1161
|

Και αν είμαι βίαιος μη με φοβάσαι

Avatar Νίκη Κόλλια 12 Ιουλίου 2011, 06:44

Και αν είμαι βίαιος μη με φοβάσαι

Avatar Νίκη Κόλλια 12 Ιουλίου 2011, 06:44

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος πέφτει στο νερό· μπορείς να κάνεις ένα από τα δυο: βουτάς και τον σώζεις ή τον εγκαταλείπεις. Αφού δεν βούτηξες, γιατί αισθάνεσαι τότε ανεξήγητους πόνους στην πλάτη; Βαριά άρρωστος λες και ξεχνιέται η υπόθεση.

Το καθημερινό όμως δρομολόγιο συνεχίζεται: ξύπνημα στις 7, κρύο ντους, ύπουλο τσαλάκωμα καλοσιδερωμένου πουκαμίσου, 3 ώρες σιδέρωνα τόσο χεσμένη με έχεις πια, τριπλός καφές, τι θα κάνουμε απόψε, άλλη μια μέρα στη δουλειά, το παιδί μη ξεχάσεις να πάρεις, θέλω να ριζώσω στον καναπέ, playstation  πρωί-βράδυ, σουβλάκια και μπύρες, κουτάκια σωροί στο πάτωμα, στα τέσσερα αυτή, ό,τι θες μωρό μου, μασαζάκι; μασαζάκι, θέλω 1.000.000 ευρώ, όλα τα τρώω με γκόμενες που πηδιούνται καλά και δε με πρήζουν, δεν πάνε διακοπές τα καλοκαίρια ούτε για μπάνιο τα σκ, δεν κάνουν παιδιά για να τις παντρευτείς και γουστάρουν τρελά τη μαλακία σου, καθαρίζουν, σιδερώνουν και μαγειρεύουν σα τη μάνα σου και δεν ρωτούν ανασφαλώς πόσο τις αγαπάς. Θέλω να την κάνω για Νέα Υόρκη και ύστερα Λατινική Αμερική, η τέλεια γκόμενα με περιμένει σπίτι χωρίς κέρατο, δεν της δίνω λογαριασμό και όταν φθάνω στο τέλος του κόσμου γελάω δυνατά, μεγάλε παίχτη σού αξίζει άλλη μια τέλεια ημέρα, ένα ακόμη δώρο της τύχης και όλα τα ίδια και τα ίδια είναι πια πολύ μακριά.

Αρκετά μόνος.

Οι μικρές επιγραφές των γιατρών και των δικηγόρων σφηνωμένες στις γωνίες των παραθύρων γυαλίζουν λαμπερά στον ήλιο του μεσημεριού καθώς γυρνώ καταϊδρωμένος σπίτι. Νιώθω τρομερά εξαπατημένος και θέλω να βάλω τα κλάματα. Γύρω μου αν και μεσημέρι όλα σκοτεινά, στέκομαι στην άκρη του δρόμου και κλαίω σαν τρελός. Ποιο κομμάτι του εαυτού μου κλαίει; Που πήγε ο παίχτης; Γιατί δεν το ξέρω αυτό το κομμάτι;
Τώρα σε χρειάζομαι μπαμπά, τώρα σε χρειάζομαι και εσύ είσαι πολύ μακριά. Για μια στιγμή, μια τόση δα στιγμούλα, τώρα που γίνομαι χίλια κομμάτια γιατί δεν είμαι έτοιμος να συνεχίσω να κάνω αυτό που έχω να κάνω. Και δεν θυμάμαι να μου είπες ότι δεν ήταν απαραίτητο να κάνω το ταξίδι. Τώρα, που από τουρίστας έγινα λαντζιέρης σε γαλέρα, δεν βλέπω την θάλασσα μπαμπά, βλέπω μόνο τα αμπάρια του πλοίου και όλη τη γλίτσα από τα αποφάγια των άλλων, εκείνων με τα χαλασμένα δόντια που βρωμάνε. Και συ απεναντίας μου έλεγες θα είσαι πάντα ο καλύτερος, ωραίος, δυνατός, με λεφτά, έξυπνος και αστείος, κάνε το ταξίδι γιε μου άφοβα και δεν μου είπες ποτέ πρόσεχε την ευτυχία και δεν μου είπες ποτέ έχε πίστη σε κάποιον ή σε κάτι και δεν πρόλαβες να μου πεις τι είναι όμορφο να ονειρευτώ και πως δεν είναι εύκολο να φτάσεις το φεγγάρι. Και έτσι παντέρημος, μπαμπά, δεν πίστεψα σε ιδέα, δεν ονειρεύτηκα κανέναν άνθρωπο, δεν βρήκα ελπίδα να πιαστώ και το να ζητάω συμβουλές δεν είναι ποτέ του είδους μου και να ’μια τώρα εδώ χρεοκοπημένος μες την έρημό μου.

Είναι Κυριακή μπαμπά, μια ακόμη Κυριακή της ζωής μου με ένα περιλαίμιο που αστράφτει στον καλοκαιρινό ήλιο του μεσημεριού. Είμαι ακινητοποιημένος στον καναπέ εδώ και πέντε ώρες, οι άλλοι πήγαν για μπάνιο, εγώ το απέφυγα, σήμερα οι δικοί μου με αγαπούν έναν τόνο λιγότερο αλλά, στα αλήθεια, δε με νοιάζει. Πριν μία ώρα έκοψα στα δύο την πιστωτική μου κάρτα, ήταν χρυσή με ειδικό προνόμιο έκπτωσης, δεν χρειάζεται πια να είμαι προνομιούχος είπα και πέταξα τα κομμάτια της από το παράθυρο του φωταγωγού, εκεί μες την υγρασία να πεθάνει η πουτάνα από ασφυξία. Σκότωσα και το αμάξι μου, η δερμάτινη θέση του οδηγού είναι άνετη και προνομιούχος, είπα στον αλλοδαπό αγοραστή του δίπλα σε μια λάμπα ενός ξεψυχισμένου συμβολαιογράφου, πατάς ένα κουμπί και σου κάνει ένα ελαφρύ μασάζ από τον αυχένα έως και βαθιά κάτω στη μέση, εγώ πάντως δεν είδα αποτέλεσμα είπα από μέσα μου.

Στο γυρισμό δεν πήγα κατευθείαν σπίτι, ανέβηκα στη γέφυρα της Κατεχάκη και κοιτώντας μια το άθλιο υπουργείο, μια το νοσοκομείο έδωσα όρκο πως δεν θα ξανασπρώξω καρότσι μέσα σε σούπερ μάρκετ για το υπόλοιπο καλοκαίρι, ούτε θα ξαναχαμογελάσω στο κορίτσι στο ταμείο για τα δέκα αντικείμενα που λέγεται Άννα ή Άννυ δεν έχει σημασία. Περπατώ πάνω κάτω στην έρημό μου μπαμπά, έχω πάρει 9 κιλά μέσα σε ένα χρόνο, χθες βαριόμουν και τα μετέτρεψα σε λίβρες, παραδίδω το πνεύμα μου μπαμπά και τα πάντα ακολουθούν τον κατήφορό του και όλα μαζί κινούνται σχεδόν χορευτικά στη μέση του χάους μου, όλα ένας τεράστιος σαματάς, ανάμεσα σε μάρμαρα που πέφτουν και ανοίγουν κεφάλια, ανάμεσα σε αίματα, ανάμεσα σε νεκρούς, ανάμεσα σε λογαριασμούς και αριθμούς. Όλους τους σιχαίνομαι μπαμπά, ολόγυρά μου ηλίθιοι, αποτυχημένοι και γελοίοι, ιδίως οι πιο επιτυχημένοι, αυτοί με ένα σκασμό λεφτά. Τους σιχαίνομαι όλους μπαμπά, με έναν τρόπο που δεν θα τον καταλάβει κανείς πολιτισμένος, όσο και αν τον εξηγώ.

Έχω. Αόριστος είχα. Ίδιος με τον παρατατικό. Πόσο αξίζουν όσα είχα; Λάθος πόσο αξίζουν όσα έχω; Πόσο αξίζει η ζωή της οικογένειάς μου; Όσο το στεγαστικό και τα τρία καταναλωτικά που έχω πάρει μέχρι τώρα και δεν μπορώ να τα αποπληρώσω. Πόσο αξίζει η ζωή ενός άρρωστου, ενός γέρου; Τις νύχτες ονειρεύομαι ότι γίνομαι Αμερικανός τραπεζίτης, αγοράζω λέει µισοτιµής ασφαλιστήρια συμβόλαια που ξεπουλάνε άρρωστοι και ηλικιωμένοι λόγω της κρίσης. Εξακολουθώ να καταβάλλω το ασφάλιστρο. Και όσο νωρίτερα πεθαίνουν οι ασφαλισµένοι τόσο µεγαλύτερο είναι το κέρδος για μένα.

Πόσο αξίζει η ζωή του παιδιού μου; Όσο τα φροντιστήρια, το ιδιωτικό σχολείο, τα ρούχα και ο υπολογιστής του. Πόσο αξίζει, τι αστεία ερώτηση, βάλε όπου αξία τη λέξη κόστος μπαμπά, το παιδί μου κοστίζει, το κοιτώ, κάνω πράξεις, μαθηματικούς υπολογισμούς και όλο αυτό μου κοστίζει πολύ και όλο αυτό είναι βία, η χειρότερη βία και στοιχειώνει τον ύπνο μου, παίρνει μαζί μου κάθε μέρα μετρό, κατεβαίνει στο γραφείο, στη μάντρα αυτοκινήτων, στην ταβέρνα, στα μπαρ και δεν φεύγει, έχει μπει στο γραμματοκιβώτιό μου και το κρεβάτι μου σα μια βόμβα λίγο πριν σκάσει και χαθούμε όλοι ακαριαία.

Αλλά τίποτε δεν με αγγίζει μπαμπά, γιατί χειρότερος εχθρός του εαυτού μου έγινα ο ίδιος, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, μπαμπά, υπήρχε κάπου λάθος στη θεωρία μου, ίσως στο αξίωμα που ’χα μέχρι τώρα θεωρήσει αναμφισβήτητο, που στο όνομά του θυσίασα άλλους και τώρα τον εαυτό μου, ίσως εκεί να βρίσκεται η καρδιά του κακού μπαμπά. Αλλά ο σκοπός χάθηκε στην ομίχλη της κατάθλιψης και τους τέλους μου την ώρα που σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση, τον υπολογιστή, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, λέγοντας και καλά ότι αυτά όλα είναι η ζωή.

Απόψε μπαμπά σου ζητώ να με βοηθήσεις, πες εσύ για μένα τα λόγια που αντηχούν ασταμάτητα στις νύχτες μου, πες τα δυνατά «πέσε πάλι αγόρι μου στο νερό, πέσε, μπας και σου δοθεί μια δεύτερη φορά η ευκαιρία να σώσεις και τους δυο σας».

Υγ. 1 Δεύτερη φορά, μπρρρρ το νερό είναι κρύο, αλλά δεν ανησυχώ, είναι ευτυχώς πολύ αργά μπαμπά, αλλά τότε ποιος ουρλιάζει μες το αυτί μου ότι τάχα ακόμη αξίζω, και με προτρέπει να κάνω κάτι ξεχωριστό έστω και μια φορά στη ζωή μου «πέσε». Κουνούπι θα είναι στο αυτί, αύριο τελικά θα πάω σούπερ μάρκετ μπας και βρω καμιά ταμπλέτα να το εξοντώσω…
Υγ. 2 Ειδική παραγγελιά-αφιέρωση στους αγαπημένους μου Δημήτρη και Διονύση για τις κλεμμένες ιδέες και τις απολαυστικές προσπάθειες εξόντωσης στα γήπεδα

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News