610
|

Η ζωή μου όλη: Μου ‘χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση

Η ζωή μου όλη: Μου ‘χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση

Σαν σκνίπα κάτω από το γλόμπο. Ζαλισμένη φτεροκοπάει επι ματαίω τα θαμπά της φτερά μέχρις ότου καεί. Και την τραβάει το πυρακτωμένο γυαλί και θα την σκοτώσει. Έτσι νιώθω. Έτσι δεν νιώθουμε όλοι; Αδύναμοι και παραλογισμένοι παρακολουθούμε όσο μπορούμε τα τεκταινόμενα, χωρίς να αντιδρούμε κυρίως γιατί δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Ψελλίζουμε μπούρδες (επιτρέψτε μου και φυσικά δεν εξαιρώ τον εαυτό μου), προσπαθούμε να κάνουμε τα γνωστά ελληνικά καλαμπούρια και τις εξίσου γνωστές πορδομαγκιές, σκνίπες, μύγες κάτω από το φως.

Ποιος δουλεύει αυτές τις μέρες; Δεν αναφέρομαι στους κυβερνητικούς, εννοώ όλους μας. Ποιος εργάζεται παραγωγικά, σκέφτεται, πράττει; Στην καλύτερη περίπτωση προσπαθεί να διαχειριστεί την καθημερινότητα, άντε να περάσει η μέρα και να ρθει τοδειλινό. Όχι γιατί τότε τον περιμένει κάτι καλύτερο, απλώς έχουν κλείσει οι τράπεζες, μπορεί να πάρει μια πρόσκαιρη ανάσα μέχρι το επόμενο πρωινό. Κάθε μέρα καταμετρούμε επιταγές, επιχειρήσεις που καταρρέουν και λυπούμαι αγαπητέ μου Ηλία Μαμαλάκη εργοδότης δεν είναι απαραιτήτως ο κοιλαράς με το πούρο στην πλατεία Κολωνακίου. Γνωρίζω πλείστους όσους εργοδότες ποu είναι σε δεινότερη θέση από τους υπαλλήλους τους, που δεν κοιμούνται τα βράδια και είναι χειροπόδαρα δεμένοι.

Έτσι ζω κι εγώ και πλείστοι όσοι άλλοι. Αλλά επειδή θυμήθηκα των γονιών μου τις αφηγήσεις ότι στην Κατοχή, μέσα στο φόβο και την ανέχεια γίνονταν και τα καλύτερα πάρτυ, τα πιο ζωηρά τα πιο ξέφρενα γιατί ο οίστρος της ζωής θέλει να ναι (και μακάρι να ναι) ισχυρότερος από τον φόβο του θανάτου, κατά πως λέει ο Εμπειρίκος μου «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων», φόρεσα στραβά το καπελάκι μου στριμμένο το τσιγάρο, πολλές φουρτούνες πέρασα και δεν φοβάμαι χάρο και πέρασα χτες το βράδυ τη νύχτα στους δρόμους. Από μπαρ σε μπαρ, από ποτό σε ποτό από μουρμούρισμα σε τραγούδι. Έξω φωνή στην Πανεπιστημίου μέσα από το αυτοκίνητο, με τη Λίνα οδηγό και εμψυχώτρια, στην Πανεπιστημίου που κατά το ήμισυ ήταν κλεισμένη από τους απολυθέντες της πάλαι ποτέ Ολυμπιακής. (Excuse me, εσείς δεν υπήρξατε από τους πλέον ευνοημένους υπαλλήλους και απολυθέντες επίσης; Διορθώστε με).

Aλλά για να μη με θεωρήσετε ρέμπελη και γυρίστρω πάρτε και μια ιδέα τι να φάμε το βράδυ. Φτηνά και καλά, με τους φίλους γύρω από το τραπέζι, τους παλιούς και τους νέους, τους αγαπημένους, αυτούς που ξέρουν από ζόρια και δυσκολίες αλλά και ξέρουν να σου σφίγγουν το χέρι στο σημείο ακριβώς που το χρειάζεσαι:

Ανοιξιάτικο κριθαρότο για δύσκολους καιρούς

• 1/4 φλιτζανιού ξίδι από κόκκινο κρασί
• 2 κ.σ. χυμό λεμονιού
• 1 κ.σ. μέλι
• ½ φλιτζάνι ελαιόλαδο (καλόοοοο)
• 6 φλιτζάνια ζωμό από κοτόπουλο (σπιτικό κατά προτίμηση και Άρη μη κοροϊδεύεις)
• 2,5 φλιτζάνια κριθαράκι
• καμμιά 15αριά ντοματίνια (προτιμώ τα στενόμακρα)
• 1 ½ φλιτζάνι φέτα κομμένη σε κυβάκια ή
• 1 φλιτζάνι φρέσκο βασιλικό (τι τις έχουμε τις γλάστρες;)
• 1 φλιτζάνι ψιλοκομμένα φρέσκα κρεμμυδάκια
• ½ φλιτζάνι κουκουνάρι ψημμένο (στο τηγανάκι χωρίς λάδι)

Ανακατεύω σε ένα μπολάκι το ξίδι, το λεμόνι και το μέλι προσθέτοντας λίγο λίγο το ελαιόλαδο. Αλατοπιπερώνω.
Βράζω το ζωμό σε απλωτή κατσαρόλα βαθιά. Ρίχνω το κριθαράκι (προτιμώ το λεπτό κριθαράκι της Barilla αλλά γούστα είναι αυτά), χαμηλώνω τη φωτιά, μισοκλείνω το καπάκι και το αφήνω κανά τέταρτο, να κρατάει λίγο και να μη γίνει έμπλαστρο. Μεταφέρω σε βαθύ χορταστικό μπολ και ανακατεύω με πιρούνι μέχρις ότου χλιαρέψει.
Προσθέτω στο μπολ τα ντοματίνια (κομμένα στη μέση αν είναι τροφαντά), τη φέτα, το βασιλικό και τα φρέσκα κρεμμυδάκια. Από πάνω λούζω με την βινεγκρέτ, ανακατεύω και στολίζω με τα κουκουνάρια.
Το απολαμβάνουμε σε θερμοκρασία δωματίου. Μια επιπλέονστριψιά από το μύλο πιπεριού μάλλον είναι απαραίτητη.

* Η συνταγή προέρχεται από το epicurius.com,που συχνότατα με σώζει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News