Και οι άξεστοι έχουν ψυχή
Και οι άξεστοι έχουν ψυχή
Έχετε συναντήσει ποτέ τσαπατσούλη άνθρωπο -και με βαθμό αντιστρατήγου στο τάγμα- και αντί να βγάζετε καπνούς από τα αυτιά, να τον θεωρείτε ό,τι πιο χαριτωμένο κυκλοφορεί στην αγορά; Αυτός είναι ο κύριος για τον οποίο μιλώ.
Είναι απόγευμα, έχουν ανοίξει όλα τα ρέματα του ουρανού, γίνονται ποτάμια και ύστερα εκβάλουν ωραία και ορμητικά στις κατηφόρες της πρωτεύουσας και ο εν θέματι κύριος κάθεται κάτω από μια βρεγμένη τέντα, πίσω από μια άθλια πλαστική κατασκευή ενός καφέ δίπλα σε εκκλησία. Δεν πιστεύει στο Θεό και έτσι την εκδίκηση των θείων την πληρώνεις άδικα και εσύ και τα ρούχα σου: όταν τον συναντάς, μαζί του φέρνει και από ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο: χιόνι, βροχή, χαλάζι, ή και όλα μαζί δεν είναι θέμα.
Έχει ρουφήξει μέχρι αηδίας το φρέντο καπουτσίνο του, έχει δαγκώσει μέχρι επίσης αηδίας το καλαμάκι και ετοιμάζεται εδώ και δέκα λεπτά να ανοίξει ένα δώρο.
Χτυπάνε τα κινητά, απαντάει, τα κοιτάζει, παραληρεί, φυσάει και ξεφυσάει, «έχω άγχος» λέει εδώ και μισή ώρα, πάει να ξαναρουφήξει καφέ, δεν υπάρχει τίποτε να ρουφήξει, τον έχει πιει σφινάκι και έτσι κάπως βαριεστημένα ξαναγυρίζει στη σακούλα.
Η πορτοκαλοκόκκινη σακούλα του Μπενάκη βρίσκεται στα πόδια του ήδη εδώ και δέκα λεπτά, οι κυρίες του μουσείου την περιποιήθηκαν ιδιαιτέρως, της έβαλαν και έναν διπλό φιόγκο αφού είναι σπέσιαλ το δώρο, αλλά ο κύριός μας, δεν βλέπει κανέναν από τους φιόγκους, τους οποίους αντί να λύσει και να τους φερθεί με την ευγένεια που αρμόζει σε μπενακειάδα με φιόγκο ή και χωρίς, δίνει μια στη σακούλα, αυτή σκίζεται στο πλάι και τσουπ σκάει μύτη -λιγάκι ανορθόδοξα- το κακόμοιρο το δώρο.
Ας το πω πιο σχηματικά:
Αν θεωρήσουμε πως το ζεύγος σακούλα-δώρο μοιάζει με το ζευγος νυχτικό-γυναικείος ώμος, τότε σίγουρα ο κύριος της εικόνας ανήκει σε εκείνους τους άνδρες που δεν περιμένουν το στήθος μιας γυναίκας να αποκαλυφθεί τυχαία, καθώς θα χαμηλώνει στον γυναικείο της ώμο ανάλαφρα η δεξιά τιραντίτσα ενός αραχνοϋφαντου νυχτικού και θα ξεπροβάλλει -ώ! τι εκπληξη- αργά-αργά ένα γυναικείο στήθος.
Αλλά ας επανέλθω στην εικόνα:
Είχαμε μείνει εκεί που ξεπροβάλλει από μια μισοσχισμενη σακούλα βίαια ένα κουτάκι και ένα φακελάκι.
Ο κύριος,λοιπόν, που κοιτά μια τη βροχή που πέφτει, μια το δώρο, σκέφτεται αστραπιαία με τι να ξεκινήσει, τελικά αφήνει στο μαρμάρινο τραπέζι του καφέ το κουτάκι, πιάνει στα χέρια του το φακελάκι αλλά και εδώ πρωτοτυπεί.
Αντί να το ανοίξει απλά και ωραία, αφού δεν είναι κολλημένα τα χείλη του φακέλου, προτιμά να σχίσει τον τοσοδούλι φάκελο και παραλίγο και την κάρτα μαζι.
Πρόκειται για μια κάρτα με ενσωματωμένους σε ένα γαλάζιο χαρτάκι σπόρους γιασεμιού.
Κανονικά σύμφωνα με το manual του ευπρεπούς μουσείου, ο κάτοχος της κάρτας ανοίγει την κάρτα με ανυπομονησία, τραβά το γαλάζιο χαρτάκι με τους σπόρους σχεδόν συγκινημένος, και καθώς μένει η υπόλοιπη κάρτα ατσαλάκωτη, την ανοίγει με εμφανή αγωνία και τη διαβάζει με μέγιστη σοβαρότητα, λέξη-λέξη και νιώθει τη βαρύτητά τους, και αφού χαμογελά με ευχαρίστηση, παίρνει το χαρτακι ευλαβικά, βρίσκει μια γλάστρα, την πιο άνετη και φωτεινή, και το φυτεύει, και ύστερα με το μέγιστο ενδιαφέρον ποτίζει το γιασεμί, το περιποιείται και παρακολουθεί ευχαριστημένος και με δέος το γιασεμί να μεγαλώνει από τη γεννησή του.
Αλλά στην περίπτωση τούτου του κυρίου δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι ακολουθήθηκαν τα σωστά βήματα και κυρίως δεν είμαι σίγουρη αν οι σπόροι αυτοί θα ξανασυναντηθούν με τον κύριο αυτόν ως γιασεμί σε γλάστρα ή σε τοίχο.
Λοιπόν, ο κύριος της εικόνας δεν συγκινείται διόλου με το περιεχόμενο της κάρτας και έτσι ασυγκίνητος περνά απότομα στο κουτί. Τσακ, το ανοίγει σωστά (αφού είναι΄τόσο χονδρό που είναι αδύνατο να το σχίσει) και καθώς ξεπροβάλλει ανάμεσα στο ζαχαρί χαρτί του κουτιού ένα μικρό χρυσό καραβάκι με μια θαλασσί φούντα, το παίρνει στα χέρια του για ένα δεύτερο και το ξαναβάζει άγαρμπα στο κουτί του.
Αν καθόταν απέναντί σου τούτη τη στιγμή ο Αθανασιάδης και λάμβανε το μουσειακό καραβάκι για δώρο, θα σου έλεγε αμέσως πως είναι ακριβώς ίδιο με εκείνο το καράβι που έπαιρναν ως προίκα οι κρινοδάχτυλες πριγκιπέσσες του Αιγαίου και το βαζαν παραμάσχαλα ή κάτω από το πουπουλένιο μαξιλάρι τους ως γούρι.
Αλλά ο κύριος που κάθεται απέναντί μου δεν ρίχνει δεύτερη ματιά στο καραβάκι, δεν πιστεύει σε γούρια, δεν χρειάζεται προίκιες και δώρα, και έτσι όπως τα χώνει όλα μες τη σχισμένη σακούλα και πάει να σηκωθεί γιατί βιάζεται πολύ, ρίχνει κάτω τη σακούλα, αναταραχή στο ναυτικό πλήρωμα του καραβιού, αναταραχή και στα σποράκια ενός υποψήφιου γιασεμιού, αναταραχή και στην καρδιά του κοριτσιού.
Γιατί το κορίτσι που κουβαλά εκατό και ένα γούρια και φέρει ως προίκα όλα τα κτίρια, όλους τους ήρωες που έχουν ζήσει σε βιβλία και ταινίες και έχει κάνει άπειρα ταξίδια, δεν έχει ματαδεί άλλον τέτοιον τύπο και εντελώς άφωνη αντιλαμβάνεται ξαφνικά πως μπροστά της κάθεται ο πιο χαριτωμένος ήρωας.
Και ας τον λες και τραγικό, σίγουρα πάνω από μία φορά…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News