1008
|

Φλώρε, έχεις πακέτο!

Φλώρε, έχεις πακέτο!

Ε, ναι, λοιπόν παίδες! Η ώρα που όλοι περιμένατε έφτασε! Εnough is enough! Αι σιχτιρ πια! Ο Ζορό ξύπνησε μέσα στο κορίτσι (όχι ότι κοιμάται και ποτέ… Έναν υπνάκο παίρνει πότε πότε…) και αποφάσισε να τα κάνει όλα λαμπόγιαλο. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν λίγος χρόνος και καλή οργάνωση. (παρντόν μαντάμ Ιατροβιομηχάνογλου που σας χάλασα τη σούπα αλλά το είπε και η δημαρχάρα μας ο Νικήτας: Δεν ασχολούμαι με τις μεγαλοαστές κυρίες!)

Έβαλα λοιπόν μπροστά το κόλπο γκρόσο: Για να μπορέσω να εκμεταλλευτώ το χρόνο μεταξύ της Αγίας Φιλοθέης (ακριβώς δίπλα στο εξίσου Άγιο Ψυχικό) και του κτήματος «Η ατελείωτη ευτυχία» όπου θα μας παρέθεταν το γαμήλιο δείπνο μετά μουσικής, άρχισα τα σαμποτάζ από το καλσόν μου (ένα πανακρίβογλου και veeeery hot δαντελένιο, μη σας τα λέω τώρα και σας ξυπνάω το ζώο μέσα σας. Αρκετά ζώα έχω να αντιμετωπίσω…). Με τρόπο βάζω το στυλό μου σε μια τρυπίτσα της δαντέλας και τη σουρομαδάω. Μέσα σε ένα λεπτάκι μια τρύπα σαν του κρατικού προϋπολογισμού άνοιξε καταμεσής του υπέροχα γυμνασμένου τετρακέφαλου μου (ή το μπούτι του ανθρώπου έχει τρία κεφάλια; Θα σας γελάσω. Πάντως όσα κεφάλια και να έχει, εγώ τα χω γυμνάσει!)

-Πω πω κοίτα τι έπαθα! είπα στη Μάνα(τζερ) με παπατζίδικη απόγνωση δείχνοντάς της τη θλιβερή οπή που μετέτρεπε την κοράκλα της σε Λούρδη, κοράκλα Μαντόνας (εξίσου μάνα(τζερ) απ΄ότι έχω ψυχανεμιστεί με τη διαφορά ότι αυτή πουλάει την τρύπα, ενώ η δικιά μου πουλάει τη δαντέλα…)

Η μάνα(τζερ) αφού βυθίστηκε στιγμιαία σε πελάγη αγχωτικής μικροαστικής απελπισίας, ανέκτησε τάχιστα την ψυχραιμία της. Έκανε έλεγχο βλάβης, προχώρησε σε risk management και κατέληξε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα: «Τσακίσου σπίτι να αλλάξεις καλσόν. Και μετά τσακίσου κατευθείαν στο κτήμα». Κάνοντας ένα μορφασμό τύπου «όχι ρε γαμώτο βαριέμαι» άρπαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου της και την έκανα τρέχοντας. Ο πρώτος γύρος έληξε επιτυχώς. Άριστα 10 στην κοριτσάρα! (να με συγχωρείται που λέω και κάτι παραπάνω για την πάρτη μου αλλά δεν είχα εμψυχωτή/cheer leader πρόχειρο να τονώσει το ηθικό μου οπότε εγώ έπρεπε να κάνω κι αυτή τη βρωμοδουλειά!)

Έφτασα τέρμα τα γκάζια στη φάμιλι-βίλα και χτύπησα το κουδούνι της θειάς μου δίπλα. Μου άνοιξε ο ξάδερφός μου ο Σάκης (ο γνωστός και ως μαλάκας) αγανακτισμένος που κάποιος τόλμησε και τον σήκωσε απ΄τον καναπέ την ιερή ώρα που του αποκαλύπτονταν τα μυστικά της Εδέμ.

-Τι έπαθες ρε μαλάκα; με ρώτησε παρατηρώντας ακόμα και αυτός, γνωστός αργόκαυστος, το τρελαμένο μου βλέμμα.
-Τίποτα μωρέ, μαλακίες, έκανα τάχαμου αδιάφορα εγώ. Έσκισα το καλσόν μου. Σου βρίσκεται κανένα καινούριο;
-Τι μαλακίες μου λες ρε; Φοράω εγώ καλσόν;
-Α, δε φοράς; Καλά, μαλακία. Η μάνα σου;
-Λείπει. Πήγε σε μια μαλακία.
-Ω μαλάκα μου… Τι θα κάνω τώρα; Παίζει κανα καινούριο καλσόν;
-Που να ξέρω ρε μαλάκα; Ψάξε! (κι εσύ Μπαμπινιώτη ψάξε να βρεις τι λέγαμε…)

Αυτό ήταν! Ο Ξάδερφος άραξε ξανά σα σκούνα πάνω στον καναπέ κι εγώ πήρα πράσινη κάρτα να ψάξω όσο γουστάρω στα ντουλάπια του να βρω δυναμιτάκια, κροτιδάκια, γουρούνες ή ότι άλλο ήθελε προκύψει. Ξεχνάω να σας πω το βασικότερο: ο ξάδερφος είχε ένα κολλητό αρχιβάζελο της θύρας 13 που έκρυβε το σταφ του στο φιλειρηνικό ντουλάπι του μαλάκα του ξάδερφου γιατί η μάνα του τον απείλησε με έξωση. Ο Σάκης -αν και γενικά μπουχέσας- φιλοξενούσε τα εκρηκτικά του χουλιγκάνου κολλητού του και έπαιρνε σε αντάλλαγμα μπάφους, τους οποίους έκρυβε στο ίδιο σημείο γιατί βαριόταν να σκεφτεί άλλο! Πήγα λοιπόν σφαίρα, ξετρύπωσα το μαύρο κουτί και βούτηξα στα γρήγορα ένα μπάφο για μία ώρα ανάγκης και ένα δυναμιτάκι (+ 1 ρεζέρβα στην περίπτωση που το πρώτο έβγαινε μούφα). Μετά παραβίασα τα συρτάρια της θείας και βούτηξα ένα καλσόν δίχτυ (η θειά μου είχε μια ροπή στο δίχτυ ίσως γιατί έφερνε λίγο σε κατεψυγμένη συναγρίδα). Θα μου πείτε το δίχτυ σου έλειπε μωρή τρελή; Θα σας πω ναι παίδες. Διότι άλλο η τρομοκρατική μας δράση, άλλο το σεξαπίλ μας –ειδικά όταν κυκλοφορούν γύρω μας γκομενάκια σαν τον κουμπάρο. Στη συνέχεια τρέχω σπίτι μου, κατεβάζω ένα συγκεκριμένο τραγουδάκι , το γράφω σ΄ένα σιντί και σημειώνω με το μαρκαδόρο «Love is in the air». (Μη βιάζεστε ρε, ξέρω ότι δεν καταλαβαίνετε αλλά είμεθα και συγγραφείς μυστηρίου, δημιουργούμε και μία άλφα ατμόσφαιρα…)

Πανέτοιμη και οπλισμένη σαν αστακός (σόρι παίδες αλλά αυτή η μαλακία το δίχτυ με σπρώχνει συνεχώς στις παρομοιώσεις με θαλασσινά) σανιδώνω το αμαξάκι της μάνα(τζερ) με κατεύθυνση το κτήμα «Η Ατελείωτη Ευτυχία». Όταν με το καλό έφτασα μετά από 1 ώρα και 45 λεπτά με το ρολόι, τσεκάρισα τη μούρη μου στο καθρεφτάκι. Σκατά ήμουν παίδες. Σαν μπαγιάτικο μύδι (να το πάλι το θαλασσινό γαμώτο!). Μετά από ελαφρές διορθωτικές κινήσεις (που δεν διόρθωσαν απολύτως τίποτα ως συνήθως) μπήκα με το κεφάλι ψηλά στο πεδίο της μάχης. Yes We Can! έλεγα από μέσα μου για να πάρω θάρρος. (ή μπορεί να ακουγόταν και λίγο απέξω μου γιατί οι παρκαδόροι με κοίταγαν με περίεργο βλέμμα…)

Δρόμο παίρνω δρόμο αφήνω λοιπόν, διασχίζω τις χλόες και τα γκαζόν, τα παρτέρια με τα γεράνια και τις νεραγκούλες, τις φοντάνες φεγκ σούι και τις λιμνούλες με τα ψεύτικα νούφαρα και φτάνω επιτέλους στην μεγαλοπρεπή είσοδο της αίθουσας δεξιώσεων του γαμοκτήματος. Το κακό ήταν ότι άργησα. Το καλό ήταν ότι όλοι οι κάγκουρες ήταν ήδη καθισμένοι και το χολ ήταν σχετικά άδειο. Βουτάω ένα σερβιτόρο από τους δεκάδες διερχόμενους και τον ρωτάω αθώα πότε θα κόψουν την τούρτα. Πριν ή μετά το φαγητό;
– Μετά, μου λέει.
-Ωραιότατα, του λέω. Εγώ είμαι η αδερφή της νύφης. Δίνετε σας παρακαλώ στον DJ αυτό το σιντί με την παράκληση να το παίξει ακριβώς τη στιγμή που θα κόβουν τα παιδιά την τούρτα; Είναι το τραγούδι τους!
-Ευχαρίστως, μου λέει (και το εννοούσε το ευχαρίστως παίδες γιατί μαζί με το σιντί του βαλα στο χέρι και 20 ευρώ. Σ.Σ: Να θυμηθώ να το περάσω στα έξοδα!)

(ωχ… πάλι έπιασα τις 1000 λέξεις. Μαλακία. Πρέπει να διακόψω πάλι. Στο επόμενο παίδες το τελειώνω. Το υπόσχομαι. Ορκίζομαι. Αν δεν το τελειώσω να ευτυχήσει ο Φλώρος. Να μου κοπεί το ίντερνετ. Να βγεί ο Κακλαμάνης. Να μη σώσω να ξαναφάω γaμοπίλαφο από τα χέρια του Σκαρμούτσου. Τι άλλο θέλετε να σας πω για να με πιστέψετε;)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News