«Να ’μουν μύγα στο ταβάνι και να σ’ έβλεπα, φιλενάδα!»
«Είσαι καλά, μωρή; Εγώ ντρέπομαι και που τα σκέφτομαι. Και κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτα σε καμιά Πέρσα και μάθουνε τα χαΐρια μου μέχρι το Καστελόριζο!»
«Όχι, ρε. Αφού ξέρεις ότι είμαι τάφος.»
«Και η Πέρσα το ίδιο λέει άμα τη ρωτήσεις, μόνο που τέτοιος τάφος πολυσύχναστος ούτε του Άγιου Νεκτάριου, μεγάλη η χάρη του.»
«Πού το κονόμησες ήθελα να ’ξερα!»
«Αφού σου ’πα. Στο κινέζικο, κάθετα στη Φρύνης;»
«Εκεί που ’ναι ο φούρνος που κάνει αυτά τα κουλουράκια τα κολασμένα;»
«Α να γεια σου.»
«Τις προάλλες πήρα μια σακούλα, αυτά με το τυρί. Μισό κιλό κουλουράκια. Μπορείς να μου πεις πώς έκατσα και τα ’φαγα μόνη μου η βουβάλα; Γι’ αυτό μια μέρα θα πάω να βγω απ’ το σπίτι και θα πάρω μαζί μου και την κάσα της πόρτας.»
«Και η νηστίσιμη η σπανακόπιτα που φτιάχνει είναι όνειρο.»
«Γιατί, μαρή, ποιος νηστεύει καλοκαιριάτικα;»
«Ε, άμα είναι να μεταλάβεις, έτσι είναι το σωστό. Το διάβασα σ’ αυτό το βιβλίο που έδινε την Κυριακή η Αδούλωτη Ρωμιοσύνη. Του πατέρα Καΐσιου;»
«Του Παΐσιου, θες να πεις.»
«Όχι, όχι, του πατέρα Παΐσιου τα ’χω όλα. Ο Καΐσιος είναι ένας άλλος πάτερ, μαθητής του, που ζει στη σκήτη του, και λένε ότι κάνει και θαύματα – όπου πατάει φυτρώνουνε βερυκοκιές.»
«Μη με τρελαίνεις.»
«Χώρια που είναι κι αποτοξίνωση. Έτσι λέει και η μικρή.»
«Τι κάνει αλήθεια το Χριστινάκι;»
«Καλά είναι μωρέ… Μόνο που από τότε που έγινε βέγκας, δεν βάζει μπουκιά στο στόμα του το έρμο. Το κυνηγάω με το πιρούνι λες και είναι πέντε χρονώ.»
«Τι έγινε;»
«Βέγκας, πώς το λένε; Αυτό το αμερικάνικο, πανάθεμά το.»
«Λας Βέγκας;»
«Όχι μωρή, το άλλο, που δεν τρώνε μήτε κρέατα, μήτε τυριά, μήτε τίποτα.»
«Αιρετικιά είναι; Άκου δεν τρώει τυρί! Και χωρίς κρεατάκι γίνεται, κορίτσι πράμα; Δηλαδή τι, άμα της φτιάξεις μια μπριτζόλα ωραία-ωραία δεν θα τη φάει;»
«Στη μούρη θα μου την κολλήσει, φιλενάδα. Και μετά θα με πιάσει στην πάρλα, πώς ταλαιπωριούνται οι γελάδες, και πώς κάνουν σαν παλαβές όταν είναι να τις σφάξουν, κι ότι πονάνε και τα βυζιά τους απ’ το άρμεγμα, που πιάνεται η ψυχή σου για την έρμη τη γελάδα και σου κόβεται η όρεξη.»
«Εγώ πάντως τη φέτα δεν την κόβω, μακάρι να ’ρθει η γελάδα κάτω απ’ το μπαλκόνι και να μου ζητάει τα ρέστα. Ορίστε μας. Άκου πονάει στο άρμεγμα! Ξεχνάω εγώ πώς πόναγα στον Άγη μου όταν είχε αρχίσει να βγάζει δόντια, που μου ’χε μακελέψει τις ρώγες; Για το βρακί όμως πες μου. Γιατί για να θες εσύ να κοινωνήσεις, κάτι θα ’χεις κάνει, δεν μπορεί, αλλιώς δεν εξηγείται πώς σ’ έπιασε το θεοτικό Ιούλιο μήνα.»
«Άσε, μην τα συζητάς. Μέχρι να φέρω παπά για ευχέλαιο σκέφτομαι.»
«Τόσο πολύ πια; Τι βρακί είν’ αυτό τελοσπάντων; Κολάστηκα πρωινιάτικα!»
«Ένα απλό βρακί, μη φανταστείς…»
«Ναι, αλλά τι λογιώ; Σλόγκι κυλοτάκι, τι; Τάνγκα, στριγκάκι;»
«Μωρ ’είσαι καλά; Είμαι εγώ για στριγκάκι, που λίγο να τριφτούνε τα κωλιά μου θα χαθεί μες στα ξύγκια και δεν θα το βρίσκει ούτε η Νικολούλη; Ένα απλό βρακί είναι, απ’ αυτά τα φαρδουλά, ξέρεις, τα άνετα, που φτάνουν μέχρι αφαλό.»
«Σωβράκα, δηλαδή.»
«Όχι κι εσύ, αμέσως σωβράκα. Σατέν κυλότα πιο πολύ.»
«Και είχε κάτι το ιδιαίτερο; Πώς το διάλεξες;»
«Έπεσε το μάτι μου τυχαία, κι επειδή είχε ένα λιλά φραμπαλά στο λάστιχο και κάτι τριανταφυλλάκια χαριτωμένα, λέω, κομμάτια να γίνει, με τρία ευρώ τι παίρνεις; Πού να ’ξερα, η κακομοίρα…»
«Και τι; Μύριζε περίεργα; Είχε κάτι που σ’ έκανε να ψυλλιαστείς απ’ την αρχή;»
«Μπα… αφού ξες τι αγαθιάρα είναι η φιλενάδα σου. Κι από μυρωδιά ούτε που ξέρω, γιατί ό,τι αγοράζω το βάζω απ’ ευθείας πλυντήριο – ιδίως εσώρουχα.»
«Βρε λες να ’ναι μαγεμένο; Να του ’χουν κάνει κανά ξόρκι μυστήριο;»
«Μη μου βάζεις ιδέες, να χαρείς. Χώρια που εσύ αυτά δεν τα πιστεύεις.»
«Ναι, αλλά εδώ μιλάμε για Κινέζους. Μπορεί να ’χουν δικά τους μαγιολίκια.»
«Σαν τι, δηλαδή;»
«Ξέρω γω; Σαν αυτό το Φου Μαντσού, που βλέπαμε παλιά;»
«Ποιο λες, εκείνο με τα νύχια και το τραγίσιο το γένι;»
«Κι άμα το καλοσκεφτείς, με τόσα παιδιά που γεννάνε…»
«Δε λες πάλι καλά που μου ’χει κοπεί η περίοδος δυο χρόνια και δεν έχω κι αυτή την έγνοια μέσα σ’ όλα;»
«Και για πες, τι ένιωσες όταν το πρωτοφόρεσες; Ότι ήσουν άλλος άνθρωπος;»
«Όχι καλέ – είχαμε να πάμε σ’ ένα γάμο, μια ξαδέρφη του Λάκη απ’ το Κάτω Σιγκούνι παντρευόταν σ’ ένα χτήμα στον Άλιμο κάπου, στου διαόλου τη μάνα.»
«Μμμφ… τα ξέραν κι απ’ τη στρούγκα τους τα χτήματα, που τα τσουράπια τους τα ξεκόλλαγε ο νεκροθάφτης μαζί με τη μισή φτέρνα…»
«Στο μυαλό μου μέσα είσαι. Και είναι και μια αχώνευτη, ν’ απορείς πού βρήκε άντρα να την πάρει – κι ωραίο παλικάρι…»
«Ε, και τι, έγινε κανά πατιρντί στο γάμο;»
«Παρά τρίχα, φιλενάδα. Άγιο είχα.»
«Ναι, αλλά θα μου πεις επιτέλους τι έγινε γιατί έχω φάει το μουνί μου απ’ την περιέργεια κι έχω να καθαρίσω και ρεβύθια;»
«Κι εσύ ρεβύθια; Ας όψονται αυτοί οι βέγκας με τις παλαβομάρες τους.»
«Πάτε στο χτήμα λοιπόν. Και μετά;»
«Ε, όπως καθόμασταν σ’ ένα τραπέζι πίσω-πίσω – σόγια σου λέει μετά, που αν μας έβαζε μισό μέτρο πιο πίσω θα ’μασταν με τους παρκαδόρους – ξαφνικά μου ’ρχεται μια φούντωση… πώς καψώνεις με την κλιμακτήριο, που θαρρείς ότι μπορείς να τηγανίσεις αυγό με το πράμα σου; Ε, τέτοιο ξάναμμα. Στα καλά καθούμενα. Στην αρχή, βέβαια, λέω θα με πείραξε το κρασί – και είχαν ένα κρασί ελεεινό, ξιδιά σκέτο, αλλά ήταν κρύο-κρύο τουλάχιστον και είχα πιει καμπόσο…»
«Άρα έγινες ντέφι.»
«Αμ εκεί είναι το θέμα. Ξεμέθυστη ήμουν. Αλλού ήταν το πρόβλημα…»
«Στην ευαίσθητη περιοχή;»
«Ναι, αλλά η δικιά μου η περιοχή ήταν τόσον καιρό αναίσθητη, που ’χα ξεχάσει πώς είναι… και ξαφνικά, εκεί που κάθομαι ήσυχα-ήσυχα…»
«Άναψες. Κόρωσες. Καύλωσες σαν γάτα Γεναριάτικη που σέρνει στα κεραμίδια, σαν περιστέρα που ψάχνει το γούτο της!»
«Φιλενάδα, εσύ στα ροζ τηλέφωνα έπρεπε να δουλεύεις. Χαραμίζεσαι.»
«Και τι έκανες; Γυρίσατε σπίτι με τον Λάκη και στενάξαν οι σομιέδες;»
«Ποιος Λάκης; Αυτός σαν είδε μπουφέ αφηνίασε – πριν απ’ τα συμπεθέρια σηκώθηκε κι έβαλε να φάει, λες και τον έχω νηστικό. Απλά, πιες-πιες τα κρασά, κάποια στιγμή μου ’φυγε η θέρμη και μ’ έπιασε κατούρημα. Ε, και πάω στις τουαλέτες – κάτι τουαλέτες καθαρές, να ντρέπεσαι να λερώσεις – και πάνω που κάθομαι να κάνω τη δουλειά μου, κάποιος χτυπάει την πόρτα.»
«Σώπα. Ο Λάκης;»
«Μπα λύσσα με τον Λάκη! Αφού σου είπα, αυτός είχε πάρει αγκαζέ τα κοψίδια και τα πιλάφια, και δε σήκωνε κεφάλι απ’ τη μάσα μακάρι να ’ριχνες μπαλωθιά! Άλλος βάραγε την πόρτα, φιλενάδα… ο γαμπρός!»
«Έλα πάψε, πλάκα μου κάνεις!»
«Αμ δε. Και μου λέει σιγανά να του ανοίξω.»
«Καλά, κι εσύ πώς τον κατάλαβες;»
«Είναι μισός Αμερικάνος απ’ τη μάνα του – γι’ αυτό στραβώθηκε και πήρε την άλλη τη ναμκιόρα το παιδί – και τα μιλάει σπαστά τα Ελληνικά.»
«Και γιατί ήθελε να του ανοίξεις;»
«Εσύ γιατί λες; Και δώσ’ του να μου λέει ότι με θέλει, κι ότι με ποθεί, και Marry me και Marry me.»
«Ποια Μαίρη;»
«Marry me, μωρή – παντρέψου με στα Εγγλέζικα θα πει.»
«Ο νιόπαντρος όλα αυτά.»
«Ο νιόπαντρος. Κι εγώ να προσπαθώ να τον ησυχάσω, και να του λέω, τι να με κάνεις εμένα αγόρι μου γλυκό, νέο παιδί, εμένα η καρένα μου έχει πιάσει πεταλίδες, μια χαρά νυφούλα στεφανώθηκες… τίποτα αυτός, εκεί! Ε, στο τέλος τι να κάνω, του λέω εντάξει, σκάσε, θα σου δοθώ, αλλά πήγαινε στο χτήμα άκρη-άκρη εκεί που ’χουνε τους σταύλους, μη μας δει κανά μάτι κι εχτεθούμε.»
«Και μετά;»
«Μετά δόξα τω Θεώ αυτός το πίστεψε ότι θα πήγαινα εγώ τώρα η γρέντζα να με κανονίσει πλάι στ’ αλόγατα, οπότε κι εγώ όπου φύγει-φύγει. Αρπάω τον Λάκη και δρόμο. Και σαν να μην έφτανε η λαχτάρα μου, να ’χω τώρα και τον δικό σου να μου λέει ότι μια γκαρσόνα του ’πε ότι θα βγάζανε και δεύτερο μπουφέ, με γλυκά, κι ότι θα ’χε ένα πράμα, λέει, συντριβάνι σοκολατένιο, που το ’χε δει σ’ ένα τηλεμάρκετινγκ και πολύ το ’χε λιμπιστεί, και μέχρι να ’ρθει ο παρκαδόρος με τ’ αμάξι με σταύρωσε ο αφορεσμένος με το συντριβάνι το σοκολατένιο.»
«Τι συντριβάνι, καλέ; Κανονικό; Μπαίνεις μέσα;»
«Ξέρω γω μωρή; Το θέμα είναι ότι δεν είχαμε βγει καλά-καλά στη Βουλιαγμένης, όταν ξαφνικά αισθάνομαι κάτι ανάμεσα στα μπούτια και κοιτάω και τι να δω; Ο Λάκης πήγαινε να χώσει το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα μου, και με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα, που ’χω να τ’ αντικρύσω από πριν τον αρραβώνα μας.»
«Σε χούφτωνε μέσα στ’ αμάξι! Ο Λάκης!»
«Του τραβάω κι εγώ το χέρι, λέω τι διάλο, καρυδόμελο χλαπάκιαζε τόση ώρα, αλλά αυτός εκεί, να με πασπατεύει! Του λέω, κάτσε καλά Χριστιανέ μου και κοίτα το δρόμο μη σκοτωθούμε, κι αυτός τι μου λέει; Θέλω να σε γλείψω.»
«Βρε τι ακούω η γυναίκα πρωί-πρωί! Πού να σε γλείψει δηλαδή;»
«Στην αμασκάλη, μωρή, να δει άμα την είχα ξουρισμένη! Εσύ πού λες;»
«Και πώς θα οδηγούσε καλέ άμα σ’ έγλειφε; Μόνο του θα πήγαινε τ’ αμάξι;»
«Άσε, κόντεψα ν’ ανοίξω την πόρτα να πηδήσω έξω. Στο τέλος αναγκάστηκα και του άστραψα ένα χαστούκι όλο δικό του, αλλά αυτός ίσα που γλυκάθηκε, και μου λέει, έτσι σκληρή σε θέλω και στο κρεβάτι. Αφέντρα και κυρά μου.»
«Μαρή μπας και μέθυσες και σε πήρε ο ύπνος και τα ονειρεύτηκες όλα αυτά;»
«Μακάρι! Αλλά πού… Φτάνουμε να μη σ’ τα πολυλογώ στο σπίτι, κι ευτυχώς λείπανε τα παιδιά, γιατί ο άλλος κόντεψε να μου σκίσει τη φούστα απ’ την πρεμούρα του. Κι όλο να μου λέει προστυχόλογα, και τι θα μου κάνει… που τέτοιο πράμα ο Λάκης, από πριν το ευρώ και αν. Μη σου πω επί Αντρέα.»
«Πριν το ’89 λες;»
«Τώρα θα σου πω κι εσένα τίποτα! Αφού μωρή ο Στεφανής μου φέτος έκλεισε τα δεκαεννιά. Πώς τον έπιασα, με τον κρίνο;»
«Μ’ αφήνεις σε αγωνία όμως, κι έχω και τα ρεβύθια. Μετά τι έγινε πες μου.»
«Ε, με το τσους και με το ντε τον καταφέρνω να μ’ αφήσει, και τρέχω και κλειδώνομαι στο μπάνιο. Αλλά στο μεταξύ, τράβα-τράβα, μου ’χε βγάλει το βρακί στο διάδρομο ο αθεόφοβος.»
«Το βρακί το κινέζικο λέμε τώρα. Με τα γαρούφαλλα.»
«Τριαντάφυλλα. Αυτό. Κάθομαι που λες ξεβράκωτη κι αναμαλλιασμένη στον καμπινέ, κι απ’ τη μια να λέω βρε τι έπαθα η γυναίκα, κι απ’ την άλλη να λέω τώρα αυτός τι κάνει και δε μου βαράει τις πόρτες; Του πέρασε ο σεβντάς, τον πήρε κανάς ύπνος απ’ το πολύ φαΐ; Γιατί όσο να πεις, άνθρωπος είμαι κι εγώ, και μια ο ένας μια ο άλλος μου ’χε ανοίξει κι εμένα η όρεξη για χαϊδολογήματα.»
«Οπότε;»
«Οπότε στο τέταρτο πάνω λέω πάει, αυτός ξεράθηκε, και βγαίνω δειλά-δειλά απ’ το μπάνιο. Και τι να δω; Ο Λάκης να κάνει νάζια στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας, φορώντας το βρακί μου!»
«Έλα Χριστέ και μπούκωνε!»
«Κι εγώ να κατεβάζω! Κόντεψα να μείνω, φιλενάδα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πιάνω που λες ένα μαξιλάρι κι αρχίζω να τον χτυπάω. Δεν ντρέπεσαι βρε ακόλαστε, γέρος άνθρωπος, το βρακί μου βρήκες να φορέσεις; Κι αυτός να με κοιτάει γλαρά και να μου λέει μ’ ένα νάζι σαν της Βουγιούκλως της συχωρεμένης, μα γιατί καρδούλα μου; Δε σ’ αρέσει ο αντρούλης σου; Δες μπουτάκια, δες κοιλιά, αρχοντιά σκέτη! Στο τέλος τρόμαξα, και του ’δωσα δυο ταβόρ μαζεμένα κι ευτυχώς μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος.»
«Και με το βρακί τι έκανες;»
«Τι να ’κανα; Του το ’βγαλα και το ’χωσα όπως ήταν στο πλυντήριο. Και μετά έπεσα κι εγώ – στο σαλόνι, στον καναπέ, τέτοια αγριάδα είχα πάρει – γιατί με τούτα και με κείνα μ’ είχε πιάσει και μένα νύστα. Ε, και κάποια ώρα, απόγευμα πια, ξυπνάω απ’ τη ζέστη, κι όπως πάω νυχοπατώντας στην κρεβατοκάμαρα να δω μην είχε γυρίσει ανάσκελα στον ύπνο του – γιατί παθαίνει ένα πράμα όταν κοιμάται ανάσκελα, που ανάμεσα στα ροχαλητά του κόβεται η ανάσα, κι ο γιατρός του του ’πε να το προσέχει γιατί μπορεί να μείνει κούρος και να τρέχουμε – να σου η καλή σου η Χριστίνα, να σκαλίζει τη σιφονιέρα με τα εσώρουχα και τα καλσόν μου.»
«Η Χριστίνα; Έψαχνε τα δικά σου τα εσώρουχα;»
«Όπως τ’ ακούς. Της λέω, πότε γύρισες πουλάκι μου, δε σ’ άκουσα, αλλά εκείνη σημασία δε μου δίνει, τι ψάχνεις της λέω, και μου λέει, τάχαμου, ότι είχε χάσει ένα σλιπάκι. Και στους σουτιέδες μου μέσα θα το βρεις, της λέω, οπότε γυρνάω απ’ την άλλη γιατί ακουγόταν ένα σούρσιμο περίεργο απ’ το μπάνιο, και βλέπω το Στεφανή μου με το κεφάλι χωμένο μέσα στο πλυντήριο.»
«Έτσι βρήκανε, λέει, την Αλεξάνδρα τη Σερραία, Θεός σχωρέστην. Μόνο που αυτή το ’χε βάλει στο φούρνο το κεφάλι – καινούρια κουζίνα τώρα, με αέριο, κι αυτή αντί να φκιάσει κανά ωραίο ροζμπίφ πήγε κι αυτοκτόνησε η ζουρλή.»
«Αυτά είναι της Πέρσας λόγια, τώρα. Αφού εμένα ο Έλβις στο σούπερ μάρκετ, που η αδερφή του η Σάνα τους καθάριζε το σπίτι, μου ’πε ότι πήγε από καρδιά κι απλά τη βρήκε η συφόρεση την ώρα που μαγείρευε. Ειδάλλως θα την έθαβαν; Δεν θα την έθαβαν.»
«Εγώ να με κάψουνε θέλω, πάντως. Πιο καλά μου κάθεται.»
«Ρε δεν πα’ να με τσιμεντώσουν στην εθνική; Άμα πεθάνω, χέστηκα. Στα δικά μου, όμως. Βλέπω που λες το γιαβρί μου να ψαχουλεύει το πλυντήριο, και λέω, έχει γούστο, και πάω ήσυχα-ήσυχα μην τον τρομάξω και βαρέσει το κεφάλι του στον κάδο και του λέω Στεφανή μου; Τι ψάχνεις μανάρι μου να σε βοηθήσω;»
«Πες μου ότι έψαχνε κι αυτός το βρακί σου να τρελαθώ τελείως!»
«Ακόμα χειρότερα, φιλενάδα! Το ’χε φορέσει στο κεφάλι του λες και ήτανε η μάσκα του ψαροντούφεκου που ψαρεύει τα καλοκαίρια, κι έπαιρνε βαθιές ανάσες, θαρρείς και μύριζε τσουρέκι φρεσκοψημένο με μαχλέπι!»
«Θα μου στρίψει μ’ αυτά που ακούω! Το βρακί το κινέζικο όλα αυτά!»
«Το βρακί το κινέζικο, πανάθεμα τη φάρα τους, που καλά τους έκανε αυτός ο Μάο-Μάο! Στην αρχή μου ’ρθε σκοτοδίνη, αλλά μετά λέω, αυτό τον διάολο πρέπει να τον βγάλω απ’ το σπίτι μου πριν γίνει κανά κακό – οπότε με τα χίλια ζόρια πείθω το Στεφανή μου, να τον παρακαλάω γονατιστή τώρα, δωσ’ μου αγόρι μου την κυλότα της μανούλας, που ’ναι και φορεμένη και πέρασα και ουρολοίμωξη πρόσφατα και δεν κάνει. Και μόλις μου το δίνει το βρακί – με μισή καρδιά το πουλάκι μου, λες και του ’παιρνα το σκούτερ, με τέτοιο καημό με κοίταζε – το παραχώνω στην τσάντα μου, φοράω και τη γόβα τη χαμηλή απ’ το γάμο και παίρνω δρόμο σαν την τρελή!»
«Και πού πήγες;»
«Πού να πάω; Μια γκαρσονιέρα που ’χουμε ξενοίκιαστη απ’ του Νώε τον καιρό, στην Κολιάτσου; Ε, εκεί πήγα – ευτυχώς είχα το κλειδί. Το θέμα όμως είναι τι τράβηξα μέχρι να φτάσω!»
«Τι; Σου την έπεσε κι άλλος;»
«Να ’ταν μόνο ένας; Όπως έχω στρίψει και κατεβαίνω την Ευτυχίδου, γυρνάω πίσω που άκουγα ένα σούσουρο, και βλέπω ίσαμε είκοσι νοματαίους – νέοι, γέροι, άλλος με κουστούμι, ένας πιτσαδόρος, μέχρι ένα αγοράκι δέκα χρονώ ζήτημα – που μ’ έχουν πάρει από πίσω και με κοιτάνε και γυαλίζει το μάτι τους. Λέω, πάει, θα με βάλουν κάτω και θα με βατέψουν μες στη μέση του δρόμου σαν την κουνέλα, κι ευτυχώς εκείνη την ώρα περνάει ένα ταξί, του κάνω νόημα και μπαίνω μέσα αλαφιασμένη.»
«Κι αρχίζει να σε χαλβαδιάζει ο ταξιτζής.»
«Η ταξιτζού! Μια αντρογυναίκα με κοντομάνικο πουκάμισο και παντελόνι με τσάκιση, που της λέω εγώ να με πετάξει μέχρι Πατησίων, κι αυτή βάζει τον Ντέρτι στη διαπασών και μου λέει, τι να κάνεις στα Πατήσια μανίτσα μου, δε θες να πάμε τα δυο μας κατά Λούτσα μεριά να φάμε καμιά γόπα και να χαζεύουμε το κυματάκι τώρα που σουρουπώνει; Τα ’κανα πάνω μου, γιατί τέτοιο πράμα στη ζωή μου όλη δε μου ’λαχε, να με ζαχαρώνει άλλη γυναίκα, κι ας φόραγε σκαρπίνι και είχε μπεγλέρι κρεμασμένο στον καθρέφτη.»
«Δεν πιστεύω να σου ’βαλε χέρι! Πλάκα μου κάνεις!»
«Σ’ ό,τι έχω ιερό, φιλενάδα. Με χίλια παρακάλια την έπεισα να με πάει στην Κολιάτσου, κι άμα φτάσαμε δε μ’ άφηνε να βγω, εδώ είναι επικίνδυνα για μια ωραία γυναίκα σαν εσένα, να μου λέει, έχει γεμίσει ο τόπος Πακιστανούς, δεν τραβιόμαστε καλύτερα στη Δροσιά να φάμε κανά πεϊνιρλί να στυλωθούμε, που ’σαι πετσί και κόκκαλο σαν τα μοντέλα; Εμένα, τώρα, που ανεβαίνω στη ζυγαριά και μόνο που δε με βρίζει να κατέβω, να με λέει μοντέλο!»
«Κι έμεινες ώρα εκεί;»
«Εκεί ξημερώθηκα! Με πήρε βέβαια σε κάποια φάση ο Λάκης στο κινητό, αλλά του ’πα ότι είχα πάει κομμωτήριο, κι αυτός άρχισε να λέει ότι θέλει να με… ξέρεις τι, στα μαλλιά, και του το ’κλεισα στα μούτρα του βρομιάρη! Κάθομαι το λοιπόν καμιά ώρα, και πάνω που λέω, ησυχία ακούω, ας ξετσουμίσω σιγά-σιγά μπας και βρω κανά κάδο να το πετάξω το παλιόπραμα, κάποιος αρχίζει να μου βαράει τα κουδούνια! Και είναι που λες απ’ έξω στημένος ένας μαύρος κατάμαυρος όμως, απ’ το ματάκι τον είδα και σκιάχτηκα, δυο μέτρα θηρίο, και να μου λέει κάτι αφρικάνικα που δεν καταλάβαινα Χριστό – μόνο ότι ήθελε να μπει μέσα κατάλαβα, γιατί μετά από λίγο άρχισε να βροντάει την πόρτα, που νόμισα ότι θα την γκρεμίσει και θα πάω από νέγρικο σουβλί η καψερή!»
«Απαπά!!! Και δεν το πέταγες στον απόπατο να ησυχάσεις;»
«Το σκέφτηκα, αλλά ήταν χαλασμένο το ρημάδι το καζανάκι. Στην μπανιέρα κατούραγα όλη νύχτα η δύσμοιρη.»
«Άμα το ’ριχνες στον ακάλυπτο;»
«Κι εκεί σε πρόλαβα, φιλενάδα. Όταν άρχισε να βαράει την πόρτα ο μαύρος, απ’ τον πανικό μου βγήκα στο μπαλκονάκι μπας κι έχει καμιά σκάλα να λακίσω, αλλά στο μεταξύ την είχαν στήσει από κάτω κάτι πιτσιρικάδες, και μόλις με βλέπουν στα κάγκελα αρχίζουν κακό χαμό. Τι να σφυρίζουν, τι να μου λένε ό,τι βρομιές μπορείς να φανταστείς – μωρά παιδιά, τα σκασμένα! – μέχρι που ένας έβγαλε το πράμα του και μου το κούναγε, λες και ήμουν τσιπούρα να τσιμπήσω με μαμούνι!»
«Κι όλο το βράδυ δεν ξεκούνησαν;»
«Κάποια στιγμή, χαράματα, μαζεύτηκαν – δεν λες που ήταν εργάσιμη; Κι ο μαύρος ευτυχώς ζαλώθηκε έναν ντορβά μ’ αυτά τα ξόανα που πουλάνε, ξέρεις ποια λέω, αυτά τα ξύλινα, πού απορώ πώς τα σηκώνουν κοτζάμου δάσος, και κίνησε κι αυτός ο ερίφης για το μεροδούλι.»
«Και το βρακί;»
«Ε, ακόμα το φοράω.»
«Χαζή είσαι μωρή; Βγάλ’ το να ησυχάσεις.»
«Μα δεν ξες τι τράβηξα δυο μέρες. Με το που γυρνάω στο σπίτι, ο Λάκης απ’ τη λύσσα του μου ’χε σκίσει ό,τι βρακί είχα – μέχρι το λαστέξ μου ’σκισε. Και με περίμενε να γυρίσω ως το πρωί με το μάτι γαρίδα, ούτε το μαγαζί λογάριαζε, ούτε τίποτα. Κι από τότε, φιλενάδα, δεν τα ’χω κλείσει τα ποδάρια μου η δόλια. Κι έχω και τα παιδιά να με γυροφέρνουνε λες και τους κρύβω πάστα σεράνο. Δυο μερόνυχτα κλειδωμένη στην κρεβατοκάμαρα τα πέρασα, περιμένοντας πότε θα ταβλιαστεί ο άλλος απ’ τα γυμνάσια να ξεμουδιάσω η γυναίκα.»
«Και τι λες να κάνεις τελικά;»
«Γι’ αυτό σε πήρα, μήπως μπορούσες να πεταχτείς και να μου φέρεις κανά εσώρουχο δικό σου, γιατί ναι μεν το ’χει σιχαθεί η ψυχή μου, αλλά δεν μπορώ και να το βγάλω, δεν μ’ αρέσει καθόλου να ’μαι γυμνή από κάτω… αισθάνομαι, δεν ξέρω… βρόμικη. Και το ’χω τώρα δυο μέρες πλύνε-βάλε συνέχεια, κάθε τόσο πάω και το μουλιάζω, γιατί όσο το φοράω τόσο καψώνω, και κοντεύω να πάθω μητρικά με την κυλότα τη βρεμένη.»
«Ένα βρακί είχε η κόρη, το ’πλενε και το εφόρει…»
«Όπως τα λες. Γι’ αυτό φιλενάδα, σε θερμοπαρακαλώ, ξέρω ότι έχεις κι εσύ τις δουλειές σου, αλλά πάρε ένα ταξί και σ’ το πληρώνω. Δε θα σε τραβολογούσα, αλλά απ’ τη μια δεν κοτάω να ξεμυτίσω, κι απ’ την άλλη δε με βαστούν τα πόδια μου…»
«Μωρέ δεν ξέρω… έχω και τα ρεβύθια…»
«Με γκάστρωσες πια με τα ρεβύθια! Λες και είναι αυγοτάραχο! Εδώ σου λέω καίγομαι! Τι θες, να σου τάξω ντούμπλα;»
«Δεν γίνεται σου λέω! Δεν μπορώ να βγω! Κι όχι τώρα – απ’ το περασμένο Σάββατο έχω να βγω απ’ το σπίτι.»
«Τι λες παιδάκι μου;»
«Θα σ’ τα ’λεγα απ’ την αρχή, αλλά ήθελα πρώτα να βεβαιωθώ ότι δεν έχω τρελαθεί στα καλά καθούμενα… Την ώρα που με πήρες, να φανταστείς, ήμουν έτοιμη να σε πάρω εγώ, και να σου πω μήπως μπορούσες να ’ρθεις από δω με κανάν κλειδαρά πριν γυρίσει ο Πάνος…»
«Κλειδαρά; Τι να τον κάνεις παιδί μου τον κλειδαρά;»
«Να μου ανοίξετε, γιατί ο Πάνος Δευτέρα πρωί-πρωί άλλαξε την τρίαινα στην εξώπορτα μην τυχόν και πάρω δρόμο. Μαύρη η ώρα και η στιγμή που πήγα στο φούρνο η καταβόθρα η αχόρταγη, που κάλλιο να ’τρωγα δυο χέρια ξύλο! Γιατί βλέπεις το βρακί δεν είναι σκέτο, – είναι σετάκι.»
«Σετάκι; Τι σετάκι;… Όχι! Μη μου λες τέτοια!»
«Άσε, και δεν τα νιώθω τα βυζιά μου.»
«Φιλενάδα, πες μου ότι μου κάνεις πλάκα γιατί θα βάλω τις φωνές!»
«Δυστυχώς, πολύ φοβάμαι ότι φοράω το ασορτί σουτιέν.»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News