Κατ´αρχάς να ξεκαθαρίσουμε τα ευτράπελα, για να περάσουμε μετά στα σοβαρά. Το πρόβλημα με την πρωτοχρονιάτικη συγκέντρωση των Πακιστανών στο Σύνταγμα δεν ήταν αισθητικό – όπως το θεώρησαν ορισμένοι – αλλά υγειονομικό. Η συγκέντρωση απαγορευόταν επειδή έχουμε πανδημία με πολλά κρούσματα, όχι επειδή έχουμε πολλούς Πακιστανούς. Για να γίνω πιο κατανοητός σε πονηρούς πολιτευτές και πολιτεύτριες, η συγκέντρωση θα ήταν εξίσου επικίνδυνη και εξ αυτού του λόγου απαγορευμένη ακόμη και στην περίπτωση που στη θέση των Πακιστανών βρίσκονταν στην πλατεία Συντάγματος εκατοντάδες «καλλονές» – προϊόντα πλαστικής χειρουργικής και επιδείκνυαν χωρίς μάσκα τα μετά τόσου κόπου αποκτηθέντα κάλλη τους. Η Αστυνομία θα όφειλε και πάλι να τους κόψει πρόστιμο, όχι για αισθητική παράβαση – ζήτημα υποκειμενικό – αλλά για υγειονομική.
Ας πάμε όμως τώρα στα σοβαρά. Με αφορμή τη συγκέντρωση των Πακιστανών στο Σύνταγμα, άνοιξε ξανά – με λάθος τρόπο – το Μεταναστευτικό – Προσφυγικό. Μπλέχτηκαν νόμιμοι και παράνομοι μετανάστες, επανήλθαν στο προσκήνιο τα γνωστά στερεότυπα και φάνηκε για μια ακόμη φορά πόσο δύσκολο μας είναι να μιλήσουμε με ειλικρίνεια και να δούμε κατάματα την πραγματικότητα.
Πρώτα απ’ όλα ας μιλήσουμε με αριθμούς. Στην Ελλάδα ζουν σήμερα περίπου 950.000 νόμιμοι μετανάστες, με άδεια παραμονής. Αυτοί έχουν περάσει τουλάχιστον επτά συνεχή χρόνια στη χώρα, στην πλειοψηφία τους εργάζονται και έχουν και οικογένειες. Όποιος ζει στην Αθήνα ξέρει ότι κάθε χρόνο στη γιορτή του δήμου χιλιάδες μετανάστες αυτής της κατηγορίας πάνε στο Σύνταγμα και γιορτάζουν την αλλαγή χρόνου. Οι περισσότεροι, γιατί απλά δεν έχουν κάπου αλλού να πάνε. Πώς φαίνεται ότι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία; Πολύ απλά, γιατί οι περισσότεροι κατεβαίνουν στην πλατεία οικογενειακώς, με συζύγους και παιδιά. Αυτοί πήγαν στο Σύνταγμα την Πρωτοχρονιά; Προφανώς όχι. Ποιοι, λοιπόν;
Ας έρθουμε στη δεύτερη κατηγορία κατηγορία μεταναστών, που αριθμεί μερικές δεκάδες χιλιάδες, περίπου 150.000, σύμφωνα με τους επίσημους υπολογισμούς, οι οποίοι όμως μπορεί και να υποεκτιμούν -συνειδητά- τον πραγματικό αριθμό. Εδώ ανήκουν αυτοί που ήρθαν στη χώρα με παράνομο τρόπο ζητώντας άσυλο. Κρατήθηκαν για ένα διάστημα στα κέντρα υποδοχής των νησιών και μετά την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής (ή μη απονομής) ασύλου και στο πλαίσιο της πολιτικής της αποσυμφόρησης των νησιών πήραν το δρόμο κυρίως για την Αθήνα αλλά και άλλους προορισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας. Κάποιοι εξ αυτών έχουν λάβει καθεστώς ασύλου, κάποιοι άλλοι -οι περισσότεροι- έχουν λάβει απορριπτική απόφαση και πρόκειται να απελαθούν. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι νέοι, άνδρες, κάποιους τους είδαμε χωρίς μάσκες στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα.
Η επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής ασύλου και η αποσυμφόρηση των νησιών υπήρξαν βασικοί στόχοι της πολιτικής του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής που υλοποιούνται τον τελευταίο χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι δεν περιμένουν δυο και τρία χρόνια – όπως συνέβαινε – οι παράνομοι μετανάστες μέσα στα κέντρα υποδοχής των νησιών, κάνοντας ενστάσεις και περνώντας από τη μια επιτροπή στην άλλη μέχρι να κριθεί το αίτημά τους. Η διαδικασία είναι πολύ πιο γρήγορη και οδηγεί σε δυο πιθανά ενδεχόμενα. Είτε παίρνει κάποιος άσυλο, είτε δεν παίρνει όποτε πρέπει να απελαθεί.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα που αφορούν και στις δυο κατηγορίες. Αυτοί που παίρνουν άσυλο πρέπει να βγουν από τους καταυλισμούς, γιατί η Ελλάδα τους έχει δώσει τη διεθνή της προστασία και άρα δεν ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που θα μένουν σε καταυλισμούς αλλά στην κατηγορία εκείνων που θα πρέπει να ενταχθούν και να εργαστούν για όσο διάστημα διαρκεί το άσυλο τους. Η ένταξη τους, όμως, η οποία απαιτεί χρόνο και χρήμα, δεν έγινε ποτέ ξεκινώντας από το 2015 μέχρι και σήμερα. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2021 δεν υπήρχε καμία σχετική δράση και ούτε ένα ευρώ για να διατεθεί στην ένταξη. Το προηγούμενο χρηματοδοτικό πρόγραμμα της ΕΕ του 2014-2020 είχε τελειώσει και δεν είχαν ξεκινήσει οι εκταμιεύσεις για το 2021-2027. Με τη δουλειά υποδομής που γίνεται τον τελευταίο χρόνο, θα αρχίσουν οι εκταμιεύσεις των ευρωπαϊκών κονδυλίων μετά τον Απρίλιο του 2022. Τι εννοούμε μιλώντας για ένταξη και γιατί χρειάζονται πολλά χρήματα; Εννοούμε δημιουργία προγραμμάτων ελληνομάθειας, ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, αποφυγής ενδοοικογενειακής βίας και βέβαια κυρίως εκπαίδευση σε κρίσιμους τομείς της Οικονομίας, όπου χρειάζονται εργατικά χέρια, όπως ο αγροτικός, ο κατασκευαστικός και η μεταποίηση.
Τι γίνεται όμως στο μεσοδιάστημα; Στους έχοντες λάβει καθεστώς πρόσφυγα η χώρα φιλοξενίας υποχρεούται με βάση της Σύμβαση της Γενεύης να παρέχει εκτός από διεθνή προστασία και ό,τι άλλο παρέχει στους υπηκόους της. Δηλαδή, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, επίδομα στέγασης, επίδομα τέκνων, επιδόματα αναπηρίας, κοινωνικά τιμολόγια, κλπ. Προφανώς αυτό είναι ένα πακέτο που επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ αν έχεις κάνει ένταξη, για όσο διάστημα διαρκεί το άσυλο (που εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα προέλευσης – πχ αν τερματιστεί ο πόλεμος στη Συρία μπορείς να αξιώσεις την επιστροφή των προσφύγων) τα προγράμματα ένταξης έχουν προνοήσει την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης και μετά την εξεύρεση εργασίας. Είναι ενδεικτικό ότι χώρες που κάθε άλλο παρά φιλο-μεταναστευτικές μπορούν να θεωρηθούν, όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, έχουν αναπτύξει στο έπακρο τα προγράμματα ένταξης, προκειμένου να μην επιβαρύνουν τους φορολογούμενους.
Για τους αιτούντες άσυλο και μέχρι να ληφθεί η σχετική απόφαση, πληρώνει αποκλειστικά η ΕΕ. Άλλωστε, οι αιτούντες άσυλο κανονικά βρίσκονται στις δομές φιλοξενίας. Τι γίνεται όμως με αυτούς που παίρνουν απορριπτική απόφαση; Θεωρητικά απελαύνονται. Η θεωρία όμως ελάχιστη σχέση έχει με την πράξη. Από την ώρα που δεν υπάρχει ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα επιστροφών και επίσης δεν εφαρμόζεται στην πράξη η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας που προβλέπει ότι μπαίνεις σε ένα σκάφος και γυρίζεις εκεί από όπου εισήλθες, η απέλαση είναι πρακτικά αδύνατη. Ελάχιστοι έχουν απελαθεί τα τελευταία χρόνια και για να είμαστε ρεαλιστές δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εκτός και πιστέψουμε ότι θα δούμε αεροπλάνα γεμάτα παράνομους μετανάστες με συνοδεία αστυνομικών να πετούν προς τις χώρες προέλευσης των ανθρώπων αυτών. Η συνήθης πρακτική, λοιπόν, των παράνομων μεταναστών είναι η εξής: Λίγο πριν λάβουν την τελική απόφαση και γνωρίζοντας ότι ούτε στη δομή φιλοξενίας θα μπορούν να παραμείνουν ούτε την προστασία του πρόσφυγα θα αποκτήσουν, οργανώνουν την «εξαφάνισή» τους. Με τη συνδρομή των γνωστών κυκλωμάτων μεταφέρονται στην ενδοχώρα και κυρίως στην Αθήνα, για να αρχίσουν να διεκδικούν τα προς το ζην κυρίως μέσα από εγκληματικές δραστηριότητες.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Συνθέτη, δύσκολη, χωρίς μαγικές λύσεις ορατές με βάση τα σημερινά δεδομένα. Το ζήτημα όμως είναι αν τελικά η Πολιτεία έχει λάβει υπόψη της ότι η κρίση του Μεταναστευτικού εξελίσσεται ταυτόχρονα με την κρίση της πανδημίας. Εάν το είχε λάβει σοβαρά υπόψη, ίσως θα έπρεπε να έχει επικαιροποιήσει αναλόγως τον διπλό στόχο της αποσυμφόρησης των νησιών και της ταχείας απονομής ασύλου. Ποτέ δεν είναι αργά!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News