1744
|

Είμαι ερωτευμένος με τα ράφια σου

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 9 Σεπτεμβρίου 2011, 07:04

Είμαι ερωτευμένος με τα ράφια σου

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 9 Σεπτεμβρίου 2011, 07:04

Υπάρχουν άνθρωποι που οργάζουν βλέποντας ένα ζευγάρι παπούτσια στη βιτρίνα, νιώθοντας πως το δαμάλι που’ γινε nappa, πριν παραδώσει το πνεύμα, είχε την εικόνα τους χαραγμένη στο μοσχαρίσιο του μυαλό. Άλλοι και άλλες σκληραίνουν και υγραίνονται με ρούχα – ασχέτως του αν θα τα φορέσουν ποτέ – ή με αυτοκίνητα των 200.000 ευρώ, που καίνε δύο εμιράτα βενζίνη το χιλιόμετρο και για να βρεις να παρκάρεις πρέπει να’ χεις βύσμα στο δήμο και να βάλεις να σου γκρεμίσουν μισό οικοδομικό τετράγωνο. Και φυσικά να μην ξεχνάμε τους γκατζετάκηδες, που ξεροσταλιάζουν μπρος την ψηφιακή ταμπλέτα όπως ο χαπάκιας μπρος την ταμπλέτα του Stedon, άλλο που μπορεί να τη χρησιμοποιούν μόνο για να παίζουν Angry Birds ή για να βλέπουν τσόντες (που θέλει και προσοχή, διότι αν πάνω στην κόρωσή σου τ’ αμολήσεις στην οθόνη και βραχυκυκλώσει, άντε μετά να εξηγείς στο κομπιουτεράδικο πώς, εκεί που καθόσουν αμέριμνος στο μετρό, ένας επιδειξίας ήρθε και σου γονιμοποίησε τα θυμωμένα πουλιά).

Εγώ, ωστόσο, ως άνθρωπος αθεράπευτα κοιλιόδουλος και πρόθυμο θύμα κάθε πρωτόγνωρου εδώδιμου που δεν έχει διαβεί τον καταπιώνα μου, παθαίνω αυτόν ακριβώς τον ντουβρουτζά όταν βρίσκομαι σε μεγάλο σούπερ μάρκετ: θολώνει το μάτι μου, μπανίζω τα τυριά και τ’ αλλαντικά σαν καψωμένος κωλομπαράς, τα θέλω όλα, πασχίζω να εκλογικεύσω – Μα είναι υπερτιμημένα! Τρισίμισι ευρώ τα γκουρμέ πατατάκια, μη χέσω; – κι αποτυγχάνω παταγωδώς, και τελικώς καταλήγω στο ταμείο με 180 σφύξεις, αφενός διότι κοιτάζω τα καλούδια και φχεραίνω (που λένε και στην Κρήτη), κι αφετέρου διότι δεν ξέρω αν θα μου φτάσει το κατοστάρικο ή αν η κάρτα είναι τιγκαρισμένη και πρέπει μετά να εγκαταλείψω τα μονάκριβα φαγώσιμα στα ράφια τους, που η ιδέα και μόνο μου προκαλεί σπαραγμό αντίστοιχο με των ηρωίδων στην Εκλογή της Σόφι και στο Ποτέ χωρίς την κόρη μου.

Όμως ας ξετυλίξουμε τον μίτο αυτού του παθολογικού υπερκαταναλωτισμού, που ξεκινά, όπως όλες οι πετριές, στα παιδικά χρόνια του γράφοντος…
Κατ’ αρχάς να πω ότι η Θεσσαλονίκη των αρχών του ’80 έμοιαζε πολύ περισσότερο με την Ελλάδα του ’50 απ’ ό,τι με τη σημερινή. Η πολυκατοικία μας ήταν απ’ τις πρώτες στη Θεμιστοκλή Σοφούλη, απ’ το μπαλκόνι μας ατενίζαμε το Θερμαϊκό και τον Όλυμπο, και σ’ ό,τι αφορά τα ψώνια, οι απλοί (και οι περίπλοκοι) άνθρωποι της συμπρωτεύουσας βολεύονταν με παραδοσιακά μπακάλικα, με τετράδιο για το βερεσέ και ζυγαριές παλαιού τύπου, με απόκλιση βάρους 5-6 κιλά.

Στη γειτονιά μας είχαμε δύο μπακάληδες, ή μάλλον έναν μπακάλη κι ένα μεγαλομπακάλη, αλλά η μαμά μου προτιμούσε τον regular μπακάλη διότι ο άλλος σου χτυπούσε στην προπολεμική μηχανή προϊόντα που δεν είχες αγοράσει, σ’ έκλεβε στο ζύγι και στα ρέστα, και γενικώς μόνο που δε σ’ τον σφύριζε ο παλιάνθρωπος.

Τότε βεβαίως ήμουν κι εγώ μια σταλιά παιδάκι, μα από δαιμονική συγκυρία της τύχης, το πρώτο σούπερ μάρκετ της Σαλονίκης άνοιξε ακριβώς την περίοδο της πρώτης βουβαλοποίησής μου, όταν πλέον ο πατέρας μου, βλέποντάς με να αλέθω και βότσαλο έτσι και μου το πασπάλιζες με ζάχαρη άχνη, έλεγε το κλασικό – μα στην περίπτωσή μου απόλυτα κυριολεκτικό – «Καλύτερα να σε ντύνω, παρά να σε ταΐζω.»

Το εν λόγω σούπερ μάρκετ ήταν το Πριζουνίκ Μαρινόπουλος, στο δρόμο για το αεροδρόμιο, κι ενώ σήμερα που το θυμάμαι μου φαίνεται ελάχιστα μεγαλύτερο απ’ το καθιστικό μου, στα αθώα, λιμάρικα παιδικά μου μάτια, φάνταζε Γη της Επαγγελίας, όπου οι γονείς μου με καθίζαν στο καρότσι (με το ζόρι, και με μεγάλη δυσκολία, γιατί ήδη χρειαζόμουν καρότσι σαν αυτές τις παλέτες του ΙΚΕΑ), διότι απ’ την πολλή μου αναστάτωση είτε έτρεχα σαν το διάολο και χανόμουνα και δεν έβλεπα τη μαμά μου και τον μπαμπά μου κι άρχιζα να σκούζω, ή, ξαναμμένο απ’ την πληθώρα φανταχτερών, παχυντικών εμπορευμάτων, τα άνοιγα και τα’ σκιζα επί τόπου, κρύβοντας το περιτύλιγμα πίσω-πίσω στο ράφι, αν και βεβαίως όταν βλέπαν τα μούτρα μου πασαλειμμένα με μαρμελάδες και τα χέρια μου καφέ απ’ τη Nutella ήταν αδύνατον να κρύψω το έγκλημά μου. Αυτό το κουσούρι μάλιστα έκανε δυο-τρία χρόνια να μου περάσει, με το ταπεινωτικό αποτέλεσμα οι γονείς μου να δίνουν στην ταμία άδεια σακουλάκια από κρουασάν ή γαριδάκια, μισοφαγωμένες συσκευασίες με λουκάνικα Φρανκφούρτης ή La vache qui rit, ή δυο και τρία στραγγιγμένα μπουκάλια γάλα με κακάο, ενώ εγώ απ’ το καρότσι μούγκριζα να μου δώσουν πίσω τα φαγιά μου, ότι δεν είχα τελειώσει, ή ότι δεν ήθελα άλλα λουκάνικα, οπότε να πληρώσουν μόνο τα φαγωμένα. (Στην πιο hardcore απ’ αυτές τις επιδρομές, με είχαν βρει να κοπανάω ένα κουτί με ζαχαρούχο γάλα στη γωνία του ραφιού, κλαίγοντας με αναφιλητά που δεν άνοιγε να το ρουφήξω).

Τα χρόνια πέρασαν, οι Μαρινόπουλοι, Βερόπουλοι και Μασούτηδες πληθύναν, αλλά το μεγάλο πατατράκ συνέβη στα δεκατρία μου χρόνια, όταν, εκεί που βρίσκεται το σημερινό IKEA, άνοιξε το μεγαλύτερο μέχρι τότε σούπερ μάρκετ στην ιστορία της Θεσσαλονίκης: το θρυλικό Continent.

Το πώς δεν υπήρξαν θύματα τη μέρα των εγκαινίων είναι ένα θαύμα, διότι θυμάμαι όλη μα όλη την πατρίδα μου να ξεχύνεται με λύσσα άνευ προηγουμένου στους κατάμεστους από ξένες λιχουδιές διαδρόμους, με συνέπεια ότι στο τέλος περιμέναμε γύρω στις δύο ώρες στην ουρά για να πληρώσουμε. Ωστόσο, μες σ’ αυτό το κλίμα μετα-σοσιαλιστικής υστερίας, ο μελλοντικός συγγραφέας περιπλανιόταν σε μια κατάσταση που συνδύαζε νιρβάνα, βαθύ κώμα, και κρίση νυμφομανίας.

Ήθελα να τα πάρω όλα, όλα – τα γιαουρτάκια με μύρτιλο και τα κεφάλια καμαμπέρ, τα κασουλέ και τα πατέ, τους μηλίτες, τα μπριός, τις πηχτές, και τα εκατό είδη σοκολάτας, με περιεκτικότητα σε κακάο μέχρι 110%, που σε πιάνει το τσιρλιό που παθαίναν οι κακαομανείς στις αποικίες και πας αδιάβαστος από τσικουλάτα και δεν ξέρουν τι να πουν στον επικήδειο. Ευτυχώς είχα ξεπεράσει τη φάση του ‘άρπαχτ’ το και φα’ το’, ωστόσο αυτό δε με εμπόδιζε να σπρώχνω δικό μου καρότσι (το οποίο είχα αποσπάσει με νάζια κι απειλές – «Τόσα αριστεία έχω πάρει για να καμαρώνετε!» «Ναι, αλλά ποτέ δε μου κάνατε το αδερφάκι που τόσο λαχταρούσα!») και οι δόλιοι γονείς είχαν υποκύψει, εν μέρει διότι και οι ίδιοι ήταν άνθρωποι απερίγραπτα σπάταλοι – για παράδειγμα, ένα κουσούρι που μου έχουν κληροδοτήσει είναι ότι με στέλνεις στο σούπερ μάρκετ για ένα εβαπορέ, και γυρνάω με τρεις σακούλες πράματα. Το ζουμί της υπόθεσης είναι ότι την πρώτη εκείνη μέρα στο Continent είχαμε ξωκείλει σε τέτοιο σημείο, που όταν γυρίσαμε σπίτι τα αγαθά του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ και των δώδεκα φυλών του Ισραήλ δε χωρούσαν μήτε στο ψυγείο μηδέ στα ντουλάπια, οπότε – τι χαρά! – πέσαμε κι αρχίσαμε να τρώμε με δέκα μασέλες, θαρρείς και είχαμε μόλις γυρίσει απ’ την έρημο παρέα με τον Αγιαντώνη.

Και με τα χρόνια ο πλουραλισμός ξέφυγε από κάθε έλεγχο, όπως και τα κιλά μου. Όπως όταν άνοιξε το Makro, οπότε πλέον ξεκοιλιαζόμασταν στη χονδρική, με κούτες πουράκια Caprice, ντάνες digestive με σοκολάτα, και κάτι γκουμούτσες καπνιστή μπριζόλα που έτσι και τις έβλεπε κάπρος τις περνούσε για γουρούνες ολόκληρες και τις κουτούπωνε. Το όργιο του Makro έληξε όταν, λίγο καιρό μετά τις Πανελλαδικές, ζυγιστήκαμε οικογενειακώς και διαπιστώσαμε πως είχαμε συνολικό βάρος μικρού αυτοκινήτου ή μεγάλου βίσωνα.

Όχι ότι η δίαιτα κρατούσε πάνω από μια-δυο βδομάδες – διότι στο μεταξύ είχε ανοίξει και το Carrefour, που σαν να μην έφταναν οι καύλες οι εισαγόμενες, είχε και τα έτοιμα φαγιά. Να μας εξορκίζει η συχωρεμένη η μάνα μου πριν φύγουμε: «Τζιγιέρια μου, μόνο πορτοκάλια και γάλατα θέλουμε, ναι; Μόνο πορτοκάλια και γάλατα!» και είκοσι λεπτά μετά να’ μαστε στημένοι με τον μπαμπά μου και να κάνουμε τάχα ότι το συζητάμε:
«Να παίρναμε κι ένα τέταρτο παέγια;»
«Τι να σου κάνει το ένα τέταρτο; Με τα τσόφλια απ’ τα μύδια και τις γαρίδες, ποιος παπάς, ποιος κουμπάρος.»
«Μισό κιλό, τότε.»
«Δεν το κάνουμε ένα; Τρώμε και το βράδυ, θα είναι ωραία κρύα-κρύα απ’ το ψυγείο.»
«Ναι αλλά η μαμά έχει βγάλει κιμά να ξεπαγώνει.»
«Τότε να πάρουμε μισό κιλό παέγια και μισό κιλό μελιτζάνες ιμάμ – εσύ γκρινιάζεις συνεχώς ότι δεν τρώμε λαχανικά.»
«Είναι τώρα λαχανικό το ιμάμ μπαϊλντί;»
«Και βέβαια είναι – κοίτα ντομάτα και σκόρδο που’ χει. Χώρια το ελαιόλαδο, που είναι ό,τι καλύτερο για τον οργανισμό. Μεσογειακή διατροφή, μπαμπά.»

Και ύστερα ήρθαν όχι οι μέλισσες αλλά ο Βασιλόπουλος, κι άνοιξε το πρώτο του κατάστημα είκοσι μέτρα απ’ το πατρικό μου (επειδή είσαι παρανοϊκή καταβόθρα, δε σημαίνει ότι δε σε κυνηγάνε για να σε παχύνουν). Κι εγώ πρωτογνώρισα κι ερωτεύθηκα σφόδρα τα κολασμένα προϊόντα Betty Crocker, με αποτέλεσμα κάθε πρωί μαζί με τον καφέ μου να καθαρίζω και μια στοίβα pancakes λουσμένη σε αυθεντικό, καναδέζικο σιρόπι σφενδάμου, λίπη που κατέληγαν, όπως μπορείτε να φανταστείτε, απ’ ευθείας στις αλλοτινές μου πατσές.

Έκτοτε πέρασαν χρόνια, γίναμε Ευρωπαίοι (και καλά) και ζήσαμε την εποχή αγελάδων που ήταν τόσο παχιές, που τις στέλναμε να βάλουν δακτύλιο. Εγώ μετανάστευσα στην Αθήνα μ’ ένα κοφίνι ζωντανές κότες κι ένα μπογαλάκι με προικιά και τραχανά ξυνό, κι ανακάλυψα, εξόν από Βασιλόπουλους στους οποίους πήγαινα μόνο χαπακωμένος (για να μην κλατάρω απ’ την ταραχή) τι εστί ντελικατέσσεν, οπότε και περνούσα ώρες ατέλειωτες σαν το βουβαλάκι με τα σπίρτα, να ξερογλείφομαι έξω απ’ τη βιτρίνα του Maison du fromage ή στους διαδρόμους του άλλου Βασιλόπουλου, στη Σταδίου, που εκτός από γάλα πουλιού έχει και του βωδιού το μάτι, θρηνώντας την ανέχεια που με ανάγκαζε να τη βγάζω με barbeque sauce της σειράς αντί για ειδική συνταγή του Τέξας, με εσσάνς αγριοκαρυδιάς, μελιού, καπνιστού ουίσκι και χνουδιού από αφαλό πρωταθλητή του ροντέο.

Και φυσικά ταξίδεψα σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, όπου πουλάνε γκουρμεδιές και δε σου βάζουνε χέρι – στα αχανή Tesco και Sainsbury’s της γηραιάς Αλβιόνος και στον όροφο με τα τρόφιμα των Galeries Lafayette. Κι έφαγα πατέ ελαφιού και πέστο μανιταριού, τάρτες με ραβέντι και φρεσκοψημένα μπενιέ από παρισινές boulangeries, κι ωστόσο ο ουρανίσκος μου ποτέ δε χόρτασε τη σαγήνη και την περιπέτεια του αδοκίμαστου. Ακόμη και τώρα, κάθε φορά που διαβαίνω το κατώφλι του Θανόπουλου ή του ΑΒ στο Φάρο, με πιάνει η ταχυπαλμία της προσμονής, σαν τον ερωτευμένο που καρτερεί το ταίρι του σ’ ένα σκιερό παρκάκι, μόνο που αυτός το ταίρι το γαμεί (αν είναι τυχερός) κι εγώ το χλαπακιάζω.
Και δεν υπάρχει τέλος στις ηδονές, στην επινοητικότητα όσων θησαυρίζουν από τζάνκι των σούπερ μάρκετ σαν και του λόγου μου. Και να είστε βέβαιοι πως, έτσι και τρακάρουμε κάπου, και στο ράφι υπάρχει μόνο ένα φαγώσιμο που και οι δυο αναζητάμε, δεν πρόκειται να σεβαστώ ούτε ηλικία, ούτε προχωρημένη εγκυμοσύνη, ούτε το δάκρυ του σύγχρονου Ερυσίχθονα που βλέπει το κουτί με το γλάσο βανίλιας να ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια του.

Γιατί στον πόλεμο και στο σούπερ μάρκετ, όλα επιτρέπονται…
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News