Αχ, μωρέ Γιώργο. Σήμερα είναι η πρώτη και η μόνη φορά που με στενοχώρησες. Μόλις πριν λίγο διάβασα την είδηση ότι έφυγες ξαφνικά. Έτσι σκέτα, δίχως καμία εξήγηση. Μόνο ότι τον τελευταίο καιρό είχες αποσυρθεί, λέει, από την ενεργό πολιτική, και ασχολούσουν με την συγγραφή λογοτεχνικών βιβλίων και ποιημάτων.
Σιγά το νέο! Αυτό το ήξερα εδώ και χρόνια. Κι αυτό σου έδινε ζωή. Πώς είναι δυνατόν να το συνδέουν με θάνατο;
Γράφω δευτερόλεπτα μετά το κακό μαντάτο. Θυμωμένος, πικραμένος, αποσβολωμένος. Μου ‘ρχεται να σε πάρω τηλέφωνο να σε ρωτήσω αν θα’ σαι Πόρο το άλλο Σαββατοκύριακο, να’ ρθω να τα πούμε από κοντά, με τις ώρες.
Δεν πάει ούτε μήνας που σε ανέφερα σε ένα άρθρο που έγραψα στην κυπριακή εφημερίδα «Φιλελεύθερος» για την γαστρονομία στην λογοτεχνία. Ξαναδιάβασα το «Απόψε Μαγειρεύουμε Αλλιώς», που μού ‘χες χαρίσει στις 30.11.11, μ’ ένα χαρτάκι post-it μέσα, που με καθοδηγούσε να διαβάσω στις σελίδες 236-275 την συσχέτιση των γευστικών απολαύσεων με την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβίνσκι. Αυτή τη στιγμή που σου μιλώ, Γιώργο μου αγαπημένε, την έχω υπόκρουση.
«Παρακινδυνευμένο δεν είναι τώρα να συγκρίνεις τη μουσική, που είναι τέχνη πραγματική κι έχει στόχο την πνευματική απόλυση, με την τέχνη της κουζίνας που στοχεύει απλά, εκτός της διατροφής – ποιος την ξεχνά; – στην αισθητική απόλαυση μέσω της γεύσης; Υπερβολές, υπερβολές, να βάζεις τους σεφ δίπλα στους μουσικοσυνθέτες. Τα εργαλεία της κουζίνας δίπλα στα όργανα μιας ορχήστρας, την έμπνευση ενός Στραβίνσκι δίπλα στις εμπνεύσεις ενός, έστω, μεγάλου δημιουργού της γαστρονομίας. Και ποια σχέση μπορεί να έχουν, κύριε, οι παγανιστικές ιεροτελεστίες αυτού του σημαντικού μουσικού έργου κι ο φρενήρης χορός που γίνονται γύρω από μια μάγισσα (η οποία προβλέπει το μέλλον χρησιμοποιώντας ανθισμένα κλωνάρια δέντρων ώστε να τιμηθεί η ιερή δύναμη της μητέρας γης στον ερχομό της άνοιξης), με την βήμα προς βήμα προσεκτική προμήθεια και την τελετουργική, έστω, προετοιμασία και παρασκευή ενός φίνου, αρωματικού και όσο γίνεται πιο εύγευστου καφέ; Συνοδευμένου ίσως απ’ όλα τα καλά της υψηλής ζαχαροπλαστικής; Συμβολική και μόνο, εντάξει, αλλά για άλλους οι αντιστοιχίες είναι σοβαρότερες κι η γνώμη τους, πολλές φορές τους δικαιολογείς, είναι θεμελιωμένη». (Απόσπασμα από το βιβλίο του «Απόψε Μαγειρέψαμε Αλλιώς – Ιεροτελεστίες γευστικών απολαύσεων», Εκδόσεις Αρμός).
Αχ, ρε Γιώργο! Ακόμα δεν μου έδωσες απάντηση για το πώς έγινε κι ανακατεύτηκες στη πολιτική. Ξέρω, όμως, γιατί έφυγες. Το Υπουργείο Παιδείας ήταν ένα στοίχημα για σένα – αν κάποιος μπορούσε, και είχε τις γνώσεις και ικανότητες να προχωρήσει στην ουσιαστική αναγέννηση του συστήματος, αυτός ήσουν εσύ. Όταν κατάλαβες όμως πως ό,τι λιγότερο από αυτήν την προοπτική δεν σου αρκούσε, έφυγες σαν κύριος και επέστρεψες στο νησί, στο χωριό, στα βιβλία και στη μουσική σου.
Ήσουν ο μόνος πολιτικός που έκανα έστω και λίγη παρέα. Ίσως να έπαιξε ρόλο η καθαρότητα της φωνής σου όταν με πήρες πρώτη φορά τηλέφωνο στο Τρίτο Πρόγραμμα και μου’ πες δυο καλές κουβέντες. Σίγουρα έπαιξε ρόλο ότι και εσύ δεν ήσουν τυπολάτρης της κλασικής μουσικής (δεν κουβαλούσες, δηλαδή, αυτήν την υπεροπτική ψευτοανωτερότητα που κατέχει αρκετούς οπαδούς της «λόγιας μουσικής», που δεν την έλεγες ποτέ τέτοια). Και, τέλος, νομίζω πως πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο ότι και οι δυο μας αποφοιτήσαμε από το ίδιο πανεπιστήμιο, Μαθηματικοί.
Μου’λεγες πόσο σε βοήθησε η μαθηματική σκέψη τόσο στην λογοτεχνία και στην ποίησή σου, όσο και στην σύντομη πολιτική σου σταδιοδρομία. Είναι γνωστό ότι η μουσική είναι και μαθηματικά. Και συμφωνώ μαζί σου ότι και στην πολιτική, η γνώση τους θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως επιπρόσθετο προσόν.
Αχ, ρε Γιώργο! Αυτά ήθελα να συζητάγαμε το ερχόμενο Σαββατοκύριακο που θα ερχόμουν στον Πόρο. Θα σου εξηγούσα την κατά το ήμισυ μετανάστευσή μου στην Κύπρο. Και θα κάναμε, με ουζάκια και μεζέ, το καθιερωμένο μας δίωρο πολιτικό συμπόσιο – με ξυπνητήρι στο κινητό, για να μην πλατειάσουμε, να μην επεκταθούμε περαιτέρω, όπως έλεγες. Συμφωνούσαμε ότι οι καλές κουβέντες, Καλέ μου, πρέπει πάντα να διακόπτονται σε σημείο που αυτομάτως σου επιβάλλεται η υποχρέωση να τις συνεχίσεις μιαν άλλη φορά. Την προηγούμενη φορά, είχαμε μείνει στις ανήσυχες σκέψεις σου εάν και σε ποιο βαθμό μπορεί πραγματικά να μεταρρυθμιστεί το κόμμα σου, της Νέας Δημοκρατίας. Θα σε ρωτούσα τώρα και για αυτό.
Είχες μακρά και γεμάτη κοινοβουλευτική θητεία, από το 1989 έως το 2007. Η Παιδεία ήταν ο αγαπημένος σου Τομέας. Ακόμα κι όταν αποσύρθηκες από την ενεργό πολιτική, γνωρίζω ότι εργαζόσουν κατ’ ιδίαν ωσάν να ήσουν ενεργός Υπουργός Παιδείας – επεξεργαζόσουν προτάσεις, μελετούσες μετά μανίας σχετικές εξελίξεις σε άλλες χώρες, διατηρούσες επαφές με συναδέλφους σου στο εξωτερικό, και συμμετείχες συχνά σε Ομάδες Εργασίας, όπως τις έλεγες, με αξιόλογους επιστήμονες-συναδέλφους στην Ελλάδα. Δεν ξέρω τι θα απογίνει όλο ετούτο το υλικό. Αλλά δεν πρέπει να στρωθείς κάτω και να το εκδώσεις, να το κοινοποιήσεις, ρε Γιώργο;
Θυμάμαι μια από τις τελευταίες μας κουβέντες. Την αγωνία σου για τα παιδιά που φεύγουν για να βρουν αλλού καλύτερη τύχη, μα κυρίως για εκείνα που μένουν και δεν κάνουν τίποτα εδώ. Τα σπρώξαμε στα πανεπιστήμια, έλεγες. Φροντίσαμε, άλλοτε σωστά, άλλοτε όχι, να τα σπουδάσουμε. Τα ταλαιπωρήσαμε με τις παλινωδίες μας, αλλά είχαμε και αρκετούς λαμπρούς εκπαιδευτικούς που δεν τα άφησαν να πελαγοδρομήσουν. Επενδύσαμε στα παιδιά μας, έστω και λιγότερα απ’ όσα έπρεπε. Και ξαφνικά, μ’ ένα φύσημα ανέμου, άλλοι μας έφυγαν και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αλλού, και άλλοι έμειναν εδώ να βλέπουν τα πλοία να περνούν.
«Δεν είχε τίποτα να κάνει. Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να μην έχεις να κάνεις τίποτα. Νόμιζε πως θα μπορούσε να το συνηθίσει, ώστε να πάψει να στενοχωριέται. Έλεγε και ξανάλεγε μέσα του πως θα είχε τη δύναμη να γίνει απαθής, να φτάσει στο σημείο να μην τον νοιάζει πια για τίποτα. Κυρίως να μην απελπίζεται, να μην αφήνει το φόβο του κενού να τον κυβερνάει, να σηκώσει λίγο το κεφάλι.
Έκοβε έτσι βόλτες στη παραλία. Μόνος του. Όχι πως δεν είχε παρέα. Θα μπορούσε να κάνει παρέα με συνταξιούχους, που κι αυτοί έκαναν την καθημερινή τους βόλτα πρωί κι απόγευμα, την ίδια πάντοτε ώρα, αλλά δεν ήθελε. Αυτός δεν ήταν συνταξιούχος, ώστε να περπατάει καμαρωτός με τα χέρι δεμένα πίσω και μια παράξενη, αλλά αόρατη, αλλά θεατή απ’ όλους ταμπέλα στο στήθος του να γράφει: «Δούλεψα, και τώρα, δόξα τω Θεώ, τρώω τη σύνταξή μου». Εκείνος ήταν νεότερος, αλλά το πρόβλημα δεν ήταν η ηλικία του, όπως έλεγε και ξανάλεγε ο ίδιος. Ήταν η πίκρα που είχε κατακλύσει την καρδιά του ως μέσα βαθιά. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα ίσως να μη γινόταν ποτέ συνταξιούχος, και τότε;» – Απόσπασμα από το διήγημα Ο Καταπέλτης, από το βιβλίο του Γιώργου Καλού «Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Πλοία να Περνούν» (Κέρδος, 2010).
Επίλογος
Ένας άνθρωπος…
- Που διάβαζε και έγραφε λογοτεχνία και ποίηση
- Που σπούδασε και αγάπησε τα Μαθηματικά
- Που μαγείρευε και λάτρευε το καλό φαγητό, προπαντός όμως όταν συνοδευόταν κι από καλή παρέα
- Που αγαπούσε τη μουσική, ιδίως όμως την κλαασική
- Που τίμησε το πολιτικό του αξίωμα. Που πρόσφερε αθόρυβα και εργάστηκε σκληρά
- Που εγκατέλειψε την ενεργό πολιτική όταν ένιωσε πως δεν μπορούσε πια να προσφέρει και ουσιαστικό, και δεν ήθελε να κάθεται και να πληρώνεται
- Και που τον έλεγαν Καλό…
… Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;
Στο Καλό, καλέ μου Γιώργο!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News