Η Ισαβέλλα είναι ένα κορίτσι λεπτοκαμωμένο, μελαχρινό, με ηλικία μεταξύ 25-30 χρονών. Είναι όμορφη θα έλεγα. Είναι χωρισμένη μάνα και έχει περάσει πολλά στη ζωή της. Τόσα πολλά που ξαφνικά βρέθηκε στη φυλακή.
Οικονομικά είναι εξαιρετικά αδύναμη.
Όταν την συνάντησα τα χρήματά της φτάναν ίσα-ίσα για ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό την ημέρα και ένα πακέτο τσιγάρα. Απαραίτητα και τα δύο στη φυλακή.
Κάνει μια τρομερή προσπάθεια να αποτοξινωθεί από τις ουσίες. Τα έχει καταφέρει πάρα πολύ καλά και ήδη υπό όρους είναι έξω από τη φυλακή παρακολουθώντας το πρόγραμμα απεξάρτησης για τους αποφυλακισμένους.
Της ζήτησα να μου δώσει μια συνταγή και μου έδωσε μια συνταγή για ντοματόσουπα.
Σας την δίνω και εγώ με τη σειρά μου, όχι τόσο για να την φτιάξετε , όσο για να την διαβάσετε στα παιδάκια σας, σαν παραμύθι λίγο πριν κοιμηθούνε το βράδυ.
Η Ισαβέλλα έχει ταλέντο στο γράψιμο. Το παραμύθι της κυλάει γρήγορα, έχει καλή σύνταξη, εξαιρετική γραμματική, έμπνευση, ευαισθησία και ροή.
Από τη δική μου ζωή έχει λείψει το παραμύθι. Δεν σας το κρύβω ότι πολύ θα ήθελα που και που κάποιος να μου λέει παραμύθι και η Ισαβέλλα μου είπε ένα παραμύθι μετά από πολλά χρόνια σιωπής.
Απολαύστε το και εσείς, τυπώστε το και φυλάξτε το.
Μύθι – μύθι – παραμύθι το κουκί και το ρεβύθι …..
….Είχαν περάσει μέρες που η ντομάτα βρισκόταν στο ψυγείο σχεδόν μόνη …. Όλες τις οι φίλες είχαν βρει ένα ταίρι και έφευγαν χαρούμενες μια-μια χωρίς να κοιτάξουν πίσω !
Τόσο χαρούμενες ήταν που επιτέλους θα βρίσκονταν κάπου αλλού … σ’ ένα πιάτο, σε μια κατσαρόλα κόκκινες – κόκκινες και καμαρωτές, νόστιμες και σφιχτές !
Η Μάτα η ντομάτα τις αποχαιρετούσε με χαμόγελο και ευχές όμως βαθιά μέσα της ήταν λυπημένη γιατί οι μέρες περνούσαν και εκείνη ένιωθε πως λίγο-λίγο ζάρωνε από την μοναξιά και το χρόνο ….
«Δεν με θέλει πια κανείς» μονολόγησε και ένα δάκρυ κύλησε αργά στα κόκκινα μαγουλάκια της και έπειτα άλλο ένα και όπως ήταν ξαπλωμένη στο ράφι του ψυγείου έσταξαν τα δάκρυά της και κατάβρεξαν άλλον ένα μοναχικό τύπο που ήταν εκεί …. Τον Λίνο το σέλινο που για μέρες ζούσε ακριβώς στο αποκάτω ράφι …..
«Ποιος καταβρέχει νυχτιάτικα ;» γκρίνιαξε. «Υπάρχουν και άλλοι εδώ !
Ε ! εσείς εκεί επάνω δεν έχετε καθόλου τρόπους , με ξυπνήσατε πάνω στο καλύτερο όνειρο … μα τι νερά είναι αυτά ;
Μόνος και αυτός αφού όλοι του οι φίλοι τον είχαν αποχαιρετήσει ένας-ένας και αφού δεν είχε με κανέναν να αλλάξει μια κουβέντα, συνέχεια κοιμόταν.
Η Μάτα μόλις άκουσε τις φωνές τρόμαξε και κοίταξε προς τα κάτω την ίδια στιγμή που ο Λίνος κοίταζε ψηλά.
Τα δάκρυα της Μάτας σταμάτησαν και κοκκίνησε πιο πολύ από την ντροπή της….
«… συ-συ-συγνώμη ….» είπε και ο Λίνος που ήταν έτοιμος να συνεχίσει την γκρίνια και τις φωνές ένιωσε την μικρή πράσινη καρδούλα του να χτυπάει δυνατά μόλις είδε την Μάτα.
«Πω-πω» σκέφτηκε, «τι όμορφη χοντρούλα είναι αυτή» … για μια στιγμή έχασε τα λόγια του, αλλά αμέσως τέντωσε τα φύλλα του και ρώτησε :
«Γιατί γλυκειά μου κλαίς ;»
Η Μάτα χαμήλωσε και άλλο τα ματάκια της και απάντησε σχεδόν ψιθυριστά.
«Γιατί είμαι μόνη μου, γιατί δεν με θέλει κανείς, γιατί είμαι άσχημη και βαρέθηκα να περιμένω κλεισμένη εδώ μέσα ..»
Με ένα σάλτο ο Λίνος βρέθηκε στον επάνω όροφο δίπλα στην Μάτα που μόλις τον είδε από κοντά έκανε δυο βήματα πίσω, φοβισμένη.
«Μην φοβάσαι καλή μου ! Ήρθα να σου κάνω παρέα, βλέπεις και εγώ μόνος μου είμαι .. είμαι μην κλαις άλλο και χαλάς τα ματάκια σου που είναι τα πιο όμορφα που έχω δει, έλα να κάτσουμε παρέα να περιμένουμε μαζί …»
«Αλήθεια το λες ;» είπε η Μάτα που στ’ αλήθεια δεν είχε δει πιο όμορφο σέλινο και εκείνο το άρωμά του … ήταν το κάτι άλλο ! και είχε ένα χαμόγελο τόσο ζεστό και γλυκό που ένιωσε την ακρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά όπως ποτέ άλλοτε .
Ξαφνικά είχε τόση ζέστη μέσα στο ψυγείο που θυμήθηκε πως είναι καλοκαίρι.
«Μίλα μου για σένα», του είπε, «Πως έφτασες ως εδώ και από πού ήρθες ;»
Και έτσι ο Λίνος άρχισε να λέει την ιστορία του για το χωράφι που γεννήθηκε και μεγάλωσε , για τους συγγενείς και τους φίλους που είχε χάσει και ήρθε και η σειρά της Μάτας να πει για το δικό της ταξίδι ως εκεί … και η ώρα πέρασε χωρίς να το έχουν καταλάβει γιατί ένιωθαν τόσο καλά οι δυό τους, σαν να γνωρίζονταν χρόνια … και τι δεν είπαν !
Μοιράστηκαν λύπες και χαρές, μίλησαν για τα όνειρά τους, είπαν αστεία και γέλασαν και η μοναξιά τους χάθηκε για πάντα.
Έξω από το ψυγείο η ζωή έπαιζε άλλο παιχνίδι.
«Μανούλα πεινάω ! πεινάω πολύ !» είπε η Χριστίνα, «τι θα φάμε ;». Εκείνη τη στιγμή η καρδιά της μαμάς της σαν να σταμάτησε … «Τώρα; Τώρα τι γίνεται ; σκέψου ! σκέψου γρήγορα !» είπε στο εαυτό της και άνοιξε το ψυγείο με τρόμο γιατί ήξερε πως εκεί μέσα υπήρχαν πολύ λίγα, ίσως και τίποτα…. Και άρχισε :
Του Λίνου και της Μάτας κόπηκε η κουβέντα στη μέση και στη θέση του γέλιου και των ονείρων ήρθαν η αγωνία και ο πανικός του τέλους … Αγαπήθηκαν πολύ τις ώρες που ήταν μαζί και πιασμένοι χέρι-χέρι ορκίστηκαν ο ένας στον άλλον αγάπη παντοτινή, ότι κι αν γινόταν !. Έκλεισαν τα μάτια και ευχήθηκαν ο καθένας από μέσα του να μην χωρίσουν ποτέ !
Έτσι τους βρήκε εκείνη δίπλα-δίπλα και όπως τους είδε σφιχταγκαλιασμένους είπε να μην τους χωρίσει … βρέθηκαν λοιπόν στον πάγκο της κουζίνας …
«Βρε-βρε καλώς τα παιδιά !!! και εσείς εδώ ; τι βλέπω – τι βλέπω ; αγάπη ! … ε ναι ! τι άλλο μπορεί να δείχνει μια τόσο σφιχτή αγκαλιά» είπε το κρεμμύδι, και ο Λίνος με την Μάτα δεν είχαν άλλο παρά να του πουν την ιστορία της αγάπης τους.
Ο Διομήδης το κρεμμύδι συγκινήθηκε πολύ και τους πρότεινε να γίνει ο κουμπάρος τους μιας και κάποια φωνούλα που ακούστηκε μίλησε για γάμο …
«Να γίνει ο γάμος μανούλα, να γίνει ο γάμος !» συνέχισε η φωνούλα και εκείνη έβαλε την κατσαρόλα στη φωτιά …
Σιγά-σιγά έφταν οι καλεσμένοι, έτοιμοι για το γάμο, να χορέψουν και να γλεντήσουν με την ψυχή τους και άρχισαν τις ετοιμασίες …
Η Μάτα ξεφλούδισε και έλειωσε από την ευτυχία της, ο Λίνος πλύθηκε καλά και ο Διομήδης έβγαλε το παλιό του κουστούμι … και με μιας βρέθηκαν όλοι στην κατσαρόλα.
«Τα δώρα μου είναι αλάτι και πιπέρι για να είναι ο γάμος τους νόστιμος» είπε η μικρή
«Το δώρο μου είναι ζάχαρη για να είναι η ζωή τους γλυκιά» είπε η μαμά της
Και άρχισε ο τρελός χορός στην κατσαρόλα, …. Αγκαλιασμένοι χόρευαν και τραγουδούσαν χωρίς σταματημό και το κέφι τους έμεινε στην ιστορία … της κουζίνας και η ώρα περνούσε και ήρθε η κουτάλα να ανακατέψει γλυκά τις ζωές τους.
«Βάζω λάδι για να δέσει ο γάμος» είπε η μαμά
«Βάζω κριθαράκια για παιδάκια για να έχουν ευτυχία» είπε η μικρή και ο χορός ξεκίνησε πάλι από την αρχή και μιας και ήταν ο τελευταίος όλοι έβαλαν την ψυχή τους.
Η μελωδία του τραγουδιού ξεχύθηκε από την κατσαρόλα και όλος ο τόπος πλημμύρισε από την μυρωδιά της ευτυχίας.
Γέμισε πιάτα, γέμισε κοιλίτσες, γέμισε με αγάπη τις καρδιες μαμάς και κόρης και είχανε να λένε γι’ αυτό το γάμο πάντα όταν ερχόταν με τις αναμνήσεις η νοσταλγία εκείνης της βραδιάς, η μαμά άρχιζε :
Μύθι – μύθι – παραμύθι το κουκί και το ρεβύθι …..
Και ξαναέστηνε το γάμο και το παραμύθι του για την μικρή της
Ο γάμος (ντοματόσουπα)
4-5 ώριμες ντομάτες
2 κρεμμύδια ξερά
1 κουτ σούπας ντοματοπελτέ
½ κρασοπότηρο λάδι
2 νεροπότηρα νερό
½ κουτ γλυκού ζάχαρη
2-3 κλωνάρια σέλινο
1 ½ κρασοπότηρο κριθαράκι
½ κουτ γλυκού πάπρικα γλυκιά
Αλάτι, πιπέρι
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News