1067
|

Το καλοκαιρινό παραμύθι της Χλόης

Avatar Νίκη Κόλλια 29 Ιουλίου 2011, 08:00

Το καλοκαιρινό παραμύθι της Χλόης

Avatar Νίκη Κόλλια 29 Ιουλίου 2011, 08:00

Ένα κοπάδι αστέρια περνά απόψε από πάνω μας. Είναι η Πούλια, που βγήκε βόλτα με όλα τα παιδιά της. Όταν ήμουν μικρή, μεγάλωνα με το τραγούδι της, που η μητέρα μου δεν κουραζόταν να το απαγγέλει και εκεί μέσα στην ήσυχη, αγαπημένη φωνή της, καρφώνονταν στα μαλλιά μου ξαφνικά αστραφτερές μάγιες και ύστερα καθόμουν όλη νύχτα στο παράθυρό μου σαν η Κυρά του Ουρανού. Πρωτοακούμπησα τα δάχτυλά μου στις λέξεις καθώς έπαιζα με τον παππού μου, λέξη και δάχτυλο, αυτός έλεγε "ένα" και ‘γω απαντούσα "δύο" και με τον τρόπο αυτό μέτρησα ξανά και ξανά τα βιβλία.

Και ύστερα ήρθαν και με κατοίκησαν κάτι άλλες ιστορίες, σαν την αποψινή, αυτή που ετοιμάζομαι τώρα δα να σου αφηγηθώ.

Ανεβαίνοντας την ανηφόρα του μοναδικού δρόμου της φανταστικής μου πόλης, λίγο μετά το φωτογραφείο «Το Ωραιότερο της Ζωής Πανόραμα» βρίσκεται ένα μικρό αρωματοποιείο. Πρόκειται για ένα τόσο δα τετράγωνο δωμάτιο, χαμένο κάπου στα μισά ενός ονείρου, με εκατοντάδες μπουκάλια και λαμπιόνια στα ράφια, αρωματικά γυναικεία γάντια στο ταβάνι σαν καραβάκια-τάματα και κάτι παραμυθένιες φτέρες στην είσοδό του. Και πίσω από τη βελούδινη κουρτίνα του μικρού παταριού του, στέκει μονάχο ένα παλιό orgue à parfumes, δοκιμασμένο και γεμάτο σωλήνες, κοφίνια με ανθάκια και μπρούτζινους βραστήρες που δουλεύουν όλη μέρα σε σιγανή φωτιά. Η ιδιοκτήτρια τούτου του μαγαζιού είναι μια μωβ μικρούλα, γλυκειά και τρυφερή που καλλιεργεί μετά μανίας βιολέτες, λεβάντα, γιασεμιά και τριαντάφυλλα, τρίβεται σα γάτα κάθε πρωί πίσω από τις φτέρες της εισόδου και αρκετά βράδια κάθεται στο μικρό της παράθυρο, πίνει μια κρύα λεμονάδα με ένα φύλλο δυόσμου και χαιρετά τον κόσμο που περνά.

Στάσου δίπλα μου σε τούτο το παράθυρο, απόψε. Βλέπεις; Έχει πάρει να σουρουπώνει και τα μικρά λαμπιόνια του αρωματοποιείου χαρίζουν ένα νοσταλγικό φως στο δωμάτιο με τα μπουκάλια. Κοίταξε τη σκιά της μικρής, καθώς κινείται ανάμεσα στα πανέρια, τα βάζα και τους σωλήνες, μοιάζει με μικρή χορογραφία. Η μικρούλα παίζει με τα λουλούδια και τις μυρωδιές, δες την, τις περνά από το ημίφως μέσα από βραστήρες και έπειτα σχεδόν τελετουργικά της βάζει σε μπουκάλια και μετά με ευλάβεια στα ράφια. Ξανακοίταξε τους καρπούς της, παρατήρησε την πλάτη του κοριτσιού, μοιάζει με μωβ οροπέδιο γεμάτο ανθάκια ή τσουλήθρες στρωμένες με πέταλα σε ένα φανταστικό παιδικό λούνα-πάρκ. Είναι η αθωότητα. Έφτασες; Ωραία, τώρα μπορείς να φύγεις για το φανταστικό καλοκαίρι της.

-Τη μεγάλη μας χελώνα θα την λέμε Ναυσικά και το παιδάκι της Πάτροκλο.
-Όοοχχι, σου λέω, τη μεγάλη μας χελώνα θα τη λέμε Μερόπη και το παιδάκι της Άτλαντα, θα τρώνε όλη μέρα μαρούλια και θα ζουν ευτυχισμένοι στο σπιτάκι-τενεκέ στο βάθος της αυλής.
-Θα πηγαίνουμε για χελώνες όλες τις Παρασκευές του φανταστικού μας καλοκαιριού. Σάββατα και Κυριακές δυστυχώς δεν θα μπορώ γιατί θα τηρείται πλήρως το οικογενειακό τελετουργικό: ασκήσεις μαθηματικών, κακές μελωδίες πάνω σε ένα πιάνο και βεβαία δυο μεσημεριανά φαγητά όλης της οικογένειας που εντωμεταξύ θα έχει καταφθάσει από Παρασκευή βράδυ.
-Θα ανεβοκατεβαίνουμε βουνά, πλαγιές και ρέματα, θα τσαλαπατάμε μικρούς κήπους και βασιλικούς σε πεζούλες, θα κρυβόμαστε στο κατώι παλιών πέτρινων σπιτιών και θα τρέχουμε πίσω από γριές που κουβαλούν φορτωμένες κλαρί για τις κατσίκες τους, θα ανεβαίνουμε σε ρίπες και ύστερα θα πηδάμε πέτρα-πέτρα στο μεγάλο ποτάμι.
-Θα περπατάς κρατώντας ένα καλάμι και δεν θα καμπουριάζεις ούτε θα γέρνεις. Θα σε λένε σοφό και θα ξέρεις όλη τη μυθολογία απέξω. Και ύστερα θα καθόμαστε κάτω από έναν τεράστιο πλάτανο και θα μου λες ιστορίες, άλλες αληθινές, άλλες της φαντασίας σου, διαφόρων στυλ, τόνων, αποχρώσεων και εποχών, δεν θα έχει σημασία. Και όταν θα έρχεται για τα καλά το μεσημέρι και θα παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, κάπου στα μισά της ανηφόρας θα σταματάμε να πάρουμε μια ανάσα, "κουφόβραση σήμερα" και ύστερα θα τρέχουμε σαν αγριοκάτσικακαι θα ανεβαίνουμε όλα τα σκαλιά μέχρι το σπίτι.
-Και μετά το φαγητό θα σε απαγάγω "σήμερα δεν έχει ύπνο η μικρή, είναι δικιά μου" θα λέω και θα σε σέρνω από το χέρι στη βεράντα, και εκεί μέσα στην πολύχρωμη κούνια, αφού θα σου κλείνω πονηρά το μάτι, θα ανάβω ένα στριφτό τσιγαράκι, θα πίνω μια γουλιά λεμοντσέλο και με το πιο σοβαρό ύφος μου θα σου προσφέρω μια κόλλα χαρτί και ύστερα με δυνατή φωνή θα σου υπαγορεύω το θέμα της επόμενης ιστορίας «η ιστορία που θα μου γράψεις σήμερα έχει σαν τίτλο…».
-Και εγώ θα μαθαίνω…
-Και θα σου μάθω πώς να μπαίνεις στο μυαλό του άλλου και να βγαίνεις από το δικό σου και θα σου μάθω να διαβάζεις το κείμενο σου με τα μάτια  ενός τρίτου. Και ύστερα θα σου μάθω να γράφεις έξυπνα και ταπεινά, σα να κλείνεις το μάτι  και θα σε κάνω εύπεπτη και δροσερή σαν φρούτο, αλλά και γρήγορη σαν το νερό στο λαρύγγι, έτσι πρέπει να κυλάνε οι λέξεις σου. Και καθώς  θα κάνεις ομορφιές με τις λέξεις, λιτές και γοητευτικές θα πλέκονται μαζί σαν ναυτικός κόμπος. Απλός και δύσκολος συνάμα, γιατί η ευφυία επιδεικνύεται καλυτερα με τα λίγα παρά με τα πολλά. Και ύστερα θα σε μάθω να φυτεύεις αστεία, και μετά θα δεις δεν θα σου χρειάζονται οι λέξεις, θα λιγοστεύουν και κάποτε ίσως να γράψεις και ποίηση.

Σκοτεινά, έσβησαν τα λαμπιόνια, κάηκε και η λάμπα της κολώνας έξω από το μαγαζί.Αλλά εσύ είσαι ακόμη δίπλα μου σε τούτο το παράθυρο ακριβώς πάνω από τον Φωτογραφικό Κύκλο. Εδώ ακριβώς που στέκεσαι ήταν η θέση ενός κοριτσιού που χρόνια τραβούσε την κουρτίνα και χαιρετούσε βασιλικά τον κόσμο. Και έτσι όπως με κρατάς από το χέρι, ήρθε, νομίζω, η ώρα να μου πεις και εσύ τη δική σου ιστορία,  φτιάξτε μου απόψε εκείνη την ιστορία για το Ωραιότατο της Ζωής Πανόραμα, έχεις μάθει τη μυρωδιά του, έτσι δεν είναι;

«Δυο συ και τρία γω/πράσινο πεντόβολο», πολλές φορές είμαι δυστυχισμένος.

«Μπαίνω μέσα στον μπαξέ/γεια σου κύριε μενεξέ» και νιώθω πως θα σπάσω και θα βάλω τα κλάματα.
«Σιντριβάνι και νερό/ και χαμένο μου όνειρο»

Και τότε κλείνω τα μάτια και μπροστά μου εμφανίζεται ένα παιδι και με ρωτά Τι είναι η χλόη; φέρνοντάς τη μου στα γεμάτα χέρια του. Πώς μπορώ να απαντήσω σε ένα παιδί; Δεν ξέρω τι είναι περισσότερο από εκείνο. Φαντάζομαι πως ίσως να είναι η σημαία της διάθεσής μου, με μια μικρή ελπιδοφόρα πράσινη ύλη υφασμένη. Και ύστερα φαντάζομαι πως η χλόη είναι η ίδια ένα παιδί και καθώς τρυφερά την αγγίζω αυτή μεταμορφώνεται σε εσένα και ύστερα γίνεται ίδια με το κοριτσάκι της φωτογραφίας που κρατώ, σαν μιαν Άνοιξη στο χέρι.

Και αχ! Με τόση σκόνη και χρυσόσκονη μαζί, μπορεί και γω κάποια να αγαπώ και ας μην το ξέρει.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News