Το 2017 μέτα από χρόνια σκέψεων, συνεντεύξεων, αμφιβολιών, και περισσότερων συνεντεύξεων, πήραμε την απόφαση ως οικογένεια να εγκατασταθούμε στην Ιρλανδία. Την πρώτη της χρονιά στη χώρα, η κόρη μου παρότι μπορούσε να μιλήσει αγγλικά, για τους δικούς της λόγους δεν αισθανόταν αρκετά άνετα και ο τρόπος που είχε βρει με τον καλύτερό της φίλο για να συνεννοούνται στο παιχνίδι ήταν το «νιάου νιάου». Ο φίλος της, ο Αλεν, είναι ιρλανδός πολίτης γεννημένος στην Ιρλανδία από πολωνούς γονείς, αλλά με ελληνικό (!) επίθετο. Αναπτύσσοντας στη συνέχεια σχέσεις και εκτός σχολείου, μάθαμε ότι ο μπαμπάς του παιδιού είναι μισός Ελληνας. Ο ίδιος δεν μιλάει, ωστόσο, λέξη στα ελληνικά, ενώ η μοναδική φορά που επισκέφθηκε την Ελλάδα ήταν με την ιδιότητα του τουρίστα. Σε εκείνο το σχολείο η κόρη μου απέκτησε ακόμα δύο κοντινές φίλες, η μία με καταγωγή από χώρα της Ασίας και η άλλη από χώρα της Αφρικής, αμφότερες μουσουλμάνες. Δεν επρόκειτο για κάποιο διεθνές ή ιδιωτικό σχολείο, αλλά για ένα δημόσιο σχολείο σε κάποιο προάστιο του πολυπολιτισμικού Δουβλίνου. Κανείς δεν ασχολείτο με την καταγωγή αυτών των παιδιών (πόσο μάλλον τα ίδια τα παιδιά, αυτά εξάλλου είχαν το «νιάου νιάου» τους) παρά μόνο για να τα βοηθήσουν να ενταχθούν, για παράδειγμα μέσω της ειδικής ενισχυτικής διδασκαλίας των αγγλικών. Παράλληλα, τιμούνταν όλες οι σημαντικές γιορτές των μεγάλων θρησκειών στις οποίες ανήκαν τα παιδιά του σχολείου.
Εκτοτε η μικρή άλλαξε σχολείο λόγω της μετακόμισής μας σε ένα από τα λεγόμενα commuter towns της ιρλανδικής πρωτεύουσας. Έκανε καινούργιες φιλίες, αν και καλύτερός της φίλος παραμένει ο Αλεν, τον οποίο συναντάμε με κάθε ευκαιρία. Πλέον δεν χρειάζεται ενισχυτική διδασκαλία καθώς θεωρείται δίγλωσση (σε λίγα χρόνια μπορεί και τρίγλωσση αφού διδάσκεται και ιρλανδικά). Στην τάξη της υπάρχουν ακόμη δύο παιδιά από την Ελλάδα, με τα οποία μιλάει στα ελληνικά όταν παίζουν στα διαλλείμματα, και ενίοτε, όπως η ίδια μου έχει πει, την ώρα του μαθήματος. Υπάρχουν επίσης παιδάκια με καταγωγή από την Ισπανία, την Ινδία, τη Βραζιλία, την Κίνα, διάφορα κράτη της Αφρικής, μιγάδες και πάει λέγοντας. Παρότι αυτό το σχολείο είναι καθολικό και δεν διδάσκει ή τιμά άλλες θρησκείες, η αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Οι οικογένειες μπορούν να επιλέξουν μεταξύ της διδασκαλίας των θρησκευτικών (η οποία στην ουσία, όπως και στην Ελλάδα, είναι χριστιανική κατήχηση) ή της ηθικής –εμείς επιλέξαμε το δεύτερο, αν και τα περισσότερα παιδάκια της τάξης, ανεξαρτήτως καταγωγής, κάνουν θρησκευτικά.
Σε έναν περίπου χρόνο από σήμερα, η κόρη μου, όπως και ο μπαμπάς της και εγώ, θα μπορέσουμε εφόσον το επιλέξουμε –και μάλλον θα το επιλέξουμε– να αιτηθούμε την πολιτογράφησή μας στην Ιρλανδία. Η διαδικασία δεν είναι φθηνή, ούτε πολύ εύκολη, και σίγουρα δεν είναι το ίδιο εύκολη για όλους. Η μικρή όμως ήδη αισθάνεται αρκετά native –το καταλαβαίνεις, εξάλλου, από την προφορά της στα αγγλικά, τις επιλογές και τις αναφορές της. Αλλά και εμείς δεν θα είχαμε αυτην τη διάθεση αν βρισκόμασταν σε μία χώρα που δεν σεβόταν αυτό που είμαστε. Τα ξένα επίθετά μας, τη δική μας «σπαστή» προφορά, την επιλογή μας να μην ανήκουμε ή ασκούμε κάποια θρησκεία.
Ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη τα ανθρωπιστικά κριτήρια που βρίσκονται στον πυρήνα των ευρωπαϊκών μας αξιών και μιλήσουμε με όρους ισχύος, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι μία εθνική τραγωδία
Δεν θα προσποιηθώ ότι οι ευκαιρίες στην Ιρλανδία είναι ίδιες για εμάς –που με αντικειμενικά κριτήρια ανήκουμε στο λεγόμενο brain drain της Ελλάδας– και για τον μέσο πρόσφυγα ή μετανάστη από τρίτες χώρες. Ούτε η Ιρλανδία έχει κληθεί να αντιμετωπίσει τα προσφυγικά κύματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις της έχουν καταλάβει κάτι καλά. Η κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση δεν ούτε αυτόματη ούτε αυτονόητη, ούτε επιβάλλεται. Χρειάζεται πολιτική βούληση, ορθές πρακτικές, πολιτικές περιορισμού και όχι κανονικοποίησης του ρατσισμού, και πάνω από όλα αποδοχή της διαφορετικότητας. Αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να καλλιεργηθεί με ρητορικές μίσους και ναζιστικής έμπνευσης ιδέες περί αντικάστασης του πληθυσμού.
Τα σύγχρονα δυτικά κράτη είναι εξωστρεφή και συμπεριληπτικά. Στην αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουν με στασιμότητα και συρρίκνωση, σε επίπεδο διανόησης, πόρων και πληθυσμού. Ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη τα ανθρωπιστικά κριτήρια που βρίσκονται στον πυρήνα των ευρωπαϊκών μας αξιών και μιλήσουμε με όρους ισχύος, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι μία εθνική τραγωδία.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι γνωστά: μέσα στο 2020 η χώρα είχε 46.234 περισσότερους θανάτους από ό,τι γεννήσεις –η ταχύτερη, σύμφωνα με δημοσιεύματα, συρρίκνωση πληθυσμού που έχει καταγράψει η υπηρεσία από το 1932. Πρόκειται, βέβαια, για περίοδο πανδημίας. Σύμφωνοι, αλλά η δημογραφική τάση είναι αποκαλυπτική καθώς διαδοχικά από το 2015 καταγράφεται αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων. Την ίδια στιγμή, ο πληθυσμός της Ιρλανδίας ξεπέρασε τα πέντε εκατομμύρια για πρώτη φορά από το 1851. Παράλληλα οι γεννήσεις, παρότι έχουν παρουσιάσει 25% μείωση στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, είναι σημαντικά περισσότερες σε σχέση με τους θανάτους. Όταν το 2100 ο πληθυσμός της Ελλάδας, όπως αποκάλυψε μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο χρόνο στο Lancet, περιοριστεί στα 5,5 εκατομμύρια, εμείς ακόμη θα συζητάμε για τον κίνδυνο που συνιστά ο Αχμέτ (ή ο Γιάννης Ούγκο, δεν έχει σημασία) για την πολιτισμική μας καθαρότητα.
ΥΓ1. Δεν υποστηρίζω ότι η μετανάστευση μόνο, πόσο μάλλον η ανεξέλεγκτη εισροή ανθρώπων, μπορεί να λύσει το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας. Ωστόσο θα βοηθούσε αν το κράτος δημιουργούσε τις συνθήκες για την ενσωμάτωση των μεταναστών και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους ώστε να γίνουν οικονομικά και κοινωνικά ενεργοί. Σε αυτό περιλαμβάνεται η απλοποίηση των διαδικασιών απόκτησης ιθαγένειας. Η μητέρα και ο αδελφός του Γιάννη Αντετοκούνμπο πολιτογραφήθηκαν μόλις χθες, τιμητικά.
ΥΓ2. Η εισαγγελική παρέμβαση στην υπόθεση Μπογδάνου είναι θετική εξέλιξη. Όμως το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό. Η Νέα Δημοκρατία πρέπει να αποφασίσει αν θέλει πράγματι να εκφράζει τον φιλελεύθερο, κεντρώο, χώρο ή να γίνει χωνευτήρι της ακροδεξιάς μισαλλοδοξίας.
Μπόνους ιστορία: Πήγαμε με την κόρη μου σε ψιλικατζίδικο σε μία μικρή πόλη έξω από το Δουβλίνο. Στο ταμείο ήταν ένα παιδί γύρω στα 20, με ελαφρώς σκουρόχρωμο δέρμα και χαρακτηριστικά προσώπου που παρέπεμπαν σε καταγωγή από κάποια χώρα της Ασίας. Η προφορά του αποκάλυπτε ότι σίγουρα είχε μεγαλώσει στην Ιρλανδία. Την ώρα που πληρώναμε παρατήρησα ότι είχε μακριά, χρωματιστά ντεγκραντέ νύχια, τα οποία μάλιστα δεν έχανε ευκαιρία να τα επιδεικνύει χτυπώντας τα με στυλ στο γκισέ καθώς περίμενε να ανταποκριθεί το μηχάνημα της κάρτας.
Όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο με την κόρη μου, ήθελα από περιέργεια να δω αν ο νεαρός με τα νύχια του της είχε κάνει εντύπωση. «Είδες τι ωραία νύχια είχε αυτός ο κύριος στο ταμείο; Σκέφτομαι κι εγώ να τα κάνω έτσι» της είπα. «Ωραία ήταν, αλλά εσένα δεν θα σου ταιριάζουν». Διαφορετικό μπορεί να είναι ένα παιδί από άλλη χώρα, από άλλη θρησκεία, ένα παιδί ανάπηρο, ένα παιδί με αυτισμό, ένα ντροπαλό παιδί, ένα ζωηρό παιδί, ή ένα παιδί που δεν ακολουθεί τα κοινωνικά στερεότυπα του φύλου του. Ως κοινωνία είναι χρέος μας να τα συμπεριλάβουμε όλα. (Και ναι, η μικρή είχε δίκιο, αυτά τα νύχια, αν και τα ζήλεψα, δεν θα μπορούσα να τα υποστηρίξω).
* Η Ειρήνη Ψυχάρη είναι υποψήφια διδάκτορας στο Dublin City University και υπότροφος του Irish Research Council.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News