Μια εβδομάδα συμπληρώνεται από το τουρκικό δημοψήφισμα και πλέον μπορούμε να μιλήσουμε για έναν Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δικτάτορα ή μήπως απολυταρχικό ηγέτη, βασικά δεν ξέρω ποιος είναι ο ορθότερος και πιο soft (ελληνιστί) χαρακτηρισμός, ο πιο ευγενικός ή ο πιο αντιπροσωπευτικός, ίσως κατά την περίσταση.
Επειδή όμως η πολιτική δεν παύει να είναι ένα παιχνίδι όπου όπως και σε κάθε παιχνίδι υπάρχει ένας κυρίαρχος και οι άλλοι έπονται, έτσι λοιπόν θα του αποδώσω το χαρακτηρισμό του απόλυτου κυρίαρχου.
Τα γεγονότα έχουν ως εξής, ανήμερα Πάσχα λοιπόν, οι γείτονες κλήθηκαν στις κάλπες για να επιλέξουν με την ψήφο τους (;) αν θέλουν ή όχι την αναθεώρηση του Συντάγματος η οποία μετατρέπει τον Πρόεδρο Ερντογάν σε έναν σύγχρονο Σουλτάνο. Θεωρητικά ο Ερντογάν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία ως το 2029, καθώς η θητεία του στο προεδρικό μέγαρο από το 2014 δεν προσμετράται στην αναθεώρηση.
Οπότε βάση των νέων συνθηκών, οι πρώτες προεδρικές εκλογές θα πραγματοποιηθούν το 2019 με τον εκάστοτε πρόεδρο να έχει το δικαίωμα για δυο πενταετείς θητείες. Οπότε κάλλιστα μιλάμε για μια ισόβια θέση για τον 63χρονο Πρόεδρο. Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι ο Πρόεδρος πλέον διορίζει και παύει ο ίδιος τους υπουργούς και αντιπροέδρους (κατάργηση θέσης Πρωθυπουργού) καθώς επίσης έχει το δικαίωμα διορισμού μελών των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Οπότε με απλά λόγια απολαμβάνει νομίμου εμπλοκής και στη Δικαιοσύνη.
Κατά τα άλλα το κοινοβούλιο μεγαλώνει κατά 50 βουλευτές, με αρμοδιότητες νομοθετικές και ελεγκτικές ως προς τις κινήσεις του Προέδρου. Όπως και να παρουσιάζονται οι αλλαγές, η ουσία είναι ότι όλες οι εξουσίες (δικαστική, νομοθετική, εκτελεστική) έχουν έναν κοινό παρονομαστή που δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο.
Πέραν όμως της θεωρητικής προσέγγισης του δημοψηφίσματος, ας εμβαθύνουμε και λίγο στο τι παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της άτυπης προ- εκλογικής περιόδου. Με μία λέξη, είδαμε την αποτελεσματική εφαρμογή μιας έννοιας που μου αρέσει να αναφέρω, της πολιτικής του φόβου ή αλλιώς πολιτικής τρομοκρατίας.
Η μάχη δεν εξελίχθηκε σε περίπατο, όπως πίστευε ο Ερντογάν, αλλά κρίθηκε στα σημεία καθώς οι περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Τουρκίας με το χαμηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο είναι αυτές που του χάρισαν αυτό το οριακό ποσοστό νίκης. Τα παράλια, η Κωνσταντινούπολη ακόμα και η πρωτεύουσα Άγκυρα, η λεγόμενη δηλαδή ευρωπαϊκή Τουρκία, τάχθηκαν υπέρ του «ΟΧΙ».
Ο Ερντογάν σε όλη την περίοδο προ του δημοψηφίσματος μποϊκοτάρισε την αντιπολίτευση, χειραγώγησε τα ΜΜΕ, τραμπούκισε και χωρίς δισταγμό φυλάκισε άτομα κατά κύριο λόγο δημοσιογράφους, υπέρμαχους του ΟΧΙ, οι οποίοι δυσκόλευαν το σχέδιο του. Επειδή στην ουσία μιλάμε για ένα σχέδιο, προσωπικά πιστεύω σθεναρά, με μια απλή λογική, βάζοντας κάτω τα δεδομένα από το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού μέχρι σήμερα, ότι η απάντηση στο δημοψήφισμα ήταν προδιαγεγραμμένη από καιρό.
Μεγάλη μερίδα του τουρκικού πληθυσμού κάνει λόγο για νοθεία μαζί με αυτούς και μεγάλη μερίδα των ευρωπαίων, με την Κομισιόν να ζητά να διεξαχθεί έρευνα για το αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι προϊόν μη ανταποκρινόμενο σε δημοκρατικά κριτήρια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Τουρκία βγήκε διχασμένη από όλο αυτό. Οι μεν βλέπουν τον Ερντογάν σαν έναν δικτάτορα που με τη νίκη του, σήμανε τη λήξη για τη Δημοκρατία στη χώρα ‒ μάλιστα προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για να «πέσει» το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Από την άλλη οι άμεσα επηρεασμένοι από πολιτικές τρόμου βλέπουν στο πρόσωπό του τον νέο ηγέτη, πιθανώς έναν νέο Κεμάλ, έναν ισχυρό άντρα που καθαρίζει τη χώρα από «αντεθνικά στοιχεία», αντιστέκεται στις προσταγές των «κακών» δυτικών και κρατά ζωντανό το ισλαμικό ιδεώδες.
Η Ευρώπη με τη σειρά της κοιτάζει αποστασιοποιημένα και επιφυλακτικά το γεγονός. Από την πρώτη στιγμή ευρωπαίοι πολιτικοί έσπευσαν να καταδικάσουν τις τακτικές του Ερντογάν, να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Κομισιόν, όχι μόνο να ζητούν τη διερεύνηση τυχόν ποδηγέτησης του αποτελέσματος αλλά και να κάνουν λόγο ευθέως για διακοπή των ενταξιακών διαδικασιών της χώρας στην ΕΕ, λόγω της μη συμμόρφωσης και ανταπόκρισης στις επιθυμητές μεταρρυθμίσεις.
Βλέπετε ο Ερντογάν θέλοντας να κερδίσει ακροδεξίες ψήφους, θα επαναφέρει τη θανατική ποινή. Πέραν τούτου η φίμωση της ελευθεροτυπίας και η χειραγώγηση του Τύπου, δεν συνάδουν με τα στοιχεία ενός σύγχρονου κράτους (εν έτη 2017) που θέλει να συγκαταλέγεται στα «πολιτισμένα» και αξιώνει την ένταξή του στην Ένωση. Μελετητές των ενταξιακών διαδικασιών και των Ευρώ- τουρκικών σχέσεων, ανέφεραν χαρακτηριστικά πως «το 2020, σε περίπτωση της τουρκικής ένταξης η Τουρκία θα αποτελεί το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κράτος τόσο σε πληθυσμό όσο και σε δύναμη». Πλέον με την ως έχει κατάσταση η Ευρώπη, απεύχεται κάτι τέτοιο, ώστε να μην βρεθεί η Τουρκία και ο Ερντογάν σε θέση οδηγού στη λήψη αποφάσεων.
Το θέμα που εγείρεται λοιπόν είναι, εάν και ο ίδιος ο Ερντογάν θέλει να πραγματοποιηθεί ουσιαστικά η ένταξη, διότι πλέον έχει την απαραίτητη δύναμη μέσω του δημοψηφίσματος και των εκκαθαρίσεων που προηγήθηκαν, να πλέει σε πελάγη αυτόνομα, ανεξάρτητος και ανεμπόδιστος. Εχει τη δυνατότητα να απειλεί και να διεκδικεί (μέσω του μεταναστευτικού), να πιέζει καταστάσεις επιδιώκοντας το συμφέρον του, παίρνοντας φυσικά αυτό που θέλει.
Πλέον το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω προσωπικά είναι πως δεν έχασε, δεν έβαλε φρένο στη διαδικασία ένταξης αλλά αντίθετα με μια σειρά μεθοδευμένων κινήσεων, ίσως και ενός καλοστημένου σχεδίου, ας μου επιτραπεί να πω, έδειξε απερίφραστα πως δεν θέλησε ή πλέον δεν τον αφορά το να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα την οποία πολύ απλά, όπως δήλωσε αμέσως μετά τη νίκη αγνοεί επιδεικτικά.
*Ο Παύλος Πατρινιός είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News