Η δεκαετία των εξάρσεων και των οραμάτων, τα γοητευτικά ‘60s χαρακτηρίζονται από μια αντικομφορμιστική διάθεση και ταυτίζονται με το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Μια χώρα που μετά από μια δεκαετία από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, αρχίζει να βρίσκει τον «δρόμο» της και να οδεύει προς μια κατεύθυνση δημιουργίας σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτείας. Τα πάντα δείχνουν διαφορετικά, καθώς οι πολίτες διέπονται από το αίσθημα της ελπίδας και της αισιοδοξίας και η ανάγκη για αλλαγή μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Η ανησυχία και ο φόβος δίνουν τη θέση τους στην επιφυλακτική ορμητικότητα και την αμφισβήτηση και η άνθηση αρχίζει να αναδύεται στην κοινωνία ήδη από τα πρώτα χρόνια.
Το πρώτο μισό της δεκαετίας, η Ελλάδα θα βρεθεί στο επίκεντρο του κόσμου λόγω της καλλιτεχνικής προόδου η οποία θα μεταφραστεί σε επιβράβευση. Το 1961 ο Μάνος Χατζιδάκης θα αποσπάσει το Όσκαρ καλύτερου Πρωτότυπου τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» ενώ το 1963 ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύεται με το Νομπέλ λογοτεχνίας.
Το 1964 ο «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη θα αποσπάσει τρία Οσκαρ και η μουσική της ταινίας, από τον Μίκη Θεοδωράκη, θα γίνει παγκοσμίως γνωστή ως «συρτάκι». Παράλληλα στα εγχώρια δρώμενα, το 1960 ο Οδυσσέας Ελύτης βραβεύεται για το «Άξιον εστί» ενώ η μελοποίηση ποιημάτων από τον Μίκη Θεοδωράκη κάνει την ελληνική ποίηση γνωστή σε όλον τον κόσμο. Εν τω μεταξύ η συνεργασία μεταξύ ποιητών και ζωγράφων ‒ο Μόραλης φιλοτεχνούσε τις προμετωπίδες των ποιητικών συνθέσεων του Ελύτη και του Σεφέρη‒ θα προσέδιδε έναν περισσότερο καλαίσθητο και ολοκληρωμένο χαρακτήρα στο ήδη άρτιο αποτέλεσμα.
Από μια άλλη σκόπια τώρα, το τέλος των πολέμων έφερε την Ελλάδα στην απαρχή μια λαμπρής, οικονομικά, εικοσαετίας. Η αγροτική ανάπτυξη δίνει τη θέση της στη βιομηχανική, ενώ η χώρα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 κατάφερε να επιτύχει σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης και ραγδαία άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Η οργιώδης μεταβολή στην οικονομία όμως, προήλθε κατά τη δεύτερη δεκαετία. Οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης άγγιζαν το 8% και η Ελλάδα αποτελούσε την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία της Ευρώπης. Ο πληθωρισμός και η ανεργία σημείωναν χαμηλά ποσοστά ενώ οι οι ξένες επνεδύσεις αυξάνονταν συνεχώς με σταθερό ποσοστό ετησίως το 12%. Αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης; Η έντονη αστικοποίηση. Χαρακτηριστικό στοιχείο και τεκμήριο αυτής της κατάστασης αποτελεί έρευνα εκείνης της εποχής, της οποίας τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τη δεκαετία του ‘60 στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας, επτά στους δέκα κατοίκους ζούσαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Στην ίδια κατευθυντήρια γραμμή εκείνη την εποχή κινούνταν και ο τουρισμός. Ο Ωνάσης και ο Νιάρχος αποβιβάζουν από τις θαλαμηγούς τους, τούς πιο επιφανείς διεθνείς ανθρώπους στο νησί των ανέμων ενώ η κοσμοπολίτικη Ύδρα αποτελεί το πιο δημοφιλές νησί για τους ξένους. Ήδη ο ελληνικός κινηματογράφος, με τη Finos Film να πρωτοστατεί και να ξεχωρίζει, προσπαθεί να καταδείξει τις ομορφιές της Ελλάδας και γυρίζει τις ταινίες στα πιο ξακουστά νησιά. Με μια «τουριστική ματιά» να διακατέχεται από τις εταιρείες της παραγωγής, οι περισσότερες κωμωδίες-μιούζικαλ αναφέρονται στο καλοκαίρι, γυρίζονται στην Κρήτη, την Κέρκυρα, τη Μύκονο και τη Ρόδο και αναδεικνύουν τις νεόδμητες τουριστικές υποδομές. Η Ελλάδα δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλους μεσογειακούς και παραθεριστικούς προορισμούς και αυτό γίνεται γρήγορα φανερό στους ενδιαφερόμενους τουρίστες. Ο τουρισμός ευνοεί και στηρίζει τις ντόπιες οικονομίες, ενώ επιχερηματίες του εξωτερικού βλέπουν ως «επενδυτικό παράδεισο» την Ελλάδα σε συνάρτηση και με τη σταθερά χαμηλή φορολογία.
Πολλοί θα σπεύσουν να πουν ότι αυτά που παρουσιάζονται παραπάνω αποτελούν μόνο τη μια πλευρά του νομίσματος. Θα υποστηρίξουν συγκεκριμένα ότι το 1960 λόγω της αυξημένης ανεργίας μεταναστεύσαν στο εξωτερικό πάνω απο 50.000 έλληνες πολίτες, θα αναφερθούν στις εσωτερικές αντιφάσεις της κοινωνίας αλλά και στον πολιτικό διχασμό που έπαιρνε σε κάποιες περιπτώσεις και τη μορφή διώξεων με βάση το φρόνημα. Τι μου θυμίζει άραγε αυτό; Το σήμερα. Βέβαια η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών εποχών είναι τεράστια και έγκειται στη σημερινή κατακρεουργημένη ψυχολογία των Ελλήνων αλλά και στην απουσία έστω μια ισχνής δόσης ελπίδας που να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια. Λόγω του πολύ χαμηλού ποσοστού πληθωρισμού τουλάχιστον τότε, τα είδη και τα τρόφιμα πρώτης ανάγκης βρίσκονταν σε πολύ χαμηλή τιμή και ήταν προσιτά για όλους, ενώ χρόνο με τον χρόνο η εσωτερική οικονομία σημείωνε ανάπτυξη. Σήμερα με ένα εκατομμύριο και πάνω ανθρώπους να βιώνουν συνθήκες απόλυτης φτώχειας και με τον προϋπολογισμό να εμφανίζει αρνητικούς δείκτες, τα πάντα μοιάζουν διαφορετικά. Σε μια χώρα όπου οι ειδήσεις και τα γεγονότα «απειλούν» την παραμυθένια πλασμένη πραγματικότητα των πολιτών και με τη λύση γι’ αυτούς να την έχουν εναποθέσει στους «άλλους», η αλλάγη μοιάζει μακρινή. Η αλλάγη έρχεται μόνο με πολλή δουλειά και με λύσεις που να βασίζονται σε λογικά και πραγματικά κριτήρια αλλά και με την τουλάχιστον στοιχειώδη μέριμνα από την πολιτεία.
*Ο Πάνος Τάμπης είναι πολιτικός επιστήμονας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News