527
|

Εσύ, εγώ και ο Κ.

Avatar Νίκη Κόλλια 3 Δεκεμβρίου 2011, 08:25

Εσύ, εγώ και ο Κ.

Avatar Νίκη Κόλλια 3 Δεκεμβρίου 2011, 08:25

Με κρατά ένα όνειρο. Τελευταίος επιβάτης μιας πτήσης μαζί με ένα κορίτσι. Το αεροπλάνο χωρίς διακριτικά μες την πόλη, στη μέση ενός άγνωστου δρόμου. Στο αεροδρόμιο, οι τηλεοράσεις παίζουν δικές μου εικόνες. Ξυπνώ σε αγωνία, φτιάχνω σούπες (έτοιμες) για το κρύο, δεν τρώγονται, καταλήγω σε τσάι.

Εργασία μετά πολλής ονειροπόλησης. Αναζητώ το βιβλίο, πλησιάζω στη σελίδα, η χονδρή και απαίσια γυναίκα λέγεται Μπρουντέλα. Το λούσιμο της Μπρουντέλα περιγράφεται στο Απόσπασμα 1, τώρα ψάχνω για την περιγραφή του δωματίου: στενός διάδρομος τελευταίου πατώματος, ανάμεσα στην πόρτα και τα τρία κασόνια ένας σωρός από κάθε λογής κουρτίνες ταλαντεύεται, γλιστρά και σκοτεινιάζει τον χώρο.

Ο Κάφκα δεν πήγε ποτέ στην Αμερική. Την γνώριζε μόνο από διαβάσματα και αφηγήσεις και το μυθιστόρημα σταματά ανολοκλήρωτο με τούτη τη σκηνή. Θα μπορούσε να γίνει μια πολύ πιστή αναπαράστασή της.
Ένας άνδρας ανεβαίνει σε μια ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός, του κρύβει το πρόσωπο. Από ένα μικρό κενό ανάμεσα στα κασόνια και ένα παραβάν βλέπεις το κεφάλι της γυναίκας, τον γυμνό λαιμό -τα μαλλιά έχουν πέσει στο πρόσωπο- την αρχή του σβέρκου της, το χέρι του άνδρα να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε, κρατά ένα σφουγγάρι και με αυτό  πλένει και τρίβει την πλάτη της. Μετά ο άνδρας απλώνει το χέρι ως μακριά και ψάχνει μια πετσέτα. Αχ, πώς με πονάς, που διάβολο είναι το νερό, φύγε, καλύτερα να πλυθώ μόνη μου παρά να υποφέρω έτσι, πότε θα μάθεις να με πλένεις, πηγαίνεις πέρα-δώθε το σφουγγάρι, κουράζεσαι και εγώ δεν νιώθω τίποτε, το άρωμα, φέρε το άρωμα, θα φύγω, σκούπισέ με πιο απαλά, γίνε λίγο πιο τρυφερός, βοήθησέ με. 5 με 7 λήψεις.

Τώρα ο άνδρας τη χτενίζει μόνο, με βαθιά σκυμμένο κεφάλι κοντά στα μάλλον πολύ μπερδεμένα μαλλιά της. Τελικά εκείνη του γνέφει κατευχαριστημένη και για ανταμοιβή του προσφέρει μια γεμάτη χούφτα μπισκότα.
Έχω την εικόνα, την αίσθηση, μόνο που μου λείπουν τα λόγια. Βάλε λίγο τρίτο. Απόψε όλοι είναι εξαιρετικοί παράφωνοι. Βρίσκω νοήματα εκεί που δεν υπάρχουν, σαν τον Μαρκήσιο ντε Σαντ που είχε ψύχωση με την αριθμολογία. 
Ξαπλωμένος με το πρόσωπο στραμμένο προς τη ράχη του ντιβανιού μου, μόνος μέσα στην πολύβουη πόλη, μόνος ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς, σκέφτομαι μονάχα τούτη την εικόνα. Αργά-αργά η εικόνα ογκώνεται, λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη, μέσα στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο, σηκώνομαι, παίρνω μια λεκάνη με νερό, ανεβαίνω τις σκάλες, θα σου πλύνω τα πόδια, μη φεύγεις.

Μη φεύγεις. Κοίταξέ με.
Παντού σ' όλη την εμφάνιση του κόσμου στέκει η πραγματικότητα, μου δείχνει τα άγρια δόντια της και αυτό με φοβίζει, ένας κόσμος τόσο βαθιά αφιερωμένος στην πραγματικότητα μου δημιουργεί τρόμο, με κάνει να χάνω τις λέξεις, την έμπνευσή μου. Θέλω ένα σκοινί, ψάχνω ένα σκοινί να βγω από τη Σιβηρία, το πηγάδι μου είναι σκοτεινό και με γεμίζει κλάματα, πιάνω τα μαλλιά σου, αρπάζομαι από αυτά, στα έχω λούσει τόσες φορές που ξέρω ακριβώς ποιες τρίχες σου κομπιάζουν. Κράτα μου το χέρι, να σε πάρω μαζί μου στον ύπνο μου, να μην φοβάμαι τόσο σκοτάδι.  

-Τα κλειδιά στην πόρτα, ανάβεις το φως, ποια ιστορία απόψε θα ονειρευτείς;  
-Χωρίς πανοπλία στη Σιβηρία μαζί σου και εγώ.   
-Σε θέλω αλογάριαστα.
-Είσαι ο έρωτας.
-Καληνύχτα.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News