Ανήκω στην τυχερή εκείνη κατηγορία ανθρώπων που κανείς ποτέ δεν σήκωσε χέρι πάνω τους: ούτε γονιός, ούτε δάσκαλος, ούτε συμμαθητής σε σχολικό καυγά, ούτε πολεμόχαρο όργανο της τάξης ή ζηλωτής ιδεολογίας που επικροτεί τη βία ως μέσο επιβολής.
Ως εκ τούτου, η σωματική βία – και παρά την υποτιθέμενη απευαισθητοποίηση μέσω της έκθεσης σε βίαιες κινηματογραφικές σκηνές – μου προκαλούσε πάντα ανείπωτο τρόμο. Την πρώτη φορά που απ’ το παράθυρο του παιδικού μου δωματίου άκουσα φωνές στη Θεμιστοκλή Σοφούλη, και βγαίνοντας στο μπαλκόνι είδα τους οδηγούς δυο αμαξιών που είχαν τσακωθεί για άγνωστη αιτία να παίζουν ξύλο, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να κρυφτώ, να κλείσω το παράθυρο, να κατεβάσω τα στόρια και να προσποιηθώ πως αυτό που είχα μόλις δει δεν συνέβαινε. Κι ακόμα και τώρα, που η κρίση και ο απόηχός της έχουν κάνει τις βιαιοπραγίες στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας, η ιδέα πως, όποια κι αν είναι τα κίνητρά του, ένας άνθρωπος μπορεί να χτυπήσει (συχνά μέχρι θανάτου) έναν συνάνθρωπό του, μου φαίνεται όχι μόνον αποκρουστική, μα σχεδόν αδιανόητη.
Παράλληλα με το κυνήγι της ευτυχίας, η αποφυγή του πόνου – σωματικού και ψυχικού – υπήρξε ανέκαθεν θεμελιώδης επιδίωξη της ανθρωπότητας. Και παρά την αναπόδραστη φθορά του χρόνου και το άλγος της ασθένειας, που ως ένα σημείο θα έπρεπε να μας εξοικειώνουν με την ιδέα του, ο πόνος παραμένει μείζον φόβητρο, και η πρόληψη ή η αντιμετώπισή του πρωταρχικό μέλημα όλων μας. Ωστόσο, το χειρότερο είδος πόνου είναι αυτό που μπορεί να μας προξενήσει ένας άλλος άνθρωπος, διότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για την τυχαία, συμπτωματική δυσφορία του κορμιού αλλά για πράξη συνειδητή, που απορρέει από ένα μίσος εξίσου οδυνηρό με την πραγμάτωσή του.
Όχι πως δεν υπάρχουν μορφές βίας εξίσου και περισσότερο ύπουλες ή άγριες από την χειροδικία. Η καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα τυραννικό καθεστώς, η καταναγκαστική σχεδόν εργασία σε απάνθρωπες συνθήκες που επιτάσσει ο σύγχρονος καπιταλισμός, αλλά και η τόσο οικεία σε όλους μας ενδοοικογενειακή βία – που ασκείται το ίδιο αποτελεσματικά, και με αντίστοιχα ολέθριες συνέπειες, τόσο με τη ράβδο όσο και με τον λόγο – είναι υπεύθυνες για ασύλληπτο πόνο, πολλές φορές δε ακόμα και για τον θάνατο ανθρώπων που προτιμούν την απώλεια κάθε αίσθησης από μια πραγματικότητα που δεν έχει να προσφέρει παρά μόνον σαρκική και ψυχική οδύνη.
Ωστόσο η άμεση, ωμή βία του ξυλοδαρμού και του φόνου ήταν και παραμένει η πλέον αποτροπιαστική για όλους – κάτι που καθίσταται προφανές αν κανείς παρατηρήσει πώς, προϊούσης της εξέλιξης και της πανουργίας του ανθρώπινου γένους, η απόσταση ανάμεσα στον επιτιθέμενο και τον στόχο του μεγαλώνει ολοένα: από τις γροθιές, το μαχαίρι και το ρόπαλο στο ξίφος, το ακόντιο και το βέλος, στον καταπέλτη και το πυροβόλο όπλο, κι από εκεί στη νάρκη, τη βόμβα, τον τηλεκατευθυνόμενο πύραυλο και τον βιολογικό πόλεμο° οτιδήποτε προκειμένου η βία, και ο πόνος που επιφέρει, να παραμένουν εκτός του οπτικού πεδίου (και άρα της συνείδησης, που ακόμα κι αν φυτοζωεί ουδέποτε εκλείπει) του εκτελεστικού της οργάνου. Δεν είναι τυχαίο ότι, πιο πολύ κι από τη φρίκη των διαφόρων πολέμων που πυροδοτεί και συντηρεί ο ανεπτυγμένος κόσμος για τη μακροημέρευση της οικονομικής ολιγαρχίας που καρπώνεται τα οφέλη τους, αυτό που σοκάρει και προκαλεί την εντονότερη κατακραυγή είναι τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι αιχμάλωτοι – διότι σε αυτά η απόσταση καταργείται, και ο άνθρωπος διολισθαίνει στη βαρβαρότητα ενός παρελθόντος του οποίου η αναβίωση συνιστά ντροπή όχι μόνο για τους βασανιστές και τους εντολείς τους, αλλά για ολόκληρη την οικουμένη.
Δυστυχώς, η οικονομική δυσπραγία, και το κράμα οργής και απόγνωσης που προξενεί σε εκατομμύρια συνανθρώπους μας, είναι το πρώτο βήμα στην κατηφόρα της εξαγρίωσης. Είτε ως αντανάκλαση της βαναυσότητας του κράτους και της αστυνομίας, είτε ως πρακτική φασιστικών πολιτικών καρκινωμάτων που εμπνέουν στα υποχείριά τους άκρατο μίσος προς μια πληθώρα επινοημένων εχθρών, ή ακόμα και ως ακραία μορφή εκτόνωσης (η αυταπάτη του αδικημένου, του πονεμένου που νομίζει ότι προκαλώντας πόνο στον άλλο θα ξεπεράσει τον δικό του – διότι το πρώην θύμα δεν παύει να είναι θύμα με τη μετάλλαξή του σε θύτη), η βία ξεσπά κάθε τόσο στις πιο ανατριχιαστικά ακραίες μορφές της, πλήττοντας και εκβαρβαρίζοντας απείρως περισσότερους ανθρώπους από αυτούς που την ασκούν και την υφίστανται.
Διότι κάθε φορά που ένας άνθρωπος ξυλοκοπείται, στο πρόσωπό του ξυλοκοπείται όλη η ανθρωπότητα, και μαζί με την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του ευτελίζονται οι αγώνες αιώνων για μια ζωή απαλλαγμένη από τον πόνο και τον φόβο του, καθώς και αρετές όπως η ελευθερία, η ελπίδα και η συμπόνια, που επιμένω να πιστεύω ότι, έστω και ατροφικές, κατοικούν στην ψυχή και του πλέον απεχθούς "τέρατος" (που όσο κι αν θα μας ανακούφιζε, ποτέ δεν είναι στ’ αλήθεια τέρας). Το ξύλο που τρώει ο ένας, όποιος κι αν είναι κι όποιοι κι αν τον δέρνουν, το τρώμε όλοι μας. Και με κάθε αμυχή, με κάθε μώλωπα, αιμάτωμα, κάταγμα κι επιθανάτιο ρόγχο στην άσφαλτο και τα πεζοδρόμια μιας συγκέντρωσης διαμαρτυρίας που ταπεινώνεται και καταπνίγεται από πράξεις ατομικής ή συλλογικής αγριότητας, σπιλώνει και ακυρώνει όλα τα θαυμαστά επιτεύγματα του ανθρώπινου νου, και του πολιτισμού που θα έπρεπε να καθιστά τέτοιες πράξεις αδιανόητες σε όλους.
Κι αυτό είναι κάτι που, όσο ουτοπικό κι αν φαντάζει – μιας και η επιβολή του ισχυρού στον αδύναμο πατά σε αρχέγονα ένστικτα, και λαμβάνει τις ευλογίες των αθλιότερων κληρονόμων της ανθρώπινης ιστορίας – στο όνομα ενός καλύτερου αύριο που δικαιούνται να ονειρεύονται και να επιζητούν όσοι αντιστέκονται στην παλινδρόμηση σ’ έναν κόσμο άγνοιας, εκμετάλλευσης κι εξαχρείωσης, πρέπει κάποτε να σταματήσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News