742
|

Η συμμορία του τρένου

Avatar Λουκρητία 1 Απριλίου 2011, 06:22

Η συμμορία του τρένου

Avatar Λουκρητία 1 Απριλίου 2011, 06:22

Ο συνεχής και σταθερής έντασης θόρυβος από το γρατζούνισμα του συρμού πάνω στις γραμμές σε νανουρίζει χωρίς να μπορείς να προβάλεις αντίσταση. Όταν μάλιστα ο ανοιξιάτικος ήλιος περνάει από το τζάμι και κάθεται στο πρόσωπό σου, τότε νιώθεις το χάδι του Μορφέα στο μάγουλό σου σαν το γλυκό φιλί της μάνας για καληνύχτα. Τα κορμιά των επιβατών κινούνται νωχελικά αριστερά-δεξιά σαν φίδια που ακολουθούν την κίνηση του αυλού, πλήρως συγχρονισμένα σε μια ασυνείδητη χορογραφία. Η σιωπή στο βαγόνι έχει συνωμοτικό χαρακτήρα. Οι ματιές που ανταλλάσσονται μεταξύ αγνώστων τον προδίδει. Είναι μεσημέρι Σαββάτου και ο καλός καιρός έχει καταφέρει να συγκεντρώσει ανθρώπους όλων των ηλικιών σ' αυτή την άτυπη συμμορία.

Ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι επιβιβάζεται μαζί με τους γονείς του στον Ταύρο και αναστατώνει τους πάντες. Πηδάει από το ένα κάθισμα στο άλλο μέχρι να προσγειωθεί τελικά οκλαδόν σε μια θέση δίπλα από μια γιαγιά, ύστερα από παραίνεση της μητέρας του. Δεν κάθεται ήσυχο για πολύ. Στέκεται όρθιο στο κάθισμα, παίζει με τη φράτζα που πέφτει στο πρόσωπό του και τραβάει το φούξια παντελόνι του με σκέρτσο. Γατζώνεται από το τζάμι κι αρχίζει τις ερωτήσεις. "Μαμά τι είναι αυτό; Κι αυτό; Και γιατί είναι εκεί;". Κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται από τις φωνές του κοριτσιού. Αντιθέτως, όλοι έχουν γυρίσει προς το μέρος του μ' ένα συγκαταβατικό χαμόγελο σαν να απολαμβάνουν το θέαμα που προσφέρει η μουσίτσα. Η επιείκεια που δείχνουν είναι προκλητική. Νωρίτερα, όταν είχε χτυπήσει το κινητό ενός νεαρού, το αυστηρό βλέμμα των επιβατών είχε πέσει πάνω στους ώμους του σαν κατάρα. Αν ήταν στόμα, θα τον είχε καταπιεί αμάσητο τον δόλιο. Πώς τολμούσε να βεβηλώνει την ομερτά της χαλαρής διάθεσης του Σαββάτου; Όμως τώρα είναι διαφορετικά. Η αθώα αφέλεια της μικρής είναι το εισιτήριο για ένα εξπρές τουρ στα παιδικά τους χρόνια. Μακριά από τα καθημερινά προβλήματα των ενηλίκων. Το βλέπεις στα μάτια τους.

Στον επόμενο σταθμό, μπαίνει ένας κύριος μ' ένα μπλε ντοσιέ στα χέρια. Ναι, σωστά φαντάζεστε. Πρόκειται για τους γνωστούς ζητιάνους που όλοι ξέρουμε. Άνεργος, με φαμίλια που φτάνει για ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου 5×5, αν ήταν όμως όλοι καλά στην υγεία τους. Γιατί βέβαια, το 1/3 της οικογένειάς του πάσχει από την πιο απίθανη ασθένεια. Σαφώς έχει όλα τα χαρτιά να το αποδείξει μέσα στο ντοσιέ που κουβαλάει. Περιφέρεται στο βαγόνι και στα κοτσάρει σε απόσταση αναπνοής υποχρεώνοντάς σε να αλληθωρίσεις. Η φωνή, όπως είθισται άλλωστε, είναι ένα μείγμα αρχαίου δράματος και ελληνικής ταινίας με τη Βούρτση. Παλιότερα, στην θέα ενός ζητιάνου, ο κόσμος γύρναγε το κεφάλι του αλλού, αδυνατώντας να τον αντικρύσουν για περισσότερο από ένα λεπτό. Πάνω του καθρεφτίζονταν οι έγνοιες του καθενός και το μυαλό ταξίδευε στις υποχρεώσεις που σέρνει νυχθημερόν από το πόδι σαν σιδερένια μπάλα. Πλέον οι αντιδράσεις των ανθρώπων έχουν αλλάξει. Τα κεφάλια συνεχίζουν να κοιτούν μπροστά. Η ματιά τους διαπερνά τον ζητιάνο, λες και πρόκειται απλά για μια διάφανη μεμβράνη, αντανακλά στον τοίχο απέναντι κι επιστρέφει τυφλώνοντάς τους. Με πείσμα αντιστεκόμενοι στην μιζέρια που περιμένει έξω από τις κλειστές πόρτες της αμαξοστοιχίας.

Η γιαγιά δίπλα από το κοριτσάκι παίζει κάτι κέρματα στα χέρια της που τρέμουν αφύσικα. Τα αφήνει με μια βιαστική κίνηση στο κουτί του ζητιάνου καθώς εκείνος την προσπερνά. Δαγκώνει τα χείλια της από ενοχή και ισιώνει αμήχανα τοn σχεδόν κατάλευκο κότσο της. Την παρατηρώ αθελά μου. Έχω την εντύπωση πως είναι βουρκωμένη. Τα γκριζογάλανα μάτια της είναι υγρά και κόκκινα. Οι υπόλοιποι της συμμορίας την παρακολουθούν κι αυτοί επικριτικά. Και όχι άδικα. Το να πετύχεις ζητιάνο, τα λεγόμενα του οποίου φλερτάρουν με την αλήθεια, αντιστοιχεί με το να παίζεις Τζόκερ για πρώτη φορά στη ζωή σου και να σου κάθεται το τζακ ποτ. Η μικρή ξεσαλώνει. "Μαμά, μαμά, τι είναι αυτός ο κύριος;". Η μητέρα της προσπαθεί να της εξηγήσει χαμηλοφώνως. "Είναι ένας κύριος που έχει ανάγκη. Μην δίνεις σημασία. Κάτσε τώρα κάτω σε παρακαλώ". "Ανάγκη; Από τι;" συνεχίζει η μουσίτσα ξεφεύγοντας από τα χέρια της μάνας της που μάταια παλεύουν στον αέρα να την καθίσουν. Δεν προλαβαίνει να της απαντήσει κι εκείνη μ' ένα σάλτο πατώντας στο μπούτι του πατέρα της, πετάει προς την μεριά του ζητιάνου. "Αγκαλιά!" φωνάζει καθώς την πιάνει την τελευταία στιγμή ο μπαμπάς της. Τα συγκαταβατικά χαμόγελα των επιβατών μεμιάς εξαφανίζονται. Μαζί τους διακόπτεται αιφνιδίως και η περιήγηση στα παιδικά τους χρόνια. Η αθώα αφέλεια της μικρής είναι πια ένα χαστούκι που τους επαναφέρει στο παρόν. Ο ζητιάνος αποκτά πάλι υπόσταση και η ζήλεια για την ανεμελιά του κοριτσιού δηλητηριάζει την χαλαρή διάθεση του Σαββάτου. Το βλέπεις στα μάτια τους.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News