Πού είναι ο χείμαρρος που έτρεχε ορμητικός, και οι λέξεις αποτυπώνονταν με ευκολία. Πού πήγε το εριστικό ύφος που αδιαφορούσε για τη γνώμη των άλλων. Πού πήγαν οι αξίες του είναι, γιατί να πέσουν στη δύνη του φαίνεσθαι. Πού είναι ο άνθρωπος που φεύγει από το σπίτι χωρίς να κοιταχτεί στον καθρέπτη. Πού είναι αυτός που έψαχνε ουσιαστική επικοινωνία και όχι επιβεβαίωση.
Κάποιοι λένε ότι τον πάτησε το ίδιο τραίνο που πάτησε και μάγκες παλαιότερα. Άλλοι λένε πως παραιτήθηκε από τον εαυτό του και άλλαξε ριζικά. Πολλοί θα πουν ότι αυτό που έψαχνε ήταν ουτοπικό. Μπορεί απλά να άλλαξε τη βιτρίνα του, να μην τον αναγνωρίζει ούτε ο ίδιος. Μπορεί να μη βρήκε ανταπόκριση στην τόση σοβαροφάνεια, στα τόσα δεδομένα. Όμως κάποιοι είπαν πως τον είδανε, σκυφτό σε ένα παγκάκι, μια φωτογραφία να κοιτά με ένα κρυφό γελάκι.
Αυτό το κρυφό γελάκι που είχε παιδί, τότε που τα ασύμμετρα για το σώμα του μεγάλα μάτια, ήταν γεμάτα απορίες, τότε που η φωνή του έβγαινε δυνατά για καθετί που τον ενοχλούσε. Τότε που δεν ήξερε τη διαφορά του κακού και του καλού κι απλά ζούσε.
Οι μέρες πέρασαν, οι μήνες έφυγαν, τα χρόνια χάθηκαν στο παρελθόν, το παιδί μεγάλωσε, μα πού και πού κοιτούσε προς τα πίσω, ψάχνοντας εκείνον τον μικρό. Κι έτσι έφτασε στο παγκάκι, ενήλικας πια, γεμάτος απορίες να κοιτά τη φωτογραφία που ήταν παιδί. Να μην μπορεί να καταλάβει τι έγινε, ενοχλημένος, αλλά πνιγμένος στη σιωπή αυτή τη φορά.
Μια σιωπή χειρότερη κι από υψηλής έντασης ηχορύπανση, κι έτσι, απλά κοίταξε τον ουρανό και χάθηκε στη μελωδία της. Μήπως είναι αργά, αναρωτήθηκε… Μήπως δεν προλαβαίνω… Άραγε δεν μπορώ να νοιώσω εκείνο το συναίσθημα πάλι…
Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι γιατί την επόμενη μέρα είχε δουλεία, η όποια είχε απαιτήσεις για γερά νεύρα. Οπότε δεν μπορούσε να πνίξει τον πόνο του στο αλκοόλ όπως κάνει κάθε επιτυχημένος ενήλικας. Η δουλειά του ήταν γνωστή, αλλά προϋπόθετε νηφαλιότητα και πρωινό ξύπνημα. Καθώς, το να ψάχνει για δουλεία στις μέρες του, ήταν κάτι δύσκολο.
Κι έτσι πήρε τον δρόμο του γυρισμού, απορημένος για το ποιος ήταν υπαίτιος για όλα αυτά. Ίσως φταίω εγώ σκέφτηκε, ίσως η οικογένεια μου, ίσως η κοινωνία ή το σύστημα και η πολιτική. Ίσως όμως κι ότι δεν μου έκατσε εκείνο το στοίχημα, με αποτέλεσμα να αναλώνομαι σε δωρεάν σκέψεις, από το να ζω με χαρά την ομοιόμορφα κοστολογημένη ζωή μου.
*Ο Ιωάννης Μπλίχας είναι απόφοιτος Δασολογίας του Δ.Π.Θ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News