1360
|

Η Νάντια στην Ελλάδα

Avatar Νίκη Κόλλια 5 Απριλίου 2011, 01:53

Η Νάντια στην Ελλάδα

Avatar Νίκη Κόλλια 5 Απριλίου 2011, 01:53

Κάποτε πίστευα σε έναν ευαίσθητο άγιο κυρία. 

Μα μισή ώρα τώρα με άφησε μονάχη, πεσμένη στα γόνατα, να τρίβω έναν τεράστιο λεκέ από πύραυλο σοκολάτας 4Χ4 πάνω στο λευκό χειροποίητο χαλί του σαλονιού σας, σαν απαίσιο ξεραμένο αίμα σε χιόνι. 
«Νάντια καθάρισε γρήγορα το χαλί μη βάψει. Πλύνε και τον μικρό, δεν βλέπεις πως έγινε; Εγώ βιάζομαι, θα τα πούμε άλλη ώρα εμείς» είπατε δίχως να κοιτάξτε ούτε εμένα,ούτε το παιδί σας, κλείσατε την πόρτα και φύγατε για το ραντεβού.

Πρωτοήρθα σπίτι σας κυρία ακριβώς πριν επτά χρόνια. Χτύπησα το κουδούνι της πόρτας, σφίγγοντας στην αγκαλιά μου μια μεγάλη πλαστική σακούλα Hondos που είχε μέσα της όλη μου τη ζωή. Με ρωτήσατε αν έχω παιδιά. Έβγαλα με περηφάνια από τη σακούλα τη φωτογραφία τους «έχω δύο όμορφα αγόρια, το ένα είναι στην ηλικία του δικού σας» ετοιμαζόμουν να σας πω, μα με μια κοφτή κίνησή σας με προλάβατε και δίχως να με κοιτάξετε, μου ανακοινώσατε το μισθό, τα ρεπό και τη δουλειά μου. Την φωτογραφία θα τη δω αργότερα, είπατε και κλείσατε την πόρτα βιαστικά.

Επτά χρόνια έχουν περάσει από τότε κυρία και δεν έχετε δει ακόμη τη φωτογραφία των παιδιών μου. Επτά ολόκληρα χρόνια είμαι στο σπίτι σας και δεν με ρωτήσατε αν είναι καλά, αν αρρωσταίνουν, αν είναι θυμωμένα με τη μάνα τους που τα παρατησε και πήγε σε άλλον τόπο, πώς μεγαλώνουν, με ποιον μεγαλώνουν, ποιος τα φροντίζει. Ποτέ, ούτε μια φορά.

Επτά χρόνια τώρα κοιτώ τα δυο μου αγόρια μονάχα σε φωτογραφία. Επτά ολόκληρα χρόνια μεγαλώνω το δικό σας παιδί, ενώ τα δικά μου δεν με θυμούνται. Επτά χρόνια τώρα το δικό σας παιδί έχει μια μάνα να το αγκαλιάζει και μια δεύτερη κυρία να το αγκαλιάζει ξανά, ενώ τα δικά μου αγόρια δεν έχουν κανέναν να τα πάρει μια αγκαλιά και ξέχασαν πώς είναι η δική μου. Επτά χρόνια τώρα κάθε μέρα το δικό σας παιδί έχει μια μάνα για να το μάθει και να την μάθει, ενώ τα δικά μου με γνωρίζουν μονάχα μέσα από τις επιταγές που τους στέλνω κάθε μήνα. Επτά χρόνια το παιδί σας έχει μια μάνα να το μαλώνει όταν δεν διαβάζει ή δεν τρώει όλο το φαί του. Και τα παιδιά μου θα ήθελαν μια μάνα και ας τα μαλώνει όταν δεν τρώνε όλο το φαγητό τους. "Μια κουταλιά για τη μαμά, μια για τον Θεούλη." Μόνο που τα παιδιά στη χώρα μου τρώνε όλο το φαγητό τους, γιατί το φαγητό είναι λίγο και τα παιδιά πολλά.

Κάθε μέρα κυρία για επτά χρόνια τώρα μεγαλώνω το δικό σας παιδί, ενώ δεν έχω κανακέψει ποτέ τα δικά μου, το ντύνω, το στολιζω, το χαϊδεύω, και ναι, πολλές φορές τα πιο τρυφερά πράγματα μπορούν να γίνουν σκληρά, ιδίως όταν ξέρεις πως δεν έχεις στείλει ούτε ένα βλέμμα θαυμασμού σε μια σχολική γιορτή των παιδιών σου, σαν αυτές του δικού σας παιδιού που δεν προλαβαίνετε ποτέ να πάτε. Μεγαλώνω ξένα παιδιά κυρία και πονάω, τα ενθαρρύνω, τα συμβουλεύω, τα βγάζω κάθε απόγευμα βόλτα, πάω μαζί τους το καλοκαίρι μαζί για μπάνιο στη θάλασσα και πονάω γιατί τα δικά μου παιδιά δεν έχουν δει ποτέ πως είναι η θάλασσα.

Και ύστερα τα μάτια μου πρήζονται κυρία από ένα βουβό κλάμα, και σεις στρέφετε αλλού το βλέμμα, λες και φοβάστε πως δυο μάτια πρησμένα μπορούν να ανοίξουν την πόρτα της πανέμορφης μεζονέτας σας στην φτώχεια,τον τρόμο, σε μια άλλη σκοτεινή αλήθεια που σας είναι ξένη και τόσο αδιάφορη και έτσι θέλετε να μείνει ξένη. Χωρίς καλά ελληνικά. Γιατί εγώ κυρία δεν έμαθα ποτέ τα ελληνικά των ιδιωτικών σχολείων. Τα ελληνικά μου είναι της μετανάστευσης, της μοναξιάς, όσα χρειάζονται για μια μηνιαία επιταγή, σε διαταγή των αγοριών μου. Τα ελληνικά είναι αρκετά για να με κλείνουν κάθε βράδυ στη μουχλιασμένη υπόγεια γκαρσονιέρα της οδού Επτανήσου. Τα ελληνικά μου είναι αρκετά για να περάσει η ζωή μου: Κυψέλη, Πατήσια, Γκύζη, Ψυχικό, Φιλοθέη, και το δρομολόγιο ξανά ανάποδα, είναι αρκετά για να με βυθίζουν κάθε βράδυ σε έναν ύπνο άδειο μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι σε ελληνικά και γω να ξαναρχίσω μηχανικά, βασσανιστικά το ίδιο δρομολόγιο: βεράντες, σαλόνια, τζάμια με πανί (και όχι εφημερίδα που αφήνει χαρακιές), πλύσιμο, σίδερο, σφουγγάρισμα, μαγείρεμα, σκύψιμο, γονάτισμα στα τέσσερα και ύστερα ξανά σκύψιμο. Και ύστερα δεν έχω μέση. Και ύστερα δεν έχω γόνατα. Και ύστερα δεν έχω αντοχές και ύστερα τις βρίσκω, γιατί κυρία μπορείτε πολύ εύκολα να βρείτε άλλη κοπέλα και γω μπορώ πολύ δύσκολα να βρω άλλη κυρία.

Δεν λέω ότι είστε κακός άνθρωπος κυρία. Δεν φωνάζετε, δεν βρίζετε, δεν μετράτε τα γλυκά στο ψυγείο σας και τις πορσελάνες αν λείπουν… μόνο που βιάζεστε πάντα, και μες τη βιασύνη σας επτά χρόνια τώρα κυρία δεν έχουμε κοιταχθεί ποτέ στα μάτια.

Και είμαι και γω άνθρωπος. Και νιώθω, ίσως και περισσότερα από εσάς, γιατί μου λείπουν περισσότερα. Και αν εσείς δεν θέλετε να με βλέπετε μπροστά σας επειδή είμαι θαμπή, και τα χέρια μου είναι πρησμένα και γεμάτα καψίματα, και επειδή το πρόσωπό μου στέγνωσε και έχω τα μαλλιά μου πάντα μαζεμένα, το κορίτσι που έχω εγώ στο νου μου δεν θα πάψει ποτέ να είναι λαμπερό και όμορφο και περήφανο και ανθρώπινο.  Γιατί και εγώ υπήρξα κορίτσι, στο χωριό μου, στη συνοικία μου, στη γειτονιά μου, στο δρόμο μου, όπου περπατούσα κουνιστή και όμορφη και τα αγόρια μου σφύριζαν το δρόμο.Γιατί και γω πόθησα έναν όμορφο άνδρα και ένα όμορφο σπίτι και μια όμορφη ζωή. Και ύστερα ο άνδρας που ήρθε σε μένα, πέθανε –σε εργατικό ατύχημα, γιατί ήταν απλός εργάτης- και η ζωή μου ασχήμυνε και έπαψα να κουνιέμαι.  Είμαι άνθρωπος κυρία. Είμαι γυναίκα. Είμαι μετανάστρια. Είμαι η μαμά δυο αγοριών. Είμαι 47 ετών και πολλές φορές αισθάνομαι σα δεμένη σε βράχο. Είμαι γυναίκα κυρία και κανένας γκόμενός μου δεν μου φέρθηκε σαν σε κυρία, κυρία. Και κανένας γκόμενός μου δεν μου αγόρασε ποτέ άρωμα. Κάθε πρωί ξεκινώ για το μηδέν και το τίποτε που λέγεται ζωή μου. Και καθώς ντύνομαι, με κοιτώ στα κλεφτά στον καθρέφτη και αναγνωρίζω παντού ίχνη και βαθιές χαρακιές από παλιές όμορφες κουνιστές ιστορίες. Και ύστερα στέκομαι ολόκληρη μπρος στον καθρέφτη και βλέπω ένα πρόσωπο –δίχως πια φύλο- σημαδεμένο από τη μακρόχρονη μοναξιά, από τις περιπλανήσεις σε απόμακρους χωματόδρομους , σε γυμνές πλαγιές και ύστερα πέφτω πάνω στο κελί-γκαρσονιέρα της Κυψέλης και συνθλίβομαι, εκεί όπου τα βράδια δραπετεύουμε όλες μαζί οι κάτοικοί του μέσα στο θαυμαστό κόσμο της τηλεόρασης, μπροστά σε μια γυάλινη επιφανεία που μου κράτα και της κρατώ παρέα κάθε που αλλάζει ένας χρόνος. 

Όχι κυρία δεν είμαι λυπημένη. Μονάχα πονάω. Γιατί έχω περίοδο κυρία και πονάω. Και είναι βράδυ κυρία και πονάω. Και ενώ πονάω, εγώ αύριο πρέπει να σηκωθώ στις 6:00 για να πάρω το τρόλεϊ και ύστερα το λεωφορείο και να είμαι στο σπίτι σας στις 7:30, για να ντύσω τον μικρό σας και να του φτιάξω πρωινό και να τον βάλω στο σχολικό και ύστερα να κάνω τις δουλειές.

Όχι κυρία δεν είμαι λυπημένη. Παίρνω όμως το θάρρος μετά από επτά χρόνια στο σπίτι σας και σας μιλώ γιατί έχω ανάγκη να παίρνω κουράγιο για το παρακάτω. Γιατί κυρία εσείς και γω (και άλλοι πολλοί σαν και εμάς) είμαστε τελικά η Αθήνα. Και μπορεί μερικοί να ερχόμαστε από διαφορετικές χώρες και ηπείρους, μπορεί πολλοί από εμάς να μην είμαστε καταγεγραμμένοι, αλλά δεν πιστεύω κυρία ότι υπάρχουν άνθρωποι σήμερα που δε σηκώνουν ένα βαρύ σακί, γεμάτο καημούς, πόθους και πόνους, και δεν πιστεύω ότι υπάρχουν πεντακάθαρες συνειδήσεις και μάτια που δεν πρήζονται. Απόψε κυρία θα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και θα διαβάσω στο παιδί σας και τα δικά μου παιδιά σε σπαστά ελληνικά για ένα γαϊτανάκι, που το γραψε μια γιαγιά πια ελληνίδα συγγραφέας, πολύ καιρό πριν…Ένα γαϊτανάκι για χιλιάδες νέους, γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινούς με μαύρα μάτια, νέγρους με κάτασπρα δόντια, κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμους με πολύχρωμα φτερά που δώσανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιασε τη Γη, που γκρέμισε τους τοίχους όλων των ανθρώπων και όλοι μαζί άρχισαν να τραγουδούν: " Αν όλα τα παιδιά της γης/ πιάναν γερά τα χέρια/ κορίτσια αγόρια στη σειρά/ και στήνανε χορό/ ο κύκλος θα γινότανε/ πολύ πολύ μεγάλος/ κι ολόκληρη τη Γη μας/ θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.''

Χαράζει κυρία… Όταν χαράζει ένας πρώτος στεναγμός βγαίνει απ' τα πιο σφιγμένα χείλη των ανθρώπων. Σαν μια πεταλούδα σε τούτη δω την υπόγεια γκαρσονιέρα που πετά ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News