Τα φώτα χαμήλωσαν. Ο κόσμος σώπασε. Οι μουσικοί εισήλθαν στην ορχήστρα ντυμένοι στα μαύρα, με χαμηλωμένα τα μάτια, σαν μέλη ενός αρχαίου μυστικού χορού.
Σε λίγο εμφανίστηκε κι αυτός, χαμογελαστός, ακροπατώντας, ντυμένος κι αυτός στα μαύρα, όπως το συνηθίζει πάντα. Με ένα αμυδρό νεύμα στο κοινό, κάθισε ανάλαφρα στο πιάνο του κι ακούστηκε μονάχα η μικρή του ανάσα πριν ξεκινήσει, η ανάσα πριν το μικρό θαύμα.
Άρχισε να παίζει στο πιάνο με την πλάτη στο κοινό. Όχι από έπαρση ή αλαζονεία, ούτε, θαρρώ, γιατί ήθελε να είναι συγκεντρωμένος στη μουσική του. Ο Λουντοβίκο Εϊνάουντι ήταν ένας από εμάς. Ένας θεατής, ένας προσκυνητής, ένας πιστός που προσευχόταν στον ίδιο θεό με μας. Οι νότες ακουμπούσαν μελωδικά πάνω στα μάρμαρα του άγρυπνου Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, σκαρφάλωναν στους τοίχους κι εξατμίζονταν στο άπειρο μέσα στην όμορφη αυτή καλοκαιρινή βραδιά. Ο Λουντοβίκο, κρατώντας μας το χέρι, μας έκλεινε τα μάτια, άνοιγε τις ψυχές μας και μας γέμιζε με ανείπωτες εικόνες.
Όλοι οι θεοί ασάλευτοι, μην τυχόν και αναταράξουν τη μαγεία της έναστρης τελετής. Μονάχα ο Απόλλωνας τον χάζευε κρυμμένος στους τοξωτούς θόλους του Ωδείου. Είχε κατέβει ψηλαφιστά να τον απολαύσει, ίσως και να τον αντιγράψει. Κι αυτός εκεί, σχεδόν άφαντος, μια μαύρη κουκίδα να εκπέμπει ένα εκτυφλωτικό φως, μέσα από σπαρακτικά κρεσέντο και αγγελικές συγχορδίες, αγκαλιά με ένα βιολί, ένα τσέλο και δυο παράξενα κρουστά. Τα δάχτυλα κύματα στην ασπρόμαυρη θάλασσα του πιάνου δε σταμάτησαν λεπτό να κολυμπούν, να ιδρώνουν, να γεννούν ήχους που ξετύλιγαν τα σπάργανα της ανθρώπινης φύσης.
Νότες σταγόνες, φώτα ασύμμετρα, σκοτάδι εκκωφαντικό κι ένας ουρανός βουρκωμένος. Καμία λέξη, κανένας λόγος, σε καμία γλώσσα δεν μπορεί να γράψει μια ωδή που να αρμόζει στον ίδιο τον Λουντοβίκο Εϊνάουντι. Μονάχα η ίδια του η μουσική, η βουτιά στον παράδεισο.
*Η Δρ. Δώρα Τσελίγκα είναι Ε.Ε.Π. Αγγλικής Γλώσσας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News