Όταν στα τηλεοπτικά πάνελ συζητούν τον αντικαπνιστικό νόμο, υπάρχει πάντα κάποιος που λέει ότι η λύση είναι η υπέρογκη αύξηση της τιμής των τσιγάρων. Μόνο που αυτή δεν είναι λύση, είναι η χαρά του λαθρέμπορου. Και, εντελώς μεταξύ μας, αν ξαφνικά αύριο το πρωί έκοβε όλη η χώρα το κάπνισμα, ο Μητσοτάκης θα έπρεπε να απευθύνει έκτακτο διάγγελμα, ανακοινώνοντας μέτρα που θα αντιστοιχούσαν σε ένα ακόμα μνημόνιο.
Εκ πρώτης όψεως, βρισκόμαστε μπροστά σε μία ενδιαφέρουσα αντίφαση. Το κράτος κάνει καμπάνια κατά του καπνίσματος αν και στον φορολογικό του κουμπαρά μπαίνουν βρέξει-χιονίσει τρία δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, δηλαδή το 7% των φορολογικών εσόδων. Από πού θα τα βρει αν αύριο κόψουν όλοι το κάπνισμα;
Και δεν είναι μόνο τα φορολογικά έσοδα. Το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) υπολογίζει ότι τουλάχιστον 28.500 θέσεις εργασίας είναι συνδεδεμένες με την παραγωγή, τη διακίνηση και την εμπορία προϊόντων καπνού. Ο κλάδος παράγει, ετησίως, 1,2 δισ ευρώ προστιθέμενης αξίας. Συνολικά, κάθε θέση εργασίας στην παραγωγή και διανομή προϊόντων καπνού συνδέεται με 4 θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Ελάτε τώρα να δούμε και το κόστος. Είπαμε, από τη μία μπαίνουν στο ταμείο 3 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να είναι πολλά περισσότερα αν δεν υπήρχε το λαθρεμπόριο -ίσως και ένα δισεκατομμύριο παραπάνω. Κάθε χρόνο, όμως, πεθαίνουν περίπου 19.000 άνθρωποι από το κάπνισμα. Ας υποθέσουμε, αυθαιρέτως, παραβλέποντας το κόστος συντάξεων, ότι αυτή η απώλεια δεν επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά. Η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας εκτιμά ότι το κάπνισμα ευθύνεται για περίπου 200.000 εισαγωγές σε νοσοκομείο ετησίως –περίπου το 8,9% των συνολικών εισαγωγών–, γεγονός που δεσμεύει το 10,7% του προϋπολογισμού των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Πόσο κοστίζει όλο αυτό; Περίπου 3 δισ ευρώ, αν υπολογιστεί και η φαρμακευτική δαπάνη και η απώλεια εισοδήματος των ασθενών.
Οι καπνιστές, λοιπόν, πληρώνουν το οικονομικό κόστος που αντιστοιχεί στην περίθαλψή τους αλλά, φυσικά, τους κοστίζει και κάτι παραπάνω: η υγεία ή η ζωή τους. Συνεπώς αν αύριο έκοβαν όλοι το κάπνισμα, το σοκ στον προϋπολογισμό θα ήταν ισχυρό, αλλά σε βάθος ετών θα είχε απορροφηθεί. Αντίστοιχες θα ήταν και οι συνέπειες στην οικονομία και στην αγορά εργασίας. Όμως τι προτιμάμε; Νεκρούς ή ανέργους;
Εκ των πραγμάτων, η εφαρμογή ενός σκληρού αντικαπνιστικού νόμου που θα οδηγήσει σε σταδιακή, πλην όμως θεαματική, μείωση του καπνίσματος, είναι η μοναδική λογική λύση. Όχι μόνο επειδή θα υποχρεωθούν οι καπνιστές να ανάψουν λιγότερα τσιγάρα ή επειδή θα περιοριστούν τα θύματα του παθητικού καπνίσματος. Αλλά κυρίως επειδή οι πολύ μικρές ηλικίες θα μάθουν ότι το τσιγάρο επιφέρει αποκλεισμούς, έχει και κοινωνικές συνέπειες.
Η κοινωνία στηρίζει τον αντικαπνιστικό νόμο για αυτό και υπάρχουν ελπίδες για σοβαρή και μόνιμη εφαρμογή του. Επίσης ο Πρωθυπουργός το παίρνει επάνω του, γεγονός που δημιουργεί πίεση προς τον ελεγκτικό μηχανισμό. Από την άλλη, όμως, αυτή η πολιτική επιλογή περιέχει και ρίσκο. Διότι αν στις μεγάλες πίστες, για παράδειγμα, το πρώτο τραπέζι καπνίζει, ο καπνός θα είναι σαν να πηγαίνει στο πρόσωπο του Μητσοτάκη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News