« Που είναι; Γιατί αργούν;»
« Κάνε λίγο υπομονή, θα έρθουν»
«Εφόσον τους το θύμισα το πρωί στο σχολείο και μου είπαν ότι δεν θα αργήσουν;»
«Σε παρακαλώ, λίγη υπομονή. Να σου βάλω πορτοκαλάδα να πιεις; Θέλεις να σου παραγγείλω τοστ;»
«Όχι δεν θέλω τίποτα»
Σταύρωσε τα χέρια στον θώρακα και σούφρωσε τα μικρά του χείλη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, αραιές σταγόνες άρχισαν να κυλούν στα μαγουλά του.
Βρίσκομαι στον παιδότοπο της γειτονιάς μου. Κάθομαι σε ένα μικρό τραπέζι. Δίπλα μου ένα αγοράκι, περίπου πέντε χρονών, είναι έτοιμο να γιορτάσει τα γενέθλια του. Το στρωμένο με πλαστικά ποτήρια και πιάτα τραπέζι αναμένει τους προσκεκλημένους. Ο παππούς, η γιαγιά και ο μικρός του αδελφός, βρίσκονται ήδη εκεί. Οι γονείς του ανήσυχοι πηγαινοέρχονται ρυθμίζοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της μικρής γιορτής.
«Γιατί δεν μπαίνεις στα φουσκωτά παιχνίδια να παίξεις και στο μεταξύ θα έρθουν και οι φίλοι σου» συνεχίζει να τον παροτρύνει η μητέρα του.
Γνωρίζει πως η φετινή γιορτή θα μείνει για πολλά χρόνια χαραγμένη στην μνήμη του μικρού, αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι για να αποτρέψει το αναπάντεχο.
Μια ξαφνική επιδείνωση του καιρού μετέτρεψε τους δρόμους της πόλης σε χείμαρρους, τα αυτοκίνητα με δυσκολία μετακινούνται, τα περισσότερα φανάρια έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας. Μικτά συνεργεία με υπαλλήλους του Δήμου και της Περιφέρειας, ντυμένοι με νιτσεράδες και ψηλές γαλότσες προσπαθούν να ανοίξουν δίοδο στα ορμητικά νερά ξεβουλώνοντας τα φρεάτια των υπονόμων. Μπουλντόζες απομακρύνουν τα φερτά υλικά από τις κοίτες των ποταμών, περιμετρικά της πόλης.
Κανείς δεν είχε προβλέψει το μέγεθος και την ένταση της σημερινής φθινοπωρινής νεροποντής.
Οι ιδιοκτήτες του παιδότοπου τρέχουν και τοποθετούν πετσέτες στο κάτω μέρος της εισόδου, φοβούνται ότι η στάθμη των νερών θα ανέβει μέχρι εκεί. Τα παιδιά παίζουν, απολαμβάνουν την άγνοια της ηλικίας του και αδιαφορούν για τον καιρό.
Τα κινητά τηλέφωνα και των δύο γονιών του μικρού έχουν πάρει φωτιά. «Ναι, καταλαβαίνω, έχετε δίκιο. Δεν πειράζει θα του εξηγήσω εγώ. Καλό απόγευμα» οι λέξεις και των δύο κινούνται με την ίδια ταχύτητα και στον ίδιο προσανατολισμό.
Τα μάτια του παιδιού βουρκωμένα, δεν χρειάζεται να του εξηγήσουν. Κάποια στιγμή ξεσπάει, κλαίει με αναφιλητά. Τρέχει και κρύβεται στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Δεν μπορεί να δεχτεί αυτό που αδυνατεί να καταλάβει. «Μα, ο Γιώργος και ο Δημήτρης θα έρθουν σίγουρα, τους είπα πως η τούρτα μου έχει πάνω γήπεδο με ποδοσφαιριστές» φωνάζει.
Παρατηρώ τον ανιψιό μου, παίζει με τα υπόλοιπα παιδάκια στο φουσκωτό κάστρο. Τα ξανθά του μαλλιά κολλημένα με ιδρώτα στο μέτωπο. Για να τον πείσω να έρθουμε στον παιδότοπο, τους υποσχέθηκα πως θα του πάρω μεταλλικές τάπες με τα χρυσά αστέρια του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, κάρτες τις λέγαμε εμείς παλιά. Όλοι οι συμμαθητές του μαζεύουν, τις κουβαλούν στο σχολείο και στις παιδικές χαρές, τις επιδεικνύουν και τις ανταλλάσσουν.
Ψάχνω στις τσέπες του μπουφάν και βρίσκω τα φακελάκια με τις τάπες. Η συμφωνία μας ήταν να τους τις παραδώσω με το τέρμα του παιχνιδιού. Θα χρειαστεί να την αθετήσω. Θα του εξηγήσω και ίσως καταλάβει. Για εναλλακτική λύση έχω το περίπτερο στην διπλανή γωνιά.
Πλησιάζω το τραπέζι τους, ο μικρός χωμένος ακόμα στην αγκαλιά της γιαγιάς του, τρίβει τα μάτια του. Τις αφήνω στο χέρι του και το κλείνω πονηρά το μάτι. Είμαι σίγουρος πως θα τον κάνουν να ξεχαστεί προσωρινά, για το μέλλον βλέπουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News