670
|

Για όνειρα στα Σκόπια

Για όνειρα στα Σκόπια

Καθόταν στο διπλανό μου τραπέζι. Μόνος του, με μοναδική συντροφιά ένα μπορντό μπεγλέρι. Ήταν αφημένο δίπλα σε δυο πακέτα τσιγάρα, με σλαβομακεδόνικα γράμματα. Ο αναπτήρας διαφημιστικός από το καζίνο «Flamingo», αυστριακών συμφερόντων. Έγραφε πάνω του τζακ ποτ 2.500.000 ευρώ. Είχε περασμένη μια λευκή πετσέτα στο μπλε ριγέ πουκάμισό του. Σκυφτός, έτρωγε λαίμαργα. Παρά τη βουή του εστιατορίου, ήταν ευδιάκριτη η φασαρία που έκανε. Ήχος νευρικός, βιαστικός, άτσαλος, λες και τα κιτρινισμένα δάχτυλα του έπιαναν πιρούνι για πρώτη φορά. Μπροστά του είχε τρία πιάτα, παραφορτωμένα, σε διάταξη αντίστροφης πυραμίδας. Είχε σηκώσει όλο το μπουφέ. Γεύσεις αταίριαστες μεταξύ τους. Τέσσερις φέτες λεμονάτου κρέατος συνόρευαν με μπόλικο γύρο, βουτηγμένο σε τζατζίκι και σκεπασμένο από δυο πίττες. Παραδίπλα τους πατάτες φούρνου, πιλάφι με μανιτάρια και γεμιστές ντομάτες. Οι μπουκιές του συνοδεύονταν από μια γενναία ρουφηξιά κρασί. Κόκκινο, ελληνικής προέλευσης. Συγκεκριμένα, από τη Βόρεια Μακεδονία. Απορρίψαμε το γεωγραφικό προσδιορισμό του ονόματος της ΠΓΔΜ. Γι αυτό τώρα αναφέρεται παντού ως σκέτη Μακεδονία. Το κρασί πάντως ήταν από τη Δράμα.

Μόλις τελείωσε το φαγητό του, σηκώθηκε για να επιλέξει επιδόρπιο. Συνόδευσε την καρυδόπιτα του με παγωτό βανίλια. Χώνεψε με καφέ, διπλό εσπρέσο. Λογαριασμό δεν πλήρωσε. Είναι πολιτική του καζίνου οι παίκτες να δικαιούνται ένα γεύμα σε κάθε τους επίσκεψη. Χωρίς το παίξιμο να είναι υποχρεωτικό. Έτσι, προσελκύουν κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα καζίνα στη Θεσσαλονίκη φέτος έβαλαν μπουφέ με τέσσερα ευρώ. Ο κύριος Κώστας, εξήντα δύο ετών, συνταξιούχος Ο.Γ.Α και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, περίπου τέσσερις φορές την εβδομάδα παίρνει το λεωφορείο από τα Δικαστήρια με προορισμό τη Γευγελή. Η μεταφορά είναι δωρεάν, ευγενική χορηγία των καζίνων. Είτε του «Flamingo» είτε του «Princess». Και τα δύο, βρίσκονται ελάχιστα λεπτά με τα πόδια, από το συνοριακό σταθμό των Ευζώνων. Είσοδο δεν σου χρεώνουν. Ούτε απαιτούν επίσημη ενδυμασία. Και με φόρμα μπαίνεις. Σχολάς ιδρωμένος από τη δουλειά και πετάγεσαι για ρουλέτα. Μια ώρα δρόμος.

Οι διαφημίσεις τους έχουν κυριολεκτικά κατακλύσει την πόλη του λευκού πύργου. Ταξί, ολοσέλιδες καταχωρήσεις σε εφημερίδες, οπισθόφυλλα σε περιοδικά, ραδιοφωνικά σποτάκια, γιγάντιες διαφημιστικές πινακίδες στην περιφερειακή οδό, αφίσες στις στάσεις των λεωφορείων. Πλύσιμο εγκεφάλου. Πεντακόσια εξήντα ναυλωμένα πούλμαν την εβδομάδα φεύγουν από διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης, σε τακτική ημερήσια συχνότητα. Πλούσια είναι τα δρομολόγια κι από τις γειτονικές πόλεις. Αισίως ξεκίνησαν κι από τη Λάρισα. Χιλιάδες βορειοελλαδίτες καθημερινά περνούν τα σύνορα για να επισκεφτούν τα καζίνα. Όταν φτάνουν στους Ευζώνους, τους περιμένουν στη νεκρή ζώνη τα πουλμανάκια. Λαοθάλασσα, ειδικά το Σάββατο, όπου διεξάγεται η μεγάλη χρηματική κλήρωση με έπαθλο 25.000 ευρώ. Τους στοιχίζει πιο φθηνά από το να παίξουν τζόκερ. Κατά την είσοδό τους λαμβάνουν ειδικούς λαχνούς, με τους οποίους συμπεριλαμβάνονται αυτομάτως στις κληρώσεις. Μάλιστα, υπάρχουν και φρουτάκια που αντί να κερδίζεις ευρώ, κερδίζεις λαχνούς.

Οι κληρώσεις είναι το πιο ισχυρό δέλεαρ. Λειτουργούν ακριβώς με τη λογική των λαχείων. Όποτε δεν προκύπτει νικητής, τα ποσά συσσωρεύονται. Ποτά, καφέδες, αναψυκτικά, όλα τσάμπα. Επίσης, συχνά προσκαλούν διάσημους έλληνες καλλιτέχνες (Καίτη Γαρμπή, Δημήτρης Σταρόβας, Σταμάτης Γονίδης, Λένα Παπαδοπούλου, κ.ά) για μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις. Τις αρπαχτές που συνήθιζαν στην επαρχία, τώρα τις κάνουν στα Βαλκάνια, που διψούν για στρασάτη βλαχογκλαμουριά. Ωστόσο, αυτό που μαγνητίζει τους συμπατριώτες μας, είναι το δωρεάν γεύμα. Ουρές δεκάδων ανθρώπων σχηματίζονται στα εστιατόρια των καζίνων. Σύγχρονα συσσίτια, δίχως σειρά προτεραιότητας μήτε κουπόνι ανεργίας. Η ποιότητα του φαγητού δεν έχει καμία σημασία. Όταν πλέον δεν μπορείς να αγοράσεις κρέας, δεν σκέφτεσαι την προέλευσή του. Πολλώ δε μάλλον αν σου προσφέρεται άφθονο στο πιάτο.

«Βόλτα κάνω, δεν μου κοστίζει και τίποτα. Ανεβαίνω στο λεωφορείο και σε μία ώρα είμαι εδώ. Χαζεύω κανένα γκομενάκι, ξεφεύγω από τη γκρίνια του σπιτιού, ξεχνιέμαι από τη μιζέρια. Τρώω ό,τι φαγητό γουστάρω, πίνω όσο κρασί αντέξω, γίνομαι λιάρδα. Μέχρι να επιστρέψω, έχω ξεσουρώσει. Φτου κι από την αρχή», μου λέει χαμηλόφωνα ο κύριος Κώστας. Το αλκοόλ έλεγε αλήθειες. Που σοκάρουν. Και να φανταστεί κανείς ότι στις διαδηλώσεις για το Μακεδονικό, στις αρχές του ’90, πρωτοστατούσε. Με στολή Μακεδονομάχου, οικογενειακό κειμήλιο από τον πατέρα του, φώναζε «η Μακεδονία είναι Ελληνική, πάρτε το χαμπάρι μαλάκες Σκοπιανοί». Κατάπιε το στείρο εθνικισμό του, τώρα τον ταΐζουν οι «μαλάκες». Με μπουκωμένο το στόμα, δεν μπορεί να βρίσει. Ούτε καν να μιλήσει. Σιωπή. 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News