670
| Κική Παπαδοπούλου

Κριτική Θεάτρου: «Τα Παραβάν»

Μαρίκα Θωμαδάκη 23 Αυγούστου 2016, 10:55

Κριτική Θεάτρου: «Τα Παραβάν»

Μαρίκα Θωμαδάκη 23 Αυγούστου 2016, 10:55

Στα «Παραβάν» του Ζαν Ζενέ, ο άνθρωπος αναμετράται με τα πάθη του και με την συν-ύπαρξη, υπό τη μορφή του άλλου απέναντι στον «άλλο». Το έργο θα μπορούσε να αναγνωσθεί υπό το πρίσμα της υπαρξιστικής κοσμοαντίληψης όπως την εκφράζει ο Σαρτρ μέσα από την εμβληματική φράση, «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Ωστόσο, στα «Παραβάν» «συναντούμε», ομοίως, τον Αλμπέρ Καμύ στην εργώδη διαδρομή του ανθρώπου από την εξέγερση στην επανάσταση. Πράγματι, ο Ζενέ, στα «Παραβάν», εστιάζει μάλλον στον εν δυνάμει επαναστάτη, που επιζητεί το τελικό αίτιο στο μεγαλειώδες «εύγε», δια του οποίου θα πάρει την εξουσία και θα στεφανωθεί νικητής.

Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης εκμεταλλεύεται όλες τις πιθανότητες θεματικών και δομικών αποκλίσεων στον πυρήνα ενός ευσύνοπτου υλικού αιτίου. Ο κύριος Κωνσταντινίδης σκηνοθετεί το έπος του εκκολαπτόμενου επαναστάτη στο ευρύ φάσμα των εκφάνσεων της σύνολης εννοιολογίας του έργου του Ζενέ. Έτσι, «Τα Παραβάν» αναδεικνύονται σε αφορμή για να παρουσιασθεί από σκηνής η αλληγορία του αντικειμένου σε συνάρτηση με τη συγκρουσιακή σφαίρα που υποδαυλίζει την αργή αλλά σταθερή μετάβαση από τον εξεγερμένο άνθρωπο στον επαναστάτη. Μέσα από αυτόν εγκιβωτίζεται η αναβράζουσα βία, με σχεδόν τρυφερό τρόπο. Εντούτοις, ο κοινωνικός περίγυρος του αποικιοκράτη, στη συνύπαρξη με τον άνθρωπο συγκεκριμένης εντοπιότητας, εξοστρακίζει την κατάφαση προς όφελος της έκφρασης ενός τυφλού μίσους.

Η σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη, στη λειτουργική μετάφραση της Δήμητρας Κονδυλάκη, απλώνει τη μικρή ιδέα για να την εξυψώσει πάραυτα στο ιδιότυπο πάνθεον των μορφών του Ζενέ. Η μνημειώδης παράσταση των «Παραβάν», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, επικυρώνει την καλλιτεχνική δημιουργία ενός σπουδαίου σκηνοθέτη. Ο κύριος Κωνσταντινίδης κινεί και εναρμονίζει, με αληθινή μαεστρία, τον μικρόκοσμο του Ζενέ καθιστώντας τον οικουμενική εικόνα των πολυσχιδών συγκρούσεων ανά τον υπάρχοντα «πολιτισμό» της βαρβαρότητας.

Το σκηνικό και η ενδυματολογία του Αντώνη Δαγκλίδη συνηγορούν και αποτυπώνουν γλαφυρά την υλική αναζήτηση των κραταιών αλλά και των αδύναμων της γης σε μια κοινή συνισταμένη, την απαλλαγή από το βάρος του τίποτα. Οξύμωρο, οπωσδήποτε. Η χωματερή της σκηνικής δημιουργίας του κυρίου Δαγκλίδη αναδεικνύεται σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Αξίζει, ωστόσο, να σταθούμε ιδιαίτερα στους εξαιρετικούς φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ, που σχολιάζει σε βάθος την αλγεινή μετάλλαξη του ανθρώπου σε «άλιεν» ίσως ή σε ρινόκερο, σε χρόνο μηδέν. Η κυρία Ντεκώ δίνει στον θεατή τη δυνατότητα να οραματισθεί νέους, διαρκώς ανανεωνόμενους πιθανούς κόσμους. Άλλωστε, η κινησιολογία της Ίριδος Νικολάου προάγει, μαζί με την ιδιαίτερη μουσική σύνθεση του Κωστή Βοζίκη, την ακρίβεια του ωρολογοποιού.

Η Δήμητρα Χατούπη, στον ρόλο της Μητέρας, περιφέρει δοξαστικά την αινιγματική πραμάτεια, που κατασκευάζεται νυχθημερόν στα εργοτάξια ενός παράδοξα κατασκευασμένου περιθωρίου ελεύθερης διακίνησης της αδιαλλαξίας, του φόβου και του κενού. Η απαράμιλλη υποκριτική δεινότητα της Δήμητρας Χατούπη ανάγει την αρχετυπική φιγούρα σε απότοκο, προερχόμενο από την Ανάγκη, που κρατά δέσμιους τους θνητούς στο κολαστήριο της νομοτέλειας: η τυχαιότητα υπερβαίνει τον ορθό λόγο δια του οποίου επιβάλλεται η συμμόρφωση στα κελεύσματα του πολεμοχαρούς εξουσιαστή. Η Μητέρα της Δήμητρας Χατούπη ανθίσταται με πάθος αναδιπλώνοντας ευέλικτα την πικρή ειρωνεία και δείχνοντας περεταίρω τις πληγές που δεν θα κλείσουν όσο υπάρχουν άνθρωποι και κτήνη. Η κυρία Χατούπη «οργώνει» τον χώρο «καταγγέλλοντας» τα μυστικά και τις λεηλατημένες γενικές αλήθειες που κρύβουν τα παραβάν. Εξάλλου, για τη Μητέρα, κάθε προσπάθεια αναθεώρησης των πραγμάτων καταδικάζεται σε αποτυχία και μόνο το τέλος της διαδρομής δικαιώνει την πάλη. Η ηθοποιός καλεί τους συμπαίκτες της σε κοινή πορεία, κατά την οποία αναδεικνύονται όλοι σε συμβολισμούς του βάθους ή και του βυθού.

Ξεχωρίζουμε την «μόνιμη» μάσκα, προσώπου και σώματος, που κινεί ευθύβολα και σπαρακτικά η Στέλλα Βογιατζάκη, στον ρόλο της Λεϊλά. Ωστόσο, για τον συγγραφέα και για τον σκηνοθέτη, το ομαδικό θέατρο που στήνεται εν προκειμένω αποπνέει το υπερβολικό της εικονοποίησης της ιδέας, που προβάλλεται από το σύνολο των ηθοποιών σε ορισμένους ρόλους, αν όχι σε όλους. Για παράδειγμα, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης-Σερ Χάρολντ, η Έλλη Μερκούρη- Βάρντα, ο Κίμων Κουρής- Γάλλος στρατιώτης, η Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου-Βαμπ, η Αγγελική Λεμονή-Καντίντζα, ο Ορέστης Καρύδας-Γιος Χάρολντ, ο Χρήστος Παπαδόπουλος-Σαΐντ. Γενικότερα, η Δέσποινα Σαραφείδου, ο Λεωνίδας Μαράκης, ο Ανδρέας Κανελλόπουλος, ο Θύμιος Κούκιος, ο Φώτης Λαζάρου και ο Λευτέρης Παπακώστας συμπληρώνουν το μέτρο και τη χρονική ετοιμότητα της εξαιρετικής αυτής παράστασης.

*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι Καθηγήτρια Θεωρίας και Σημειολογίας του Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...