Λίγο μετά τις δώδεκα, πήρα το μετρό από τον Κεραμεικό με προορισμό το Σύνταγμα. Το βαγόνι ήταν σχεδόν άδειο, δε δυσκολεύτηκα να την προσέξω. Ανάμεσα στις σύγχρονες διαφημίσεις για κολεγιακή εκπαίδευση και φαστ φουντ μπάτσελορ, έμοιαζε με κομπάρσο βγαλμένο από ταινία του Φελίνι. Το πολύχρωμο τσεμπέρι έκρυβε τα κάτασπρα μαλλιά της, αλλά όχι και την ηλικία της. Την υπολόγισα γύρω στα εβδομήντα και κάτι. Φορούσε γυαλιά και νορμάλ –δίχως μπαλώματα- ρούχα, είχε κάποιες άσπρες τρίχες στο πηγούνι, κακοτράχαλα φρύδια, κρατούσε ένα καλαίσθητο μπαστούνι (αριστοκρατική λαβή από φίλντισι) και την πλαισίωναν δυο μπλε μεγάλες νάιλον σακούλες. Στο Μοναστηράκι επιβιβάστηκε κόσμος, κανείς όμως δεν κάθισε δίπλα της ούτε καν απέναντί της. Λες και οι θέσεις ήταν ρεζερβέ από μία αδιόρατη λύπη. Εκείνη, επίμονη αποικία του παρελθόντος στο βιαστικό χρόνο του τρένου, συνέχισε να κοιτάει κάτω. Τα παπούτσια της ίσως, ενδεχομένως τα λιγνά πόδια της που κατέληγαν σε φθαρμένα βήματα.
Φτάσαμε στο Σύνταγμα. Αφού έσπρωξα για να βγω (ευρωπαϊκό μετρό –και ανώτερο-, ανάγωγη, εγωιστική νοοτροπία της πλειοψηφίας των επιβατών) κατευθύνθηκα στις κυλιόμενες σκάλες. Ακούω μια ασθενική φωνή «νεαρέ, νεαρέ, μπορείς να με βοηθήσεις με τα πράγματα;». Η ηλικιωμένη κυρία, προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπία με τις δυο σακούλες και το μπαστούνι περασμένο στον ώμο, έδειχνε απελπισμένη. Την τρόμαζαν οι κυλιόμενες σκάλες. Κρατάω τη μία σακούλα και ανεβαίνω στο μπροστινό της σκαλοπάτι. Ήταν βαριά, ντράπηκα να δω το περιεχόμενό της, ωστόσο τη ρωτάω « που πηγαίνετε μέσα στη ζέστη με τόσο βαριά πράγματα, δεν έχετε κάποιον να σας βοηθήσει;». Η απάντηση σοκαριστική. «Πάω να τα πουλήσω» είπε, με μια περηφάνια στο βλέμμα που τσακιζόταν ταυτόχρονα από τα δάκρυά της. Αξιοπρέπεια και βασανιστική εξαθλίωση, χέρι-χέρι.
Στις επόμενες δύο κυλιόμενες σκάλες μου εξήγησε ότι ψάχνει στα σκουπίδια για αντικείμενα ή προϊόντα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ξανά και πήγαινε πίσω από το Φιξ για να τα πουλήσει. Εν προκειμένω, στις δύο σακούλες είχε κούτες με μίξη απορρυπαντικών (σκόνη για το πλυντήριο), την οποία έκανε να μαζέψει δύο μήνες. Δηλαδή, συνέλεγε τη σκόνη από τις μισοτελειωμένες συσκευασίες που έβρισκε στους κάδους και όταν συγκέντρωσε αρκετή ποσότητα, την έβγαλε προς πώληση. Τιμή 2 ευρώ το πακέτο, οι καλύτεροι –και μόνιμοι- πελάτες της, γύφτοι ή τσιγγάνοι. Σφίχτηκε η καρδιά μου, της πρότεινα να πάρει το μετρό να κατέβει στο Φιξ, αντί για το λεωφορείο. «Θα πάω όπως ξέρω, φοβάμαι μη χαθώ» ψέλλισε και το βιαστικό «ευχαριστώ» της πνίγηκε μέσα στη βουή του κόσμου.
Βγήκα από την έξοδο της Μεγάλης Βρετάνιας, περπάτησα προς τη Βουκουρεστίου. Στάθηκα στο φανάρι, μπροστά από το κοσμηματοπωλείο για να περάσω απέναντι. Μόλις την προηγούμενη μέρα είχα διαβάσει πως ο κλάδος του χρυσού περνάει «κρίση», μείωση πωλήσεων 30%. Γέλασα αυθόρμητα. Αριστερά μου, κουστουμάτοι και γαμάτοι –κοινώς συγχωνευμένοι τραπεζικοί δίχως κελεμπίες- έπιναν τον καφέ τους στο Zonar’s. Άραγε να συζητούσαν την ανάπτυξη των ελληνικών τραπεζών στη Μέση Ανατολή; Το μόνο cash που γνώριζαν μέχρι χθες ήταν ο Johnny Cash που τον άκουγαν στο i-pod τις στιγμές που αναπολούσαν τα όνειρά τους για ελληνικές τραπεζικές αποικίες στην Τουρκία και τα Βαλκάνια. Πορτοκάλια με πολύ χοντρή φλούδα, άνευ ζουμιού. Άναψε πράσινο, πήγα να περπατήσω. Δυσκολεύτηκα, παραλίγο να πέσω. Μια νάιλον σακούλα είχε μπερδευτεί στα πόδια μου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News