Είναι μοναδική η αυτοκαταστροφικότητα που οδηγεί έναν λαό να διαλύει κτήρια και καταστήματα στο κέντρο της πόλης του, να προκαλεί κατ’ επανάληψη ζημιές στις αίθουσες του Πανεπιστημίου, να αντιστέκεται σε μεταρρυθμιστικά μέτρα και νόμους βασιζόμενος όχι σε λογικά επιχειρήματα και στατιστικά στοιχεία, αλλά στην πεποίθηση -που αγγίζει τα όρια της ιδεοληψίας- ότι το μόνο που επιδιώκει η δική του Κυβέρνηση είναι να τον εξαπατήσει.
Πολιτικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι αναφέρονται τις τελευταίες μέρες στο φαινόμενο της βίας που αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα, όχι μόνο της αστυνομίας ή των κουκουλοφόρων, αλλά -με διαφορετικές εκδηλώσεις και ένταση- μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας.
Εγώ δεν θα μιλήσω για βία, αλλά για κακοποίηση, -ψυχολογική, αισθητική, οικονομική, – που αντιγυρίζει τόσο στους άλλους όσο και στον ίδιο του τον εαυτό ένας λαός κακοποιημένος επί δεκαετίες που μόνο με τρόπους βίαιους φαίνεται ότι μπορεί πλέον ν’ αντιδράσει σε όσα έχει υποστεί.
Είναι κοινός τόπος στην επιστήμη της ψυχολογίας ότι η κακοποίηση φέρνει κακοποίηση. Αυτός ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει με την κάποτε επώδυνη συνειδητοποίηση και ειλικρινή αποδοχή τού τι έχει συμβεί, όχι από κάποιον τρίτο επαΐοντα, αλλά από το θύμα της κακοποίησης. Εκφράζοντας ανοιχτά αυτό που έχει υποστεί, το θύμα παύει να αναζητά τρόπους να εκτονώσει το θυμό και την απελπισία του σε άλλους, είτε είναι εκείνοι που ευθύνονται, είτε όχι. Το πρώην θύμα αναλαμβάνει θετική δράση και ενδυναμώνεται μέσω αυτής της διαδικασίας, αποδεχόμενο ότι αλλάζοντας ριζικά την δική του στάση, μπορεί να επιφέρει θετικές και βαθιές αλλαγές σε ένα ολόκληρο σύστημα σχέσεων.
H ψυχολογική κακοποίηση που η πολιτεία, οι δημόσιες υπηρεσίες και οι φορείς έχουν ασκήσει στους πολίτες αυτής της χώρας επί σειρά ετών με την συχνή απουσία οργάνωσης και στρατηγικής εκ μέρους των πολιτικών προϊσταμένων, τις απανωτές απεργίες εκ μέρους των δημόσιων ‘λειτουργών’, την τιμωρητική αδιαφορία και την έλλειψη σεβασμού, έχει οδηγήσει σε μία ζωή πολύ χαμηλής ποιότητας. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά την άναρχη δόμηση των μεγαλουπόλεων, την εγκληματικότητα, τις παράγκες και τους σκουπιδότοπους που αυξάνονται στις γειτονιές των προαστίων, τα καμμένα δάση και την απουσία αστικού πράσινου, την πρόσφατη καταστροφή του κέντρου της πρωτεύουσας, το χαμηλό επίπεδο της τηλεόρασης και μερίδας του τύπου που βάλλουν την αισθητική μας, την πιο πρόσφατη οικονομική εκμετάλλευση των πολιτών από ένα αδιαφανές τραπεζικό σύστημα και τη φορολογική κακοποίηση προς τους συνεπείς πολίτες από τις κυνερνήσεις των τελευταίων ετών, έχουμε το προφίλ μιας κοινωνίας σε διάσταση απο τον ίδιο της τον εαυτό.
Πολλές από τις συζητήσεις στις πλατείες αγανακτισμένων θυμίζουν ομάδα ψυχοθεραπείας στα πρώτα στάδια συγκρότησης, όπου η ανάγκη να ακούσουν οι άλλοι τι έχουμε υποστεί λειτουργεί επουλωτικά για το τραύμα μας. Οι κουβέντες που γίνονται για τα οικονομικά μέτρα, το κομματικό σύστημα, ή τις κοινωνικές μεταβολές, ακόμη κι αν από επιστημονική άποψη ακούγονται πρωτόλειες, αποτελούν από μόνες της πραγμάτωση της ανάγκης αυτοσυνειδησίας κάθε υποκειμένου ότι δεν είναι έρμαιο της μοίρας του, αλλά ότι ο λόγος και οι πράξεις του μπορεί να επηρεάσουν, ή να συνδιαμορφώσουν, την πραγματικότητα.
Η μομφή που ακούγεται συχνά το τελευταίο διάστημα κατά των αγανακτισμένων πως είτε δεν έχουν τίποτα συγκεκριμένο να προτείνουν, καμία στρατηγική να παρέμβουν με τρόπο εποικοδομητικό στις εξελίξεις, είτε, ακόμη χειρότερα, πως με την γενικόλογη, εθνολατρική και ισοπεδωτική διαμαρτυρία τους εξυπηρετούν, εκούσια ή ακούσια, συμφέροντα διαφόρων ‘εθνοσωτήρων’, ίσως να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η συμμετοχή ωστόσο του ατόμου σε κάτι που δεν καταδυναστεύεται από γραφειοκρατία και αυθαίρετη ιεραρχία, είναι από μόνη της ως έναν βαθμό λυτρωτική για τους συμμετέχοντες.
Αρκεί αυτό για να μας βγάλει από το πολιτικό και κοινωνικό αδιέξοδο; Πολύ φοβάμαι ότι όταν η αέναη διαμαρτυρία ή η κατάληψη ενός χώρου και η κατοχύρωση συμβολικών μόνο κεκτημένων -όπως το να στήνουμε μια σκηνή στην πλατεία Συντάγματος- γίνεται αυτοσκοπός, μετατρέπεται σε μέρος του προβλήματος. Καιρός να περάσουμε στο επόμενο και ίσως πιο επώδυνο στάδιο του ορθού επιμερισμού ευθυνών -ο οποίος θα σπάσει τον φαύλο κύκλο του να θεωρούμε από τη μια ότι είμαστε χειρότεροι όλων και ότι ορθά ‘τιμωρούμαστε’, κι από την άλλη ότι είμαστε οι καλύτεροι πάντων και συνεπώς όλοι μας χρωστάνε.
Φτάνει πια η αντίσταση σε όποια προτεινόμενη μεταρρύθμιση μόνο για την αντίσταση. Φτάνει πια η συντήρηση του ιδεώδους του ανυπόταχτου και περιούσιου λαού που στην πραγματικότητα ζει για δεκαετίες με δανεικά, οικονομικά υποδουλωμένος στους οφειλέτες του. Καιρός να μεταβούμε σε μία στάση πιο ευέλικτη, πιο δημιουργική, και σε επαφή με τις αντικειμενικές εξελίξεις ώστε να αλλάξει εκ βαθέων η παγιωμένη νοοτροπία και ο άνισος, άδικος κι αναξιοκρατικός επιμερισμός των δημόσιων αγαθών, που καταρράκωσε ό,τι δημιουργικό είχε αυτή η κοινωνία κι έφτασε τη χώρα ως εδώ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News