάμεσα στις ποικίλες αντιδράσεις ξεχωρίζουν: α) η αποφυγή-απόδραση, όπου τρέχεις και κλειδώνεσαι στο υπνοδωμάτιο (μόνο που αυτές οι ρουφιάνες χωράν να περάσουν κι απ’ την τρύπα της βελόνας άμα θέλουν, και μπορεί να βρεθείς εγκλωβισμένος με τον Λεβιάθαν τον απέθαντο στο μπάνιο του μισού τετραγωνικού, άσε που είναι χειρότερο μετά που γυρνάς και δεν ξέρεις πού είναι κι από πού θα σου ορμήσει πάνω που πας να χαλαρώσεις), β) η εκσφενδόνιση τυχαίων αντικειμένων, διότι όπως όλοι ξέρουμε οι κατσαρίδες είναι παροιμιωδώς ευαίσθητες κι ευπαθείς σε μικροτραυματισμούς, εμένα να ρωτήσετε που ’χω ρίξει σε μια ρουφιάνα μελαχρινή τη σοβιετική εγκυκλοπαίδεια μαζί με το σιδηρούν παραπέτασμα, και είχα κάτσει και πάνω, κι όταν σήκωσε τους τόμους η πυροσβεστική που ’χα ειδοποιήσει για πυρκαγιά από αυτοανάφλεξη γιαγιάς, η κατσαρίδα τους είπε «Κάτσε κάτω απ’ την μπάρα», και γ) φυγή από το σπίτι (ή και μετακόμιση), που είναι και η πιο σίγουρη και υγιής λύση.
Ιπποφαγοφοβία: Η φοβία ότι το οτιδήποτε τρως μπορεί μια ωραία πρωία να διαπιστωθεί ότι περιέχει ίχνη από κρέας αλόγου, και να σου βγει το παιδί μικρό μου πόνι κι ο παππούς να σηκώνεται το χάραμα να κατουρήσει και να χλιμιντράει λόγω προστάτη, και γενικώς χέσε μέσα κατάσταση, δεν ξέρεις τι τρως πια, άλλο που εγώ είμαι η καταβόθρα η ασύστολη και τα επίμαχα κεφτεδάκια θα συνέχιζα να τα τρώω μακάρι να ’χανε μέσα κι αλεσμένο νύχι βραδύποδα, τη δε τούρτα αμυγδάλου με το κωλοβακτηρίδιο δεν τη συζητώ καν, σκατά να φάω στην κυριολεξία, και ευχαρίστως.
Μπιχλοφοβία: Ο φόβος ότι η μπίχλα που ’χει μαζέψει το σπίτι μια μέρα θα αποκτήσει συνείδηση και θα αποφασίσει να αποτινάξει τον ανθρώπινο ζυγό, όπως σε εκείνο το αριστούργημα του Σιάμαλαν, το "Συμβάν", που άρχιζε να αυτοκτονεί ο κόσμος επειδή τον κυνηγούσανε οι βρούβες και του ’λεγε το μπρόκολο την ώρα που το ’βραζε να φουντάρει για να κατακυριεύσει την υφήλιο με τα σαλατικά και να βγάλουν απ’ την κρυονική τους φυλακή τις μπάμιες-συντρόφους του Μπαρμπαστάθη, όπου τα χνούδια στον διάδρομο (η Μπέτυ κι ο Σαράντης – ξέρω ότι δεν πρέπει να τα βαφτίζω, αλλά έπειτα από τόσους μήνες αγαστής συνύπαρξης έχω δεθεί) θα βγάλουνε δόντια και νύχια και θα με κυνηγάνε, και η μάκα του νεροχύτη θα αρχίσει να αναδίδει παραισθησιογόνα αέρια και θα νομίσω ότι έχω κορμάρα γραμμωμένη και θα βγω με μπλουζάκι λύκρα και θα εχτεθώ ανεπανόρθωτα που ’μαι σαν το φρουί ζελέ.
Σαπιοκοιλοφοβία: Ο καθ’ όλα εύλογος τρόμος του αιφνιδιαστικού και -φευ- μη αναστρέψιμου ξεχειλώματος των σαράντα, όπου, εκεί που ’χεις περάσει όλη σου τη ζωή παίδαρος (λέμε τώρα) με σωματικό λίπος κάτω το δύο τα εκατό (ξαναλέμε τώρα), μια μέρα θα ξυπνήσεις και στο αμάξι η κόρνα θα πατιέται από μόνη της, και θα μπορείς να ξεπαρκάρεις ανασαίνοντας και τη δουλειά θα την κάνουν οι δίπλες σου, οπότε για να σωθείς ξεκινάς διατροφή και γυμναστήριο, εκτός αν ανήκεις, όπως εγώ, στους άτυχους που πάσχουν επίσης από πρασινοφοβία (που δεν έχει σχέση με το παλιό ΠαΣοΚ, αλλά είναι ο θανάσιμος φόβος της πρασινάδας, όπου προτιμάς να κόψεις τις φλέβες σου παρά να κόψεις σαλάτα) και τουμπανοφοβία (όπου τρέμεις ότι με το που θα πατήσεις το πόδι σου στο γυμναστήριο, με τη φόρμα τη χαχόλικη και το μπλουζάκι του ύπνου το ξεχειλωμένο για να κρύβεται η αβάσταχτη πλαδαρότητα του είναι, θα δεις ξαφνικά μαζεμένα τα τούμπανα με τον δικέφαλο και τον κοιλιακό που σηκώνουν εκατόν ογδόντα κιλά για ζέσταμα, κι έπειτα θα κοιταχτείς στον καθρέφτη και θα δεις τον ακέφαλο και τον προκοιλιακό – ειδικός μυς που αναπτύσσεται στα τελευταία στάδια της ξυγκοποίησης, για να βαστά το προκοίλι και να μην κρεμάσει ως το κότσι – που αγκομαχάς για να σηκώσεις και το βάρος της συνείδησής σου, και θα πεις "αποθανέτω η ψυχή μου μετά των Αμπερκρόμπι" και θα κρεμαστείς από κάποιο όργανο βασανιστηρίων, αφήνοντας στη διαθήκη σου όρο να θάψουνε μαζί σου και πέντε-έξι τεκνά απ’ τα παρευρισκόμενα, όπως οι σκλάβοι με τον Φαραώ, διότι δεν ξες τι γίνεται, σούρνονται και νεκροφάνειες, οπότε ξυπνάς στο κιβούρι και βολεύεσαι).
Κλασματοφοβία: Ο φόβος ότι το media player θα καθυστερήσει να πάρει μπρος για να απολαύσεις ολόκληρη την πρώτη σεζόν του "House of Cards" σερί απ’ το πρωί ως το βράδυ (ηδονή απερίγραπτη, που συνιστώ σε όλα τα απροσάρμοστα σαν και του λόγου μου που προτιμάν τη φαντασία απ’ την πραγματικότητα), και για κλάσματα του δευτερολέπτου θα αναγκαστείς να δεις κάποιο απ’ τα κουπούκια της ελληνικής τηλεόρασης να βρυχώνται, και θα πάθεις ξεκαύλωμα ανάλογο με το να περιμένεις το Κουτάβι να γυρίσει απ’ το γυμναστήριο ιδρωμένο και με το μούσκουλο τέντα, και να ’χεις βάλει και μουσική χαμουρέματος με το χρυσό σαξόφωνο (γνωστό και ως χυσόφωνο) και να χτυπάει το κουδούνι και ν’ ανοίγεις με τη λαγνεία στο μάτι και να ’ναι ο κοινοχρηστάς που λέγαμε, και να ρωτάς από πότε έχω να πληρώσω, και να σου απαντά απ’ τον Φεβρουάριο, και να λες Νταξ ρε παιδί, χαλαρά, τι ψυχή έχουν τρεις μήνες, και να σου λέει, όχι, εννοώ τον Άγιο Φεβρουάριο του Μούτση, του ’72.
Ομοφυλογαμοφοβία: Ο βάσιμος φόβος ότι, έτσι και αναγνωριστεί στους γκέι το δικαίωμα του γάμου, θα ξεσπάσει κύμα ασυγκράτητης εγκληματικότητας, μαζικές ληστείες νυφικών, πιθανώς δε και παγκόσμιος πυρηνικός όλεθρος. Αντιμετωπίζεται απλά, κουνώντας καλά-καλά το κεφάλι για να κατακάτσει η μαλακία.
Σταμποφοβία: Ο τρόμος που πλήττει τα καλοκαίρια εμάς τους δύσμοιρους που γεννηθήκαμε με διπλούς ιδρωτοποιούς αδένες και χύνουμε το δρωτάρι με τον κουβά, ότι πάνω που θα ’χεις βάλει το ωραίο σου το μπλουζάκι το γαλάζιο και θα ροβολάς στη ρούγα ανέμελος κι ωραίος, ξαφνικά θα νιώσεις κάτι υγρό και σιχαμερό σαν την πρώτη "δύσκολη μέρα του μήνα", και θα διαπιστώσεις ότι το γαλάζιο κάτω απ’ τα βυζά και γύρω απ’ τις κοιλιακές λαπατσούρες έχει γίνει μπλε του μεσονυχτίου, και σε λίγο να δεις που θ’ αρχίσει να ιδρώνει η πλάτη σου, που δεν υπάρχει Θεός, ρε παιδί μου, εμ, πλάτη τίγκα στη γοριλλότριχα, εμ, να ιδρώνει; και μέχρι να φτάσεις στο καφέ όπου όλοι οι υπόλοιποι κάθονται αμέριμνοι στον ήλιο χωρίς να ιδρώνει μήτε η πατούσα η γυμνή στο σταράκι, θα γυρίσουν και θα δούνε τις κηλίδες του τεστ Ρόρσαχ στην κορμάρα σου την παράξενη, κι ο ένας θα πει: «Εγώ βλέπω το πρόσωπο της μητέρας μου να με μαλώνει επειδή δεν έκανα αρκετές ώρες πρόβα στο βιολί», ο άλλος «Εγώ βλέπω τον νεκρό μου παππού να με λέει ντιγκιντάγκα» κι ο τρίτος, «Εγώ πάλι βλέπω έναν λέτσο λαπά που στάζει πατόκορφα». (Κι επειδή η λύση δεν είναι να ψεκάζεσαι ολόσωμα με αποσμητικό, σου απομένει μόνο η εναλλακτική του Ζορρό, διότι στο μαύρο δεν φαίνεται ο ιδρώς, άλλο που φουλτακιάζεις απ’ τη ζέστη επειδή το μπλουζάκι τραβάει πιο πολύ φως κι από μαύρη τρύπα).
Φουμπουφοβίες: (εκ του εύηχου εξελληνισμού του Facebook σε φου-μπου). Ευρεία κατηγορία νευρώσεων που περιλαμβάνει πολλές και ποικίλες φοβίες που συνδέονται με την δραστηριότητα του πάσχοντος στο Facebook. Μεταξύ αυτών:
Ολιγολαϊκοφοβία: Ο φόβος και τρόμος ότι η ανάρτησή σου θα μαζέψει λιγότερα likes απ’ αυτά που προσδοκάς – ο οποίος, παραδόξως, πλήττει συχνότερα και σε δραματικότερο βαθμό τους χρήστες με πολλά likes, εξωθώντας τους σε ακρότητες, αυτοψυχαναλύσεις και αναρτήσεις αγαπησιάρικων φωτογραφιών με χνουδωτά ζωάκια και ηλιοβασιλέματα με αισιόδοξα μηνύματα αυτοβοήθειας, ιδίως όταν πρόκειται για ημιαφανείς συγγραφείς με λογόρροια και πλήθος άλλων ψυχικών διαταραχών. (Για άμεση αντιμετώπισή της, συνίσταται η ανάρτηση τραγουδιού ή φωτογραφίας ενός εκ των Αγίων του Facebook, όπως ο λατρεμένος μου Χατζιδάκις – ρίξε έναν "Κεμάλ" και δες για πότε αναπτερώνεται το ηθικό σου – ή το "Friday I’m in Love", πρωί Παρασκευής, άλλο που πλέον η συγκεκριμένη ανάρτηση θα ’πρεπε να διώκεται ποινικά διότι πια ακούω Cure και θέλω στριφτές πατάτες απ’ τα Friday’s).
Ελυτοφοβία: Ο παραλυτικός φόβος ότι με το που θα συνδεθείς θα αντικρίσεις το απόφθεγμα του Ελύτη για την ελιά, το αμπέλι και το καράβι, που αν ήταν έτσι, μάνα μου, τότενες γιατί είναι η έρμη η χώρα σε αποσύνθεση μόνιμη και κανείς δεν την ανασυνθέτει, χώρια που εγώ αυτό με τα εξαρτήματα που θέλουν συναρμολόγηση τα τρέμω, διότι δεν πιάνουν τα χέρια μου ντιπ για ντιπ – ξεκινάω να φτιάξω πορτατίφ του ΙΚΕΑ και μου βγαίνει εικονοστάσι – οπότε έτσι και βρισκόμουν μ’ αυτά τα τρία (που εδώ που τα λέμε θέλει να ’σαι ο Μαγκάιβερ τουλάχιστον) θα κατέληγα όχι με Ελλάδα αλλά με το Κιργιστάν που δεν ξέρω και κατά πού πέφτει κι αν περπατιέται στον γυρισμό ή αν θα με φάει ο Λύκος της Στέπας που τι του βρίσκουνε του κερατά ποτέ δεν κατάλαβα, άσε που δεν ξέρω αν προφέρεται Έσε ή Χέσε και κομπλάρω.
Μουσικολληματοφοβία: Ο φόβος ότι κάποιος θα ’χει ποστάρει ένα κομμάτι, καινούριο ή παλιό δεν έχει σημασία, που θα σου κολλήσει όπως η πεταλίδα στον βράχο, και θα τ’ ακούς όλη μέρα, προκαλώντας στους γύρω την παρόρμηση να σε αγκαλιάσουν σφιχτά γύρω απ’ τον λαιμό με τον αγκώνα, όπως εκείνο το πρωί που του Κουταβιού του ’χε κολλήσει το "Skyfall", που είναι μια χαρά κομματάρα, αλλά επειδή, βλέπεις, είχε να αντιμετωπίσει το θηρίο που λέγεται "Βρομάνθις Ερέβους: η λάντζα χιλιάδες φορές", το ’χε βάλει να παίζει λούπα και στη διαπασών, κι εγώ τώρα να μεταφράζω τον αμετάφραστο ακούγοντας τσίτα Βάγκνερ για να μη λαλήσω απ’ την Αντέλ (που αν την είχα μπροστά μου… όχι, δεν θα τη σκότωνα, γιατί είναι αξιολάτρευτη η ρουφιάνα έτσι γελαστή κι αφράτη – μάλλον θα την έριχνα κάτω και θα της τσιμπούσα τα ψωμάκια), ώσπου στο τέλος τον ικέτευσα γονυπετής να αλλάξει ρεπερτόριο, ακόμα κι αν επρόκειτο να το γυρίσει σε παραδοσιακά ηπειρώτικα, απ’ αυτά που τ’ ακούς και λες, τι κρίμα να μην έχω και μια ηπειρώτικη κεφάλα-τάβλα, να πιάνει κέντρο όταν τη βαράς σε κοφτερή γωνία. (Έκτοτε, όποτε ακούω τις πρώτες νότες απ’ την εισαγωγή του "Skyfall" τρέχω αυτομάτως στην κουζίνα και πλένω τα πιάτα – κι αν δεν έχει άπλυτα, σπάω ένα αυγό πάνω στα καθαρά, που είναι η ψύχωσή μου το χυμένο αυγό, και κάλλιο το ’χω να μου μπουχύσεις στο πάτωμα το αίμα του Άλιεν που ’ναι χειρότερο κι απ’ το κεζάπι, παρά το ασπράδι που έρχεται μετά και ζέχνει άμα ξεραθεί σαν το κάτουρο του σερνικού του γάτου στον οίστρο).
Κι εδώ σταματώ, διότι μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν έχω ακόμα κατεβάσει τα σκουπίδια – και άρα μπορεί να με περιμένουν φάκελοι. Κι έρχεται και το θέρος καλπάζοντας, μαζί με τη δρωτσίλα στην αμασκάλη και το βύζο που χωρά ακριβώς σε ποτήρι σαμπάνιας γιατί είμαι σικ γαμώ το κέρατό μου. Και οι κατσαρίδες.
Και μόλις ήρθε η ώρα για το πρωινό μου Tavor. Εβίβα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News