519
|

Είχα μια κούκλα

Avatar Λουκρητία 15 Φεβρουαρίου 2011, 05:53

Είχα μια κούκλα

Avatar Λουκρητία 15 Φεβρουαρίου 2011, 05:53

Έχω μια κούκλα. Η μόνη που κατάφερε να επιβιώσει από τους διάφορους μαρτυρικούς θανάτους που επινοούσε το διαστροφικό μου μυαλό όταν ήμουν μικρή. Είναι τροφαντή σαν το ανθρωπάκι της Michelin. Tα μαλλιά της, τα οποία είναι ένα τόνο πιο φωτεινά από το πτέρωμα του κορακιού, θυμίζουν πλέον άχυρο. Οι μπλε μουντζούρες πάνω στο λευκό πλαστικό της δέρμα, σαν σημάδια από μαστίγιο, θα μπορούσε να είναι μέρος της πιο σκληρής σκηνής σπλάτερ. Η μύτη της έχει υποχωρήσει προς τα μέσα, τονίζοντας τα μάγουλά της, και το χρώμα από τα χείλη της έχει ξεθωριάσει, παίρνοντας μαζί του το αινιγματικό της χαμόγελο. Στη θέση του έχω κολλήσει ένα μακρόστενο κομμάτι κόκκινης κορδέλας.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε, οι καλοχτενισμένες μπούκλες της αντανακλούσαν το φως, προσδίδοντάς της το ύφος μιας σταρ α λα Barbie και οι πυκνές μαύρες βλεφαρίδες της έκαναν και την καλύτερη μάσκαρα να στεγνώσει από ζήλεια. Κουνούσε χέρια και πόδια με απίστευτο νάζι, ακόμα και όταν φορούσε περίπλοκα ρούχα, τα οποία έραβα στο χέρι με ό,τι ρετάλια μπορούσα να βρω από εδώ κι από εκεί. Η αδυναμία που της έδειχνα δεν είχε προηγούμενο, αλλά έχει εξήγηση. Όταν μου την έφεραν δώρο, μου είχαν πει: "Θα σου χρειαστεί. Ας είναι κάποιος γύρω σου που σε ξεπερνάει στη σιωπή". Με είχε ιντριγκάρει τότε το μυστήριο στα λόγια τους, οπότε φρόντισα να μην την χάσω όλα αυτά τα χρόνια, κι ας ξέχασα την ύπαρξή της με τον καιρό.

Την βρήκα τυχαία χθες το βράδυ, καθώς έψαχνα την τελευταία κούτα που είχε παραμείνει άθικτη εδώ και τέσσερα χρόνια που μετακόμισα στο διαμέρισμα στο οποίο μένω τώρα. Κάτω από κακόγουστα σουβενίρ διακοπών από φίλους και συγγενείς, μπλεγμένη σε σπασμένες ασημένιες αλυσίδες και αποκόμματα από περιοδικά. Είχε επτά μικρές μπλε πινέζες μπηγμένες στο κορμί της. Μία σε κάθε χέρι, πόδι και μάτι και άλλη μία αριστερά στο στήθος. Δεν μπορώ να θυμηθώ για ποιο λόγο της είχα φερθεί τόσο βάναυσα, μα προσπάθησα να τις αφαιρέσω, γεμάτη ενοχές.

Ξεκίνησα με αυτή στο δεξί της χέρι και κατέληξα με εκείνη του δεξιού ποδιού, αφήνοντας την πινέζα στο στήθος για το τέλος. Την έστησα όρθια με το ζόρι και την παρατηρούσα. Το θέαμα μού έφερε γέλια. Η αποκαθήλωση του Χριστούλη ωχριά μπροστά στη δική μου τελετουργία, σκέφτηκα. Και τότε ήταν που άρχισαν να ζωντανεύουν οι μνήμες. Το παρελθόν που δεν αφήνεις πίσω. Επτά πινέζες, μία για κάθε φορά που είχαν έρθει τα πάνω-κάτω χωρίς να αντιδράσω, όπως άλλοι χτυπάνε συμβολικά τατουάζ για να μην ξεχνάνε.

Παλεύοντας να αφαιρέσω και την τελευταία, μια ψιλή φωνή τρύπησε τα αυτιά μου. "Πόσο με έχεις σιχαθεί;". Κοίταξα τριγύρω. Κανείς. Δεν μπορεί, μονολόγησα. Γύρισα την κούκλα ανάποδα και ψαχούλεψα την πλάτη της. Όχι, δεν έχει κορδόνι. Ποτέ δεν είχε. Μα ακόμα κι αν είχε, θα έλεγε καμιά χαριτωμενιά του στυλ "Ω, σ' αγαπάω μανούλα" κι όχι κάτι τέτοιο. Την πάτησα στη κοιλιά κι ο αέρας βγήκε από τις τρύπες που είχαν δημιουργήσει οι πινέζες, αφήνοντάς την σκεβρωμένη σαν στραπατσαρισμένο κουτάκι αναψυκτικού. Της έκοψα τα μαλλιά με το ψαλίδι και με τον αναπτήρα έκαψα τα άκρα της. Ορίστε, ο τελευταίος μαρτυρικός θάνατος, έστω και με καθυστέρηση.

Είχα μια κούκλα.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News