3309
|

Ιστορία μου, αφαγία μου

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 15 Φεβρουαρίου 2013, 07:37

Ιστορία μου, αφαγία μου

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 15 Φεβρουαρίου 2013, 07:37

Είτε εξαιτίας προβλημάτων αισθητικής (η αυτομομφή του τόφαλου), είτε εξαιτίας κινδύνων στην υγεία μου, την ελλαδική πανίδα και το βαρυτικό πεδίο της Γης, είτε, τέλος, επειδή ζούμε σ’ ένα σκάρτο ντουνιά που λατρεύει τις κορμάρες (αχ, κορμάρες…) και δαιμονοποιεί και την παραμικρή ατέλεια (ξύγκι = μοίρα χειρότερη απ’ τον θάνατο), από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου υπομένω, άλλοτε καρτερικά αλλά συνήθως με εκρήξεις ανεξέλεγκτης οργής και λαιμαργίας, διάφορες δίαιτες.

Η αρχή έγινε γύρω στα έξι, και γι’ αυτήν ευθύνεται η μάνα μου – η οποία, όπως πολλές ελληνίδες μάνες, αφού πρώτα μ’ έκανε θρεφτάρι μην τυχόν και της πεθάνω απ’ την ξενηστικωμάρα, έπαθε πανικό ότι θα της γίνω μπάλα με πόδια, και με πλάκωσε στα ποικίλης έμπνευσης και αμφιβόλου αποτελεσματικότητας διαιτολόγια.

Ως κύρια πηγή του κακού, καθ’ όσον υπήρξα γλυκατζής άρρωστος από γεννησιμιού μου (φήμες λένε ότι πρωτομίλησα βρέφος πέντε λεπτών, όταν η Κατερίνα μου ’χωσε το μαστάρι στο στόμα κι εγώ το ’φτυσα και είπα: «Με κακάο δεν έχει;») εντοπίστηκαν τα πάσης φύσεως γλυκά που καταβρόχθιζα δυο-δυο, οπότε, για πρώτη φορά στην καριέρα της ως μοντεσοριανής μητέρας που αφήνει το παιδί να εκφράζεται ελεύθερα και μετά το σκυλομετανιώνει που της βγήκε μούργος στρυφνός κι ανάποδος, αποφάσισε να επιδείξει αυστηρότητα και πειθαρχία, και όρισε ότι πλέον γλυκά θα τρώω μόνο την Κυριακή, την ημέρα του Θεού που συχωράει τη ζάχαρη, και τις υπόλοιπες μέρες θα τη βγάζω με φρούτα.

Επειδή όμως στα έξι μου ήμουν λίγο πιο κακομαθημένος από πριγκιπόπουλο, η αιφνίδια αυτή κύρωση είχε δύο εξίσου καταστροφικά αποτελέσματα: αφενός πλακώθηκα στις μπανάνες και τα μήλα και τα πορτοκάλια και οτιδήποτε έφερνε σε φρούτο (και κέρινο σταφύλι να μου ’δινες, το ’χαφτα και μετά ρευόμουν το φυτίλι), οπότε τζίφος το θερμιδικό όφελος απ’ την αποχή στην τσικουλάτα, κι αφετέρου σκαρφίστηκα ένα δαιμόνιο σχέδιο: καθώς εκείνη την εποχή ήταν μόδα τα πιτσιρίκια να μαζεύουμε αυτοκόλλητα με ποδόσφαιρα, με δεινόσαυρους, με αυτοκίνητα, με αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς και μετά να τα κολλάμε σε άλμπουμ και να λυσσάμε για τα δυσεύρετα αυτοκόλλητα που τυπώνονταν σε ένα αντίτυπο και το κόλλαγε ο πρόεδρος της εταιρίας στο κούτελο και το καμάρωνε, και καθώς ο μπαμπάς θεωρούσε ότι η γενναία μου προσπάθεια άξιζε ανταμοιβής και με έραινε με εξτρά χαρτζιλίκι, κάθε μέρα προφασιζόμουν ότι πήγαινα στο ψιλικατζίδικο του κυρ-Παντελή για ν’ αγοράσω αυτοκόλλητα, κι επέστρεφα με τις τσέπες μου γεμάτες σοκοφρέτες – που ωστόσο δεν έτρωγα, αλλά καταχώνιαζα κάτω απ’ το στρώμα όπως η γριέντζω το μασούρι με τσι λίρες, έχοντας ως κρυφή μου ονείρωξη το πρωινό της Κυριακής, οπότε θα ξυπνούσα και θα τσάκιζα είκοσι σοκοφρέτες μαζεμένες, να βγάλω το άχτι μου που ’χα αναγκαστεί να φάω τη Φρουτοπία ολάκερη.

Το αποτέλεσμα; Κυριακή πρωί ξυπνάω, κι αφού τρώω το γάλα μου με κορν φλέικς χωρίς ζάχαρη, διότι για το βράδυ μου ’χαν τάξει πάστα σεράνο, γεμίζω τη σχολική τσάντα με τον κρυφό μου θησαυρό, και κατεβαίνω ακροποδητί στο υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας, όπου και χλαπακιάζω σοκοφρέτες μέχρι που λέω μπιρ Αλλάχ. Και το πρωί της Τετάρτης, όταν έπειτα από οξεία δυσκοιλιότητα τριών ημερών λευτερώνομαι και οι κραυγές μου τρομάζουν κοπάδια αιγοπροβάτων στα Ουράλια Όρη, αναγκάζομαι να μολογήσω το έγκλημά μου, και οι γονείς μου αποφασίζουν έντρομοι να επιστρέψω στην πρωτύτερη διατροφή μου, διότι κάλλιο βουβαλάκι παρά να αποθάνω από στούμπωμα πάνω στο άνθος της παχυσαρκίας μου.

Περνούν τα χρόνια, βογκάει η ζυγαριά και ιδρώνει η δόλια, ένοχη μάνα, και φτάνω στην Πρώτη Γυμνασίου, και στο μάθημα της Γυμναστικής κάνω μια ανακάλυψη που θα μ’ ενθουσίαζε αν ήμουν κορίτσι στα δεκατρία με αργή ανάπτυξη, μα που, ως αγόρι εντεκάμισι ετών με τρομοκρατεί: έχω βγάλει βυζιά. Και σαν να μη φτάνει ο κακός μαστός, είμαι και ντιπ άτριχος, και με ψιλή φωνούλα (σοπράνο στη χορωδία – καμία ελπίδα ομαλής κοινωνικοποίησης), και γενικώς είμαι σαν τον Ερμαφρόδιτο, μόνο που εκείνος απ’ ό,τι είχα δει σε μια φωτογραφία ενός αγάλματος στο Λούβρο ήταν θεότεκνο και θεογκόμενα συγχρόνως, ενώ εγώ ήμουν απλώς ένας αξιοθρήνητος αρσενικοθήλυκος μπόγος. (Διότι βλέπεις ο άλλος είχε γονείς θεούς, ενώ εμένα οι δικοί μου ήταν αναμφίβολα άνθρωποι, όπως είχα μάθει απ’ τους καυγάδες τους που ξεπερνούσαν σε ένταση ματς ΠΑΟΚ-Άρη στην Τούμπα – οι γείτονες τρόμαζαν και πάρκαραν τ’ αμάξια τους στα πέριξ τετράγωνα – με μόνες θεϊκές αναλαμπές και πάλι τους καυγάδες τους, όπου, καθ’ όσον η μάνα Κριός κι ο πατέρας Σκορπιός, ήταν σαν ν’ ακούς τον Νεφεληγερέτη να πλακώνει στα αστροπελέκια τον αδερφό του τον Ποσειδώνα που τον τσιγκλάει με την πιρούνα).

Οπότε, καθώς την ίδια περίοδο οι γονείς μου κόντευαν τα σαράντα και τους είχε πιάσει πανικός μη τους μείνει μόνιμο το προκοίλι, αποφασίστηκε ότι θα κάναμε οικογενειακώς την τότε πολύ μοδάτη δίαιτα του Άτκινς – που για τους αμύητους είναι ένα πράμα όπου κόβεις φρούτα-γλυκά-ψωμιά-ζυμαρικά και λοιπά άμυλα με το μαχαίρι, και σε αντάλλαγμα φαρμακώνεις όση μπριτζόλα τραβάει η ψυχή σου, μέχρι να προκύψει έλλειψη χοιρινού στην αγορά και να το γυρίσει ο κόσμος στη σόγια. Θα ’πρεπε να ’χαν μάθει απ’ τα λάθη τους βέβαια – ότι πιο εύκολα χωρίζεις αρκούδες την ώρα που βατεύονται παρά τον γιο τους απ’ τα γλυκά – αλλά ρε παιδί μου να ’μαστε κι επιεικείς: κι ο έρμος ο γονιός μαζί με το παιδί παθαίνει και μαθαίνει. Πάντως, την τρίτη ημέρα της Κολάσεως, αφού για να παρηγορήσω τον καημό και τα στερητικά μου είχα γράψει διαφημίσεις σοκολάτας στο βίντεο κι όταν δε με βλέπαν τις έπαιζα κι έγλειφα την οθόνη, ο μπαμπάς ξυπνά το πρωί, αποφασίζει ότι κομμάτια να γίνει δεν πίνεται φαρμάκι ο καφές, κι όταν πάει να βάλει ζάχαρη βρίσκει το κουτί άδειο και γλειμμένο, καθ’ όσον εγώ τα βράδια από τη λύσσα μου, δύο και τρεις η ώρα μες στη μαύρη νύχτα, σηκωνόμουν σαν τον υπνοβάτη, πήγαινα στην κουζίνα, και ξηγιόμουν στη ζάχαρη με το κουτάλι μέχρι που πονάγανε τα δόντια μου. Οπότε και το σχέδιο εξανθρωπισμού αποσύρεται εσπευσμένα, διότι τα δόντια ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου (γιος οδοντιάτρου βλέπεις, οπότε η μοίρα μεριμνά να ’χει κάτι ν’ ασχολείται κι ο πατέρας), και ήταν κρίμα να βρεθώ με μασέλα απ’ τα δώδεκα.

Ξαναπερνούν τα χρόνια που σταματημό δεν έχουν τα ρημάδια, και λίγο το μπόι που ρίχνω με το σταγονόμετρο, λίγο κάτι δίαιτες του αστροναύτη, του πεζοναύτη, του καντηλανάφτη και του βαθρακού του μυγοχάφτη, κατορθώνω να διατηρηθώ σε επίπεδο ζουμπουρλούδικου αμούστακου εφήβου, που αδύνατο δεν τον λες που να σ’ τον ζωγραφίσει μακρόστενο ο Ελ Γκρέκο, αλλά ούτε και σαπιοκοιλιά τον λες: στα μάτια των γονιών μια χαρά, και στα δικά μου δυο τρομάρες.

Οπότε και η μάνα που σ’ αυτά ήτανε πολύ ψαγμένη καθ’ ότι κι αυτή αφράτευε συν τω χρόνω και την έπιανε τεταρταίος κι άρχιζε τις νηστείες τις μονοφαγικές που έτρωγε επί τρεις μέρες σερί μόνο πατάτες και την τέταρτη ξυπνούσε σωσίας του Καποδίστρια, εμπνέεται μια δική της δίαιτα, συνδυασμό θερμιδικής εγκράτειας και αποχής απ’ αυτό που δίνει χαρά στη ζωή, φως στη νιότη και θαλπωρή στα γεράματα: τους υδατάνθρακες. Ήγουν, τα γλυκά παίρνουν πάλι τον μπούλο.

Βέβαια, επειδή έχω μεγαλώσει και μπορώ να επιδείξω μια στοιχειώδη αυτοπειθαρχία, αυτή τη φορά συμμορφώνομαι χωρίς να καβατζώνω σοκολατοειδή – μόνο που δεν αντέχεται ρε φίλε αυτό το μαρτύριο, διότι πάνω που λες, δεν τρώω που δεν τρώω τίποτα που να μ’ αρέσει, τουλάχιστον να ξεσκιστώ στα μπιφτέκια και τη σαλάτα σερβιρισμένη σε μαστέλο γουρουνιού, να πρηστώ και να μη νιώθω τον νταλκά, ορμάει η Κατερίνα σαν τον ιεροεξεταστή με τον θερμιδομετρητή της Lala Cook ανά χείρας και σου αρπάζει το πιάτο και λέει: «Φτάνει τόσο.» Μόνο που εγώ είμαι μοναχογιός βαρύς κι ασήκωτος (κυριολεκτικά) και δεν μπορώ την καταπίεση, να μου μετράνε τώρα τις μπουκιές την ώρα που ντερλικώνω, κι έτσι πάνω στη βδομάδα την ξυπνάω την έρμη μάνα αξημέρωτα και της λέω ότι ή θα μου βράσει επί τόπου μια μακαρονάδα, ή θα τα βάλω κάτω τα μακαρόνια και θα τα φάω ξερά και δεν θα πάθω τίποτα. Οπότε τι να κάνει κι αυτή, φοβήθηκε έτσι που γυάλιζε το μάτι μου, σηκώνεται και μου ετοιμάζει τη μακαρονάδα, την οποία και καταβροχθίζω, όλο το πακέτο, με μπόλικο τριμμένο κασέρι (διότι εμείς στο σπίτι μου στη Σαλονίκη τυρί λέγαμε μόνο τη φέτα, και τα κίτρινα τυριά τα λέγαμε όλα κασέρια, και το λάμδα το προφέραμε τόσο παχύ, που κάθε φορά που προφέραμε τη λέξη ‘γάλα’ ένας δάσκαλος ορθοφωνίας κάπου στον κόσμο πάθαινε αυτόματο κάταγμα).

Κι έρχονται οι επάρατες πανελλαδικές, όπου επί μια διετία το μόνο που κάνω είναι να διαβάζω και να σαβουρώνω, διότι ήμουν δευτεροδεσμίτης ξιπασμένος και ήθελα να περάσω Ιατρική μετά φανών και λαμπάδων, οπότε η αποστολή ήταν ιερή σαν τις Σταυροφορίες και η μάνα είχε δώσει όρντινο στον πατέρα να γεμίζει κάθε μέρα τα ντουλάπια λες και περιμέναμε πυρηνικό πόλεμο, που δυο χρόνια την Chipita εγώ μοναχός μου τη συντηρούσα απ’ τα κρουασάν που κατέβαζα αμάσητα. Και περνάω στην Ιατρική ο μπουμπούνας (πού να ’ξερα τι με περίμενε!), αλλά στο μεταξύ έχω βάλει τριάντα κιλά σαν την γκαστρωμένη που περιμένει εξάδυμα, οπότε με ύψος ένα εξήντα πέντε και βάρος ενενήντα κιλά το βυζί μου είχε φτάσει στο κότσι και το κλότσαγα να μη σκοντάφτω. Θα ακολουθήσουν τέσσερα χρόνια διαλείπουσας αδηφαγίας, στη διάρκεια των οποίων θα χάσω κάποια κιλάκια λόγω ερώτων (και θα τα ξαναβάλω τρίδιπλα λόγω χυλόπιτας), και θα δοκιμάσω ό,τι δίαιτα και βοηθητικό σκεύασμα υπάρχει – από χάπια με ίνες μήλου που τα τρως και στα καπάκια πίνεις τον Δούναβη και τους παραποτάμους του κι έρχεται αυτό και πρήζεται στη στομάχα και θαρρείς πως έγκωσες ενώ είσαι νηστικός (κι άμα αδυνατίσεις έλα και τρύπα μου τη μύτη και πέρασέ μου και μια αλυσίδα να σε ακολουθάω όπως η αρκούδα τον αρκουδιάρη), μέχρι ένα τρισκατάρατο χάπι που υποτίθεται πως τρως ό,τι θες κι αυτό δεν αφήνει τα βούτυρα-έλαια-λίπη να απορροφώνται, μόνο που αυτό που δε σου λένε οι οδηγίες είναι ότι αρχίζεις να χάνεις λάδια στην κυριολεξία, κι εκεί που πας καμαρωτός με το λινό σου το παντελόνι, από πίσω έχει σχηματιστεί μια στάμπα σαν τον χάρτη της Ανταρκτικής. Και παράλληλα περνάω και μια καταθλιψάρα στα μεθεόρτια της οποίας πέφτω στη φούντα με τα μούτρα σαν παλιός ρεμπέτης, κι έχω φτάσει σε σημείο τριψήφιου τρόμου, όπου τα πρωινά στο Παπανικολάου έχω πιάσει φιλίες με μια προϊσταμένη και μου φέρνει και τρώω απ’ το φαΐ των ασθενών, κι έχει ανοίξει κι απέναντι απ’ το σπίτι δεύτερο κατάστημα ο Χατζής, και τα βράδια με το Κατερινιώ ρίχνουμε κάτι μεταμεσονύκτια χανούμ μπουρέκ που στενάζουν οι καναπέδες και σκίζονται οι σωβράκες, και να μη σας τα πολυλογώ έχω γίνει ένα πράμα σαν διασταύρωση ανθρώπου με εθνική οδό, που αν μ’ έβλεπε η Αλεξίου ξαφνικά σε συναυλία θα τα ’χανε και θα τραγουδούσε «Όλα σ’ τα ταΐζουν, γλυκά κι αλατισμένα.»

Ωστόσο, έπειτα από ένα ταξιδάκι στη Γερμανία – όπου, σε μονοήμερη επίσκεψη στο Βερολίνο δέχομαι κολακευτικότατη προσφορά από υπεύθυνο του ζωολογικού κήπου για πενταετές συμβόλαιο (και με κλουβί εκατό τετραγωνικά, παρακαλώ) – σιχαίνομαι τον εαυτό μου τόσο πολύ, που επί εννιά μήνες λιμοκτονώ σαν τον Άγιο Ευστράτιο τον Νηστευτή και γίνομαι, για πρώτη φορά απ’ όταν ήμουν πέντε χρονώ, στην αρχή κανονικός, κατόπιν αδύνατος, και τελικώς κάτισχνος, όπου να σου πάλι οι έντρομοι γονείς να με κυνηγάνε με την πιρουνιά, και «Έλα το αεροπλανάκι», και «Μία για τη μαμά, μία για τον μπαμπά, και μία γιατί έτσι που το πας άμα ξεχνάς τα κλειδιά του σπιτιού θα μπαίνεις απ’ τη χαραμάδα.»

Και – μαντέψτε – ο χρόνος ο πανδαμάτωρ κυλά ορμητικός κι ανηλεής, και ορφανός καλλιτέχνης της πείνας πλέον μετακομίζω στην Αθήνα, όπου η τύχη μου χαμογελά μ’ ένα χαμόγελο δέκα φορές σαν της Τζούλια Ρόμπερτς που γεννήθηκε με τρία στόματα κολλητά, διότι στο μήνα πάνω απ’ τη μετακόμιση, πάνω που μ’ έχει πιάσει απελπισία ότι θα πορευτώ στη ζωή μοναχός και θα με βρούνε οι γείτονες απ’ τη μυρωδιά (του μύρου, καθ’ όσον με τόσα χρόνια ψωμόλυσσας κι αγαμησιάς θα ’χω αγιάσει), γνωρίζω το Κουτάβι, τον μεγάλο κι αθεράπευτο Έρωτα της Ζωής μου.

Και ζούμε μαζί με την καψούρα μας τα ντουζένια του μεταβολισμού μας, αυτό που είσαι εικοσιπέντε χρονώ κι ό,τι και να τρως καίγεται και γίνεται στάχτη και μπούρμπερη διότι δε βάζεις και κώλο κάτω, και δύο η ώρα τη νύχτα βγαίνεις για μπαρότσαρκα ως το ξημέρωμα, που τώρα πια και μόνο στη σκέψη να ντυθώ και να βγω τέτοια ώρα για ποτό και ξενύχτι και χτύπημα λιποθυμώ απ’ την εξάντληση. Μόνο που, όπως έχει αποδειχθεί κι επιστημονικώς, η αρμονική κι αγαπησιάρικη συμβίωση φέρνει τη μάσα, και η μάσα όσο ζυγώνεις τα τριάντα αφήνει τα ποταπά της χνάρια στο κορμί σου, και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι όσο και να την ρουφάς την κοιλιά πιο μέσα δεν ρουφιέται γιατί την εμποδάει το λίπος.

Και φυσικά, καθ’ ότι νέοι ακόμα και φιλάρεσκοι, αρχινάμε γυμναστήριο (το οποίο εγκαταλείπουμε έπειτα από τέσσερις κολασμένες συνεδρίες, αφού πλέον κάθε μέρα ξυπνάω με γκρίνια και σκαρφίζομαι ό,τι δικαιολογία χωράει ο νους για να λουφάρουμε το μαρτύριο – όπως: «Παγκόσμια Ημέρα κατά της γούνας σήμερα, ασέβεια μεγάλη να εστιάζουμε στην εξωτερική εμφάνιση όταν θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν ολοήμερο μαραθώνιο Μπριζίτ Μπαρντό» ή το ακόμα χαμερπέστερο: «Πεθύμησα τη μανούλα μου το πεντάρφανο Κορτώπουλο, οπότε δε γαμείς γυμνάσια να πάμε στο Petit Fleur για καμιά σοκολάτα περιποιημένη;») και κατόπιν το ρίχνουμε στις δίαιτες εγκράτειας και αυταπάρνησης: τουτ’ έστιν, κομμένα τα σουβλάκια και οι πίτσες και οι κρέπες και γενικώς ό,τι ευφραίνει τον ουρανίσκο, κι εφεξής τη βγάζουμε με σαλάτες, έστω και σαλάτες ενισχυμένες με αλλαντικά και τυριά και σος που πια δεν είναι σαλάτα αυτό που τρως αλλά φαΐ αμαγείρευτο. Και κάθε βράδυ – που μετά τις οχτώ δεν μπαίνει στο στόμα μήτε γλώσσα για γλωσσόφιλο, γιατί με την πείνα που σε δέρνει μπορεί να την περάσεις για μοσχαρίσια και να τη φας και να πεις: «Λίγη μουστάρδα την ήθελε» – έχουμε την ίδια στιχομυθία:

«Τι ώρα είναι;»
«Οχτώ και πέντε, όπως και πριν είκοσι δευτερόλεπτα που με ξαναρώτησες.»
«Οχτώ και πέντε, ε;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Α, τίποτα, έτσι…»
«Δεν φαντάζομαι να πείνασες κιόλας.»
«Μπα…»
«Κορτώ, πού τα πουλάς αυτά; Σ’ έχω γεννήσει. Πεινάς.»
«Να μωρέ, ένα γλυκάκι λαχτάρησα. Να πεταχτώ στο περίπτερο να φέρω μια σοκολατίτσα; – ένα κομμάτι θα φάω, ίσα για να μου φύγει η γεύση της πρασινάδας.»
«Όχι, γιατί αφενός με τις παρεμβάσεις σου το μόνο πράσινο στη σαλάτα ήταν το ροκφόρ, κι αφετέρου γιατί θα φάω κι εγώ από λαιμαργία, και εμ θα σπάσω τη δίαιτα, εμ θα θέλω μετά κι αλμυρό.»
«Εσύ δηλαδή τι θα ’τρωγες;»
«Ξύλο.»
«Όχι, θεωρητικά μιλώντας.»
«Τώρα δηλαδή θα κάνουμε cyber με φαγιά;»
«Κανά σουβλάκι μήπως; Δίπλα είναι, με την παντόφλα πετιέμαι.»
«Κάτσε στ’ αυγά σου. Ούτε βδομάδα δεν κλείσαμε.»
«Έλα μωρέ, τι ψυχή έχει ένα σουβλάκι;»
(Και βράχος θα ράγιζε): «Δε βαριέσαι τώρα να βγαίνεις;»

Κι απάντηση δεν παίρνει το Κουτάβι, διότι εγώ έχω ήδη κατέβει ξυπόλητος και ξεβράκωτος κι έχω σηκώσει τον μισό Κάββουρα και δυο σοκολάτες μεγάλες ίσαμε ταφόπλακα στο Α’ Νεκροταφείο.

Και με τούτο το βιολί, και το διαρκές γιογιό – ένα μήνα δίαιτα και μετά μια cheat day για να ξεδώσουμε, που γίνεται cheat week και cheat month και καταλήγεις και τέσσερα κιλά πιο παχύς – φτάνουμε αισίως στο 2010, οπότε και κάνουμε το πρώτο μας ταξίδι στη Νέα Υόρκη (το οποίο θα ξεχρεώνουμε μέχρι την τελευταία μας πνοή – στην κυριολεξία: έτσι και μας προκάμουν ημιθανείς οι τράπεζες, μας φάγαν τα νεφρά στεγνά, και τη συκωταριά του Κουταβιού, διότι εμένα το δικό μου το συκώτι είναι ήδη τοξικό, κι άμα το πλησιάσεις χωρίς μάσκα τεζάρεις απ’ τις αναθυμιάσεις). Κι επειδή μικρό το Μανχάταν στον χάρτη αλλά μεγάλο στην πράξη, ιδίως όταν πλέον σέρνουμε δεκαπέντε με είκοσι περιττά κιλά έκαστος, μέχρι το τέλος της διαμονής έχουμε κοψομεσιαστεί, και τα ποδάρια μας έχουν βγάλει κάλους και φλύκταινες, και τα μπούτια μας απ’ το τρίψιμο κοντεύουν να λιώσουν τα μπατζάκια μας, κι όπως καθόμαστε αραχτοί να βγει κανά αμελέτητο στη φόρα και να μας μαντρώσουν για περιστεράδες, κι όταν γυρνώντας βάζω το τζιν που μόλις αγόρασα επειδή το παλιό μ’ έσφιγγε στο πλυντήριο και μετά το απλώνω, το βλέπω και διαπιστώνω ότι μέσα του χωράνε χαλαρά οι Εφτά Νάνοι κι ο όγδοος απ’ το Game of Thrones.

Οπότε παίρνουμε τη σωτήρια απόφαση να μην καταφύγουμε ως συνήθως στις καταδικασμένες δίαιτες της στέρησης, κι απλώς να περιορίσουμε την ποσότητα, εξακολουθώντας να τρώμε απ’ όλα αλλά μετρημένα: όταν χορταίνεις να λες στοπ, και τα γλυκά με μέτρο. Και καθώς η απόφαση αυτή συμπίπτει με την κρισάρα του καπιταλισμού (που με τόσα λεφτά κι αυτός ο κερατάς δεν πάει σε κανά γιατρό να του γιάνει τις κρίσεις;) το σχέδιο ‘μετράτε γιατί επεκτεινόμαστε’ γίνεται επιβεβλημένο, διότι πλέον πού λεφτά για γκουρμεδιές κι ολέθρια μεταμεσονύκτια ντελίβερι, κι ακόμα και την σοκολάτα την υπολογίζεις διότι μαζί με τσιγάρα δε βγαίνει. Και το Κουτάβι άρχισε και γυμναστήριο, κι εγώ άρχισα να το ενθαρρύνω – και να το παινεύω, και να το μπανίζω και να το καρπώνομαι, διότι εκεί στερεύει η συζυγική μου συμπαράσταση.

Και να χτυπήσω ξύλο, δυο χρόνια μετά, χωρίς να ’χουμε περάσει τις στερήσεις του Συμεών του Στυλίτη που νήστευε υποχρεωτικά διότι ο πακετάς είχε τη μέση του και δεν μπορούσε να σκαρφαλώνει στύλους σαν την Τσίτα, εξακολουθούμε να κρατιόμαστε σε φυσιολογικό δείκτη μάζα σώματος (που κατάρα στον εγκληματία που την ανακάλυψε και στα κομπιουτεράκια των υπολογιστών, που αν ήταν με το χέρι θα θέλαμε δυο βδομάδες να τον υπολογίσουμε και θα βαριόμασταν), με μερικά περιστασιακά ξεκοιλιάσματα, διότι άνθρωποι είμαστε, και το σφάλλειν ανθρώπινον, ιδίως άμα είσαι ελευθεροεπαγγελματίας και πληρώνεσαι με την ίδια συχνότητα που χιονίζει στη Φλόριντα – μη σου πω ότι, μαζί με τους λογαριασμούς και τα φέσια, πιο τακτικά βλέπει ο αλλιγάτορας χιόνι παρά εγώ ευρώ, που έχω ξεχάσει πώς είναι το πενηντάρικο κι άμα μου το δείξεις απότομα το περνάω για ελβετικό φράγκο και σε ρωτάω αν πέρασες καλά στη Γενεύη και μήπως μου ’φερες κανά ρολόι-κούκο από σοκολάτα να το φάω, διότι το κανονικό θα μου ’κανε τα νεύρα τσατάλια (άμα θέλω πουλί που να βγαίνει κάθε τρεις και λίγο και να ενοχλεί έχω μποξεράκια τρύπια μπόλικα). Ωστόσο, όσο ζούμε ελπίζουμε – ποιος ξέρει, κάποια μέρα μπορεί να βρεθεί και το θαυματουργό χάπι που τρως τον άμπακο και σ’ τα καίει όλα και σου σμιλεύει και τους κοιλιακούς, μόνο που να μου το θυμηθείτε έτσι ανάποδο ζώο που είναι ο άνθρωπος πάλι το δυσεύρετο θα ποθεί, και θα γίνουν οι τετράπαχοι θεότητες κι εγώ θα βλέπω τις παιδικές μου φωτογραφίες και θα κλαίω με δάκρυ κορόμηλο για τα παλιά μου κάλλη…

(Και κλείνοντας, να κάνω και μια καταγγελία. Μιας και πολύς λόγος γίνεται περί τρομοκρατίας, έχω να καταγγείλω τον διεστραμμένο νου που αποφάσισε να βάζουν σε όλα τα συσκευασμένα καλούδια κουτάκια με τις θερμίδες, που και να μη θες να δεις σε τρώει η περιέργεια και βλέπεις κι αλληθωρίζεις και σε πιάνει απόγνωση, ενώ παλιά ξώκειλες ανυποψίαστος κι ωραίος – και να βρωντοφωνάξω στους ανάλγητους υπαίτιους: Αφήστε μας στην άγνοια! Δεν θέλουμε να ξέρουμε! ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ!!!
Και μια εξομολόγηση. Όπως οι αμαρτωλοί που πρώτα έκαναν αίσχη και μετά πλερώνανε συγχωροχάρτι στον πάπα και σβήνονταν το κρίμα και γινόταν ο Άγιος Πέτρος σαν τη λατέρνα, έτσι και το παρόν κειμενάκι γράφτηκε καθώς πασχίζω να χωνέψω από ένα απρόσμενο όργιο.

Όπου ήρθε και στραβώθηκε η θεά Τύχη και κέρδισα εξήντα ολόκληρα ευρώ στο Τζόκερ, και ως άνθρωπος σώφρων και νουνεχής, αντί να τα βάλω στην άκρη για τα χρέη που μας κυνηγάν όπως οι Ερινύες τον Ορέστη που ’φαγε άδικα και μπαμπέσικα τη μανούλα του επειδή ήταν ολίγον τι πηδιώλα και φόνισσα, αφού παρήγγειλα κάτι κοψίδια μερακλίδικα, πήγα όπως ήμουν στην κάβα και πήρα ένα καλό κρασί να συνέλθουν τα ήπατα απ’ τα ξύδια που τα ποτίζω, και τα υπόλοιπα τα μετέφρασα σε σοκολάτες γκουρμέ, απ’ αυτές που το κακάο το ’χει μαζέψει σπυρί-σπυρί Βραζιλιάνα παρθένα με τέλειες αναλογίες και μεταπτυχιακό στην Εφαρμοσμένη Κακαολογία. Κι έτσι μας ηύρε η νύχτα πεσμένους κι ασθμαίνοντες στον καναπέ να βλέπουμε Grey’s Anatomy και να ψελλίζουμε ερωτόλογα:

«Καλή η τσικουλάτα με την αεροσυνοδό απόξω;»
«Μη μιλάς, δεν είναι απαραίτητο. Μη μιλάς, παχαίνω ανά τέταρτο.»)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News