Κατά καιρούς, και ειδικότερα τώρα, που η οικονομική κρίση έφερε βίαια στο προσκήνιο τις αιθαλείς παθογένειες του ελληνικού συστήματος, έχουν υπάρξει δημόσιες τοποθετήσεις, από ειδικούς και μη (κυρίως), για τα βασικά προβλήματα του τουρισμού στη χώρα μας. Καταρχάς, είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί μια σοβαρή δημόσια διαβούλευση για τον τομέα του τουρισμού, από τη στιγμή που τόσα χρόνια η Ελλάδα δεν διαθέτει χωροταξικό σχέδιο. Εν συντομία, χωροταξικό σχέδιο σημαίνει ότι το κράτος προσδιορίζει τη χρήση γης και δίνει κεντρικές κατευθύνσεις για την τουριστική αξιοποίηση των γεωγραφικών της διαμερισμάτων, σύμφωνα βέβαια με τις δυνατότητες και τις ανάγκες της κάθε περιοχής. Η απουσία χωροταξικού πλαισίου αυτομάτως συνεπάγεται αδυναμία κατάρτισης από την πολιτεία συγκεκριμένης στρατηγικής για την τουριστική ανάπτυξη, γεγονός το οποίο οδήγησε στα καταστροφικά αποτελέσματα του (υπερ) κορεσμού ορισμένων αγορών, όπως για παράδειγμα της Ρόδου, της Κω και της Κρήτης.
Ο ανύπαρκτος κρατικός σχεδιασμός σε συνάρτηση με τον πακτωλό χρημάτων των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης και του αναπτυξιακού νόμου (γέλια) έδωσε την ευκαιρία σε τσιφλικάδες και μεγαλογαιοκτήμονες να μετατραπούν εν μία νυκτί σε ξενοδόχοι. Όποιος είχε κι ένα παραθαλάσσιο στρέμμα σε νησί, έχτιζε αβέρτα. Στην αρχή “rooms to let”, μετά ξενοδοχειακές μονάδες με 2.000 κλίνες. Κι αντε να δεχθούμε τη λογική ότι το κράτος επιδότησε τα νησιά που βρίσκονται κοντά στην Τουρκία για να ενισχύσει την τοπική ζωή και να ισχυροποιήσει τα σύνορά της, δεν γινόταν να ηγηθεί της ανάπτυξης ώστε να διαμορφώσει μια ανταγωνιστική και σύγχρονη τουριστική αγορά που δεν θα χρεοκοπούσε μέσα σε τριάντα χρόνια; Σήμερα, οι τεράστιες αυτές εγκαταστάσεις μελαγχολούν σαν κομμουνιστικά κτίρια ενός μακρινού παρελθόντος, δίχως παρόν.
Αν κάνουμε μια προσπάθεια (μάταια) να ξεχάσουμε την κρατική απουσία, τα υπόλοιπα προβλήματα λίγο πολύ είναι γνωστά και ανακυκλώνονται διαρκώς, από τα ξαναζεσταμμένα πιάτα που σερβίρονται ως “της ώρας” μέχρι την αναξιοπρεπή ποιότητα παροχών της πλειοψηφίας των καταλυμάτων συγκριτικά με τις τιμές που χρεώνουν. Ωστόσο, πέρα από τις “συμπεριφορές της αρπαχτής”, το κυριότερο πρόβλημα σχετίζεται με την αφαίμαξη της “ελληνικότητας” από το τουριστικό πρόσωπο της χώρας. Ελληνικότητα που βρήκα ζωηρή και περήφανη ένα κυριακάτικο μεσημέρι στο GB Corner της Μεγάλης Βρετανίας.
Εκεί όπου ο σεφ, Σωτήρης Ευαγγέλου, από τον περασμένο Σεπτέμβρη, πραγματοποίησε μια καθοριστική στροφή στο εστιατόριο του ιστορικού ξενοδοχείου. Εγκατέλειψε τη γαλλική κουζίνα και δημιούργησε εξ αρχής ένα αμιγώς ελληνικού μενού, βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα της παραδοσιακής μας κουζίνας. Τι κι αν μέχρι στιγμής κανένας κρατικός φορέας δεν έχει συγκροτήσει ένα βασικό ελληνικό συνταγολόγιο (βλέπε περιπτώσεις Γαλλίας, Ιταλίας και προσφάτως Ισπανίας, πόσο συστηματικά έχουν επενδύσει τουριστικά στην κουζίνα τους), με την προοπτική να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα συντελεστεί η ολική ανάπλαση της τουριστικής εικόνας της χώρας, ο ίδιος πήρε την πρωτοβουλία να ψάξει στα κιτάπια της ξεχασμένης μας κουζίνας και να ανασύρει την ελληνική γεύση.
Με απλές συνταγές, δίχως φιοριτούρες και περιττές γκουρμεδιές, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά προϊόντας της ελληνικής γης (από αυτά που περηφρονούμε) σερβίρει πιάτα που επαναφέρουν στο προσκήνιο την ουσία της μαγειρικής, τη νοστιμάδα. Πιάτα από κάθε γωνιά της χώρας, που τα τρως και γλύφεις τα δάχτυλά σου. Όπως ακριβώς έκαναν οι παλιότεροι, όταν η μαμά τοποθετούσε στο κυριακάτικο τραπέζι την αχνιστή κατσαρόλα ή το τυλιγμένο ταψί με τη λαδόκολλα. Με άλλα λόγια: ελληνικές συνταγές (παράδοση και ιστορία), ελληνικές πρώτες ύλες (ζωντανό παρόν), ελληνικό προϊόν 100% -αυτός είναι ο ορισμός της ονομασίας προέλευσης- στην καρδιά της πρωτεύουσας, στην πλατεία Συντάγματος. Δωρεάν διαφήμιση για τον ελληνικό τουρισμό, χωρίς δημοτικούς φόρους, “λαδώματα” στην πολεοδομία, παράνομες περιφράξεις και ούτω κάθε εξής.
Η επιστροφή στις ελληνικές ρίζες δεν πρόκεται για καμία είδους φετιχιστική παρελθοντολαγνεία, ούτε φυσικά μέσα της κατοικεί καμία πατριωτική ή εθνικιστική διάσταση. Είναι απλώς η λογική του αυτονόητου (στο κέντρο της Ελλάδας το ιστορικότερο ξενοδοχείο της χώρας είναι αυτονόητο πως θα σερβίρει ελληνικό φαγητό), που την ακολούθησε ένας άνθρωπος που ξέρει καλά τη δουλειά του και γνωρίζει τις δυνατότητες του τόπου όπου ζει. Μάλιστα, η συγκεκριμένη προσπάθεια, προσφάτως ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία ενός ξεχωριστού μενού, το οποίο συνδυάζει τρία ελληνικά πιάτα με τρία αντίστοιχα ποτήρια κρασιού, εννοείται Ελλήνων οινοπαραγωγών (πρώτη συνεργασία με τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου).
Όπως δήλωσε ο υποδιευθυντής του ξενοδοχείου, κύριος Γρηγόρης Λιασίδης, “στόχος μας ήταν, χρησιμοποιώντας αμιγώς ελληνικά προϊόντα, να φτιάξουμε μια σπιτική κουζίνα, γεμάτη αυθεντικές γεύσεις και αναμνήσεις, ώστε να επαναφέρουμε το GB Corner στο χάρτη”. Κάπως έτσι θα επανέλθει και η Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη. Γιατί μέσα στη γενικότερη ισοπέδωση των πάντων, επιμένουμε να εξωραϊζουμε το παρελθόν και να απαξιώνουμε το παρόν. Λάθος. Αυτά που έχουμε, ακόμη και τώρα, αρκούν και περισσεύουν. Αρκεί επιτέλους να τα αξιοποιήσουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News