2078
|

Κολασμένη μπαβαρουάζ

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 2 Αυγούστου 2011, 08:17

Κολασμένη μπαβαρουάζ

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 2 Αυγούστου 2011, 08:17

Κατ’ αρχάς, για όσους δε με γνωρίζετε, επιτρέψτε μου να σας συστηθώ: Με λένε Αύγουστο και είμαι γλυκατζής.

Ήμουν το νήπιο που έτρωγε το αυγουλάκι του κι έπινε την πορτοκαλάδα του μόνο και μόνο για την επιβράβευση της κρέμας σοκολάτας από άνθος αραβοσίτου. Το παιδάκι που, τα καλοκαίρια στην παραλία, αντί να κυνηγάει το τόπι του, το σκυλάκι του, το φρίζμπι ή ό,τι άλλο, κυνηγούσε τον λουκουματζή με τους λαδερούς, κοκκαλωμένους απ’ τον ήλιο λουκουμάδες του. Το μπουλουκάκι που περίμενε πώς και πώς την Πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα όχι για να κερδίσει το φλουρί, μα για να σκίσει τα ξεκοιλιασμένα, παραμελημένα κομμάτια των χαμένων. Τη μία φορά που ο θείος μου με πήγε να δω τον Ηρακλή στο Καυταντζόγλειο, πέρασα και τις δύο ώρες αγνοώντας επιδεικτικά το ματς και τους αλαλαγμούς του Εθνικάρα, καθ’ όσον η καρδιά μου ήταν δοσμένη στο μελαμψό σκέλεθρο που αλώνιζε τις κερκίδες μ’ ένα ταβλά φίσκα στο κορνέ, το ροξ και το σάμαλι. Κι όταν με  πήγαιναν να δω τη θειά μου στη Βέροια, το βασικό μου κίνητρο ήταν α) τα ανώμαλα που έφκιανε η εν λόγω θειά μα που δεν τα πλησίαζε μην της κάνουν τη μασέλα καλοκαιρινή, και β) το ραβανί του Χοχλιούρου, που ασφαλώς και δεν περίμενα να γυρίσουμε σπίτι για να του κάνω γιουρούσι, με αποτέλεσμα, φτάνοντας στη Σαλονίκη, το αμάξι να θέλει πλύσιμο (αν όχι ευχέλαιο) και το μαλλί μου να’ χει γίνει μοϊκάνα απ’ τα σορόπια.

Ναι, το ομολογώ, είμαι άρρωστος, ανίατος γλυκατζής. Την επάρατη χρονιά των Πανελλαδικών, στη διάρκεια της οποίας έβαλα τριάντα κιλά – σα γκαστρωμένη με τρίδυμα, που παρά τρίχα τη γλύτωσα την προεκλαμψία – για καλή (ή ολέθρια) τύχη μου είχαν βγει κάτι κρουασάν του εμπορίου με σοκολάτα μέσα-όξω, τα οποία δεν έτρωγα ούτε δυο-δυο ούτε πέντε-πέντε, αλλά κούτα-κούτα (των δώδεκα), χονδρική απ’ το Makro. Τέλος, όταν πλέον το χόνδρος μου είχε φτάσει σε τέτοια ιλιγγιώδη ύψη που δικαιούμουν προσωπικό ταχυδρομικό κώδικα, το ζαχαροπλαστείο του Χατζή (ό,τι κοντινότερο σε επίγειο παράδεισο) άνοιξε δεύτερο μαγαζί ακριβώς απέναντι απ’ το πατρικό μου, και δη μαγαζί που ξενυχτούσε, οπότε, άπαξ και συνερχόμουν κάπως απ’ τα δίπιτα και τις μπίρες και μπορούσα να κουνηθώ (συρθώ), κατέβαινα με το παλτό, την πυτζάμα και την παντόφλα, αγόραζα μια τετράδα χανούμ μπουρέκ και δέκα τετραγωνικά καϊμάκι βουβαλίσιο (αν και στην προκειμένη περίπτωση ήταν λίγο σαν κανιβαλισμός), και κατά τις 4 τα χαράματα κατέληγα ημιθανής στον καναπέ, να βλέπω τη Μοιραράκη και να φαντάζομαι τα χαλιά της σοροπιαστά σαν γιγάντια βεζύρ παρμάκ με γέμιση φυστίκι Αιγίνης (ή, όπως το λέμε σα πάν’, σάν φυστικ).

Όπως είναι εύλογο λοιπόν, ένας άνθρωπος που δεν έχει το ένα sweet tooth που λένε οι Αγγλόφωνοι αλλά τριανταδύο δόντια, όλα τους γλυκά (και τα μισά απονευρωμένα), κάποια στιγμή είναι επόμενο να στραφεί στη ζαχαροπλαστική, ίνα κατευνάσει τον Λεβιάθαν της λαιμαργίας που φωλιάζει στα σωθικά του.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τη μαγειρική, που είχα λίγο-πολύ κουλαντρίσει, και όπου μπορείς να φτιάξεις ωραιότατο φαγί αυτοσχεδιάζοντας και υπολογίζοντας τα υλικά με το μάτι, η ζαχαροπλαστική θέλει επιμονή, υπομονή, ακρίβεια, κατάνυξη, και νεύρα σαφώς πιο γερά απ’ τα δικά μου τα τσαταλιασμένα.

Τα μόνα γλυκά που ήξερα να φκιάνω απ’ έξω ήταν κέκι σοκολάτας και κέκι καρότου, που μας τα είχαν μάθει στα Οικοκυρικά (αρσενοκοίτης, όχι μαλακίες), κι από κει κι έπειτα δεν είχα αποτολμήσει τίποτε πιο προχωρημένο, διότι είμαι ένας απ’ αυτούς τους εξοργιστικά ψωροπερήφανους άνδρες που δε ζητάν κατευθύνσεις όταν είναι χαμένοι με τ’ αμάξι και καταλήγουν στα ρουμάνια με τις ρόδες κολλημένες στη λάσπη – και στο ίδιο πνεύμα βλακώδους ανδρισμού, δεν καταδεχόμουν να ακολουθήσω οδηγίες και συνταγές σαν την καλή νοικοκυρά που’ ναι δούλα και κυρά.

Μέχρι που σε ένα πάρτι, προ μερικών ετών, δοκιμάζω για πρώτη φορά την περίφημη μπαβαρουάζ – απ’ τα χεράκια θεϊκού πιανίστα και κορυφαίου pâtissier – και παθαίνω κλακάζ.

Για όσους δε γνωρίζετε αυτό το θαύμα της ανθρώπινης διάνοιας, η μπαβαρουάζ είναι μια πλούσια κρέμα στητή και ζελεδοειδής, που κατά κανόνα φτιάχνεται με φρούτα και σερβίρεται με κουλί (στα Γαλλικά, όχι στα καλλιαρντά), και σαντιγί, και που είναι να τρώει η μάνα κι όχι απλώς να μη δίνει του παιδιού, αλλά να το στέλνει σε οικοτροφείο εσώκλειστο μέχρι τα δεκαοχτώ για να μην της φάει μήτε κουταλιά – τέτοιο θείον πράμα.

Οπότε, παρ’ όλο που ο φίλτατος δημιουργός με είχε προειδοποιήσει ότι η προετοιμασία της μπαβαρουάζ είναι κατά τι πιο δύσκολη από συναρμολόγηση διαστημικού τηλεσκόπιου με δεμένα τα μάτια, την επομένη κιόλας πάω ο καλός σου στο μανάβη, παίρνω δυο κιλά παχιές και μυρωδάτες φράουλες, πάω και στο σούπερ μάρκετ για τα υλικά, κι επιστρέφω στο σπίτι βέβαιος ότι θα θριαμβεύσω, κι ότι στο μπαούλο μου πεθαίνοντας δε θ’ αφήσω βιβλία όπως ο Πεσσόα, αλλά αποκαλυπτικές φωτογραφίες της εν λόγω μπαβαρουάζ μαζί με μια ολόκληρη, ταριχευμένη.

Το πρώτο κώλυμα, βεβαίως, ήταν η εύρεση της ιδανικής – και πλέον φιλικής προς το χρήστη – συνταγής. Κι ενώ το ίντερνετ είναι ένας θησαυρός ανεκτίμητος (αρκεί κανείς να σκεφτεί την ελευθερία του λόγου που επιτρέπει σε ένα σωρό παράφρονες να σε ξεχέζουν ανώνυμα), τουλάχιστον παλιά, όταν ήθελες να φκιάσεις το κατιτίς σου, άνοιγες τη χιλιοδιαβασμένη και λαδωμένη Χρύσα Παραδείση, ακολουθούσες μία συγκεκριμένη συνταγή, και ησύχαζες. Ωστόσο, μέσα σε πέντε λεπτά είχα βρει ίσαμε τριάντα διαφορετικές συνταγές, εντελώς αποκλίνουσες σε υλικά και τρόπο προετοιμασίας, με αποτέλεσμα να συγκρατήσω έναν αχταρμά απ’ όλες τους – και δη αχταρμά σε ουγγιές και λίβρες.

Ο δεύτερος χάστουκος ήταν η πολτοποίηση της φράουλας, διότι τω καιρώ εκείνω δεν διέθετα μπλέντερ. Βέβαια, συζητώντας το με μια φίλη εκ των υστέρων, μου είχε πει: «Καλά, γιατί δεν τις έτριβες στον τρίφτη;» Έλα ντε! Ίσως εκείνη τη στιγμή ο ανδρισμός που έλεγα πιο πάνω με είχε κυριεύσει, οπότε αφού έπλυνα τις φράουλες τις έκανα πολτό σφίγγοντάς τες στη χούφτα μου – σαν κράμα Παρλιάρου και Σουγκλάκου – με αποτέλεσμα να αχρηστεύσω ένα μπλουζάκι, μια βερμούδα, και να κάνω την κουζίνα σαν στούντιο του Saw VIII: Τα βάρδουλα του Jigsaw.

Με τα χέρια μου μουδιασμένα απ’ το σφίξε-σφίξε, λοιπόν, αρχίζω το βράσιμο – και, ω του θαύματος, τόσο ο πολτός της ίδιας της μπαβαρουάζ όσο κι αυτός του κουλί με υπακούν απόλυτα, και γίνονται ένα χάρμα οφθαλμών και ρουθουνιών.

Όμως αυτή η αναλαμπή αυτοπεποίθησης έμελλε να αποβεί μοιραία – διότι μετά το ανακάτεμα του πολτού με τα ζαχαρούχα και τα ρέστα, έρχεται και η ώρα της ζελατίνας… Μέχρι εκείνη τη μέρα, για να είμαι απόλυτα και φριχτά ειλικρινής, η μόνη μου επαφή με ζελατίνα που είχε σχέση με γλυκό ήταν η ζελατίνα που’ χει μέσα ξέρετε τι, και που άπαξ και το φουμάρεις τραβάς μια υπογλυκαιμία να με το συμπάθιο και θες ν’ ανοίξεις τον στόμα σου και να σου μπουχύσει ο άλλος τρία κατσαρόλια γλάσο σοκολάτας για να στανιάρεις.

Έτσι, αγνοώντας ότι τα φύλλα ζελατίνας ήθελαν ειδικό ταχτάρισμα – κρύο νερό, καυτό νερό, χλιαρό νερό, γλυκόλογα, χαμούρεμα και επίκληση στον Άγιο Φανούριο να σου φανερώσει πότε θα πήξει η ροδαλή χυσαμόλη – τα αμολάω όπως είναι μες στη γαβάθα, τα ανακατεύω λίγο, κι έπειτα το χύνω στη φόρμα και το κλείνω στο ψυγείο, διότι η μπαβαρουάζ είναι σαν υπάλληλος και το θέλει το οχτάωρό της.

Περνάνε δυο ώρες, πάω να τσεκάρω το γλυκό – και το βρίσκω ντιπ κατά ντιπ νερουλό (ή, όπως το λένε σε ορισμένα μέρη της επαρχίας, νιρ’λό – που κάνει ρίμα και με το μερλό). Περνάνε τρεις ώρες, ακόμα νιρ’λό. Τσεκάρω στο πεντάωρο, νιρ’λο σαν αφρόλουτρο με άρωμα φράουλα. Οπότε λέω κι εγώ πονηρός, δεν το χώνω στην κατάψυξη να πήξει μια ώρα αρχύτερα να ησυχάσω;

Έρχεται που λέτε το Κουτάβι απ’ το γραφείο, και μετά τις πίτσες του βγάζω περήφανος το ζαχαροπλαστικό μου επίτευγμα, περιχυμένο με κουλί και φρέσκια σαντιγί. Μόνο που με την πρώτη κουταλιά τον βλέπω να γερνάει πέντε χρόνια και να προσπαθεί εις μάτην να το κρύψει. Δοκιμάζω κι εγώ, και μου’ ρχεται συμφόρεση – διότι ενώ πάνω-πάνω είχε πιάσει μια κρούστα, από μέσα ήταν σαν φραουλογιαούρτι νερωμένο, εντός του οποίου επέπλεαν κομμάτια ζελατίνας σκληρά, αιχμηρά και αμάσητα σαν ξύσματα απ’ τις φτέρνες της Σεζάρια Εβόρα.

Αλλά επειδή η συχωρεμένη η μάνα μου μού’ χε μάθει ότι ήττα ίσον θάνατος, την επομένη κιόλας στρώνομαι απ’ το πρωί να ετοιμάσω την μπαβαρουάζ των ονείρων μου. Μάλιστα, είχα βρει και μια συνταγή για άτομα οριακής νοημοσύνης, όπου, αντί να καταγίνεσαι με τη ζελατίνα και να γίνεται ο ψυχισμός σου κουρέλι (ιδίως αν έχεις καταπιεί κατά λάθος μια κομμάτα να κι αναρωτιέσαι αν θα καταφέρεις να την εκβάλεις κατά φύσιν ή αν θα χρειαστεί εγχείριση), σου έλεγε να πάρεις ένα ζελέ του εμπορίου σε σκόνη, στην ίδια γεύση με την μπαβαρουάζ – ε, κι όσο να πεις, ένα ζελεδάκι του Γιώτη το φτιάχνει και μωρό παιδί.

Σπεύδω λοιπόν στο μανάβη – που απόρησε ο άνθρωπος, τέσσερα κιλά φράουλες σε δυο μέρες, σου λέει τι διάλο, μποστάνι στο πάρκο της Τοσίτσα θα φυτέψει; – και κατόπιν γραμμή στο σούπερ μάρκετ. Μόνο που τότε το συγκεκριμένο σούπερ μάρκετ ανήκε σε μια αλυσίδα, πρωτεύον μέλημα της οποίας ήταν ότι ο πελάτης έχει πάντα άδικο, και γι’ αυτό πρέπει να τον κάνουμε να βλαστημά την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε. Λόγου χάρη, μπορεί το μαγαζί να’ χε σαράντα νοματαίους να ξεροσταλιάζουν σε ένα μόνο ταμείο, διότι οι άλλες δυο ταμίες σιάζαν τα κωλόχαρτα στα ράφια για να δείχνουν αρμονικά. Και τη μέρα εκείνη φαίνεται πως είχαν μπει και οι συντάξεις, διότι μπροστά μου στεκόταν ένας λόχος μπαρμπίδια και γραΐδια, με ένα γιαούρτι κι ένα ξινό νερό, που ωστόσο για να το πληρώσουν – επειδή στην πλειονότητα τους τυγχάνουν και θεόκουφοι – πρέπει πρώτα η ταμίας να τους το χαράξει στο τύμπανο με παραμάνα, και μετά να περάσει ένα πεντάλεπτο επιστρέφοντάς τους τα λάθος κέρματα και παίρνοντας η ίδια τα σωστά απ’ το τσαντί.
Αφού περνάω που λέτε κανά εικοσάλεπτο στη διάρκεια του οποίου είχα καταλήξει να φαντασιώνω σκηνές από παραδοσιακή τελετή Εσκιμώων, αυτή που βάζανε τα γερόντια σ’ ένα κομμάτι πάγο και τα στέλνανε στην ευχή της Παναΐας, πληρώνω, γυρνάω σπίτι, κι αρχίζω (ευφυέστατα και πάλι) το σφίξε-σφίξε, παρ’ όλο που τα χέρια μου είχαν βάψει απ’ τη φράουλα και είχαν γίνει σαν της Λαίδης Μακμπέθ, κι ένιωθα το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα να καραδοκεί.

Και πάνω που’ χω βράσει κι ανακατέψει τα υλικά, διαπιστώνω ότι μες στην πρεμούρα μου είχα ξεχάσει τα αυγά! Τρόμος, όλεθρος! Αφήνοντας τη γαβάθα σκεπασμένη και κάνοντας τάμα στον Άγιο Νεκτάριο να μη μου πήξει το γλυκό πριν προκάμω να βάλω τα αυγά, τρέχω με την κάλτσα στο σούπερ μάρκετ – όπου και τρώω άλλο ένα τέταρτο στο ταμείο, διότι μια καλή κυρία με λουλακί μαλλί-κάσκα και κάλτσες για κιρσούς είχε κάτι τρισκατάρατα κουπόνια για κάτι πιατικά, τα οποία ωστόσο είχαν λήξει τον καιρό που έπεσε το Τείχος, όσο κι αν η ίδια αρνείτο να το δεχτεί κι απαιτούσε τα πιάτα της με στεντόρεια φωνή (που μα το Θεό, αν δεν ήταν ότι θα’ χανα τη σειρά μου, θα’ τρεχα σπίτι και θα της έφερνα ένα καφάσι πιάτα, να’ χει και να τρώει, και να σπάει όταν μερακλώνει).

Γυρνάω το λοιπόν στο σπίτι, ξέπνοος κι αγανακτισμένος, και πάνω που’ χω χωρίσει τσι κρόκους κι έχει βράσει το μείγμα, παίρνω το κουτί με το φρουί-ζελέ – και διαπιστώνω ότι έχει γεύση κεράσι!

Δε θα σας κουράσω με πλήρη αφήγηση της τρίτης κατά σειρά επίσκεψής μου στο σούπερ μάρκετ – αρκεί να πω ότι μετά από κάποια στιγμή μ’ έπιασε υστερικό κλάμα κι άρχισα να ουρλιάζω: «Ταμείο! Ταμείο!» μέχρι που με εξυπηρέτησαν άμεσα μην τυχόν και τους ξελαρυγγιάσω καμιά γριέντζω και την πληρώνουνε για νιά.

Και παρά την οδύσσεια της προετοιμασίας της, (και τον ιδρώτα, το δάκρυ κορόμηλο, και την υπέρταση που έπληξαν τον δύσμοιρο, λαίμαργο ζαχαροπλάστη), η δεύτερη μπαβαρουάζ στο εξάωρο πάνω ήταν τέτοιο σουξέ, που λυπόμουν να τη βγάλω απ’ τη φόρμα.

(Βεβαίως η λύπη μου πέρασε και η αγανάκτιση επανήλθε όταν, λίγο πριν τη σερβίρω, διαπίστωσα ότι η φυτική κρέμα γάλακτος που’ χα πάρει δεν έπηζε σε σαντιγί μακάρι να τη χτύπαγε η Μοίρα με το σπαθί, οπότε αναγκάστηκα να ξαναβγώ για κρέμα με 120% λιπαρά – κι ότι παρά τις ελπίδες μου για την εμφάνισή της, επειδής η φόρμα μου δεν ήταν πλαστικιά του ζελέ αλλά μεταλλική του κεκιού, όταν την αναποδογύρισα έκανε ένα χλάπα-χλάπατα! κι απλώθηκε στην πιατέλα σαν ψόφιο σαλάχι. Τουλάχιστον ήταν νόστιμη.)

Το ηθικόν δίδαγμα; Έτσι και ποθήσετε μπαβαρουάζ, πρώτα με παίρνετε ένα τηλέφωνο – σαν αυτές τις γραμμές υποστήριξης για επίδοξους αυτόχειρες – και μετά πάτε βουρ στο ζαχαροπλαστείο, την πλερώνετε, κι έχετε το κεφάλι σας ήσυχο…

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News