Pas de deux
Pas de deux
Τα φώτα της αίθουσας σβήνουν. Η χορογραφία ξεκινά. Μια χορεύτρια -εγκλωβισμένη σε μια τετράγωνη δέσμη φωτός (σκοτεινή στο κέντρο και φωτεινότερη στην περιφέρεια) ξεκινά έναν περιορισμένο χορό. Με κολλημένα τα πόδια στο τετράγωνο, αρχίζει να ξεδιπλώνει το σώμα της και καθώς ξεπροβάλλει πίσω από το αμάνικο μαύρο φουστάνι της μια ολόλευκη πλάτη, κινεί αργά τα χέρια της μέσα στο φως. Σαν άλλη go-go dancer μέσα σε τούτο δω το τετράγωνο υπό τους συνεχόμενους χτύπους μιας υποβλητικής μουσικής αναπτύσσει ένα δεκάλεπτο crescendo χεριών, πλάτης και αισθήσεων, ένα απεγνωσμένο crescendo ανθρώπινων ουρλιαχτών, δακρύων, πόνου. Και καθώς οι χτύποι της μουσικής βαθμιαία δυναμώνουν, η γυναίκα εμπιστεύεται ολοένα και περισσότερο τα χέρια της, που συγκεντρώνουν τελικά μια εκπληκτική δύναμη αυτονόμησης εγκαταλείποντας το περιορισμένο σώμα. Δυο χέρια που σαν κοφτεροί απειλητικοί στρόβιλοι καταπίνουν ολόκληρη τη σκηνή και σαν δυο φωτεινές αστραπές σχίζουν το φως οδηγώντας τη γυναίκα στην απόλυτη ελευθερία. Διάλειμμα. Τα φώτα της αίθουσας ανάβουν. |
Στην τέταρτη σειρά της αίθουσας κάθεται ένας άνθρωπος με monocle. Δέκα σειρές πιο πάνω κάθεται ένας άλλος άνθρωπος με κάτι κατακόκκινα γυαλιά ηλίου και 3 χρωματιστά κουμπιά να ξεπροβάλλουν από τα μποτάκια του. Αν και ο άνθρωπος με το monocle έχει γυρισμένη πλάτη στον άνθρωπο της 14ης σειράς και μεταξύ τους παρεμβάλλονται δέκα σειρές, 100 θέσεις και 90 περίπου κεφάλια, κατά τρόπο εντελώς ανεξήγητο, ο άνθρωπος της 4ης σειράς αισθάνεται να τον διαπερνά το βλέμμα κάτι κόκκινων γυαλιών και να φθάνει στα αυτιά του μια παιχνιδιάρα φωνή που του λέει:
«Αν και ο οδοντίατρος μου ανακοίνωσε απειλητικά πως τώρα που έβγαλα τους φρονιμίτες (και για αυτό είμαι πρησμένος) έχει έρθει για τα καλά η ώρα να μεγαλώσω, εγώ τα γράφω όλα κάτω από τα μποτάκια μου και διαλέγω να θέλω να χάνομαι στον κήπο, να λιάζομαι δίπλα σε κάτι μωβ γαζίες που ξεραίνονται κάτω από τον ήλιο, να τρώω άγουρες ελίτσες, να παίζω μουσική στη βεράντα και γιατί όχι να φοράω γυαλιά ηλίου μέσα σε σοβαροφανείς αίθουσες σαν αυτή εδώ….Τι νομίζεις ότι πετυχαίνεις φορώντας ένα monocle μπροστά από το μάτι σου; Θαρρείς πως στα αλήθεια βλέπεις τη ζωή; Έχεις ψάξει ποτέ στη ζωή σου; Χα,χα, ένας ερημίτης με monocle είσαι, ένας ερημίτης με ένα μάτι και όχι δυο, που κάθεται πάντα στις πρώτες θέσεις των αιθουσών που και αυτές με τη σειρά τους μου προκαλούν μια έμφυτη αλλεργική υπεραντίδραση».
Και ο άνθρωπος με το monocle ταράχθηκε πολύ, κοκκίνισαν τα μάγουλά του, χώθηκε πιο βαθιά στη δερμάτινη θέση του παραμένοντας σιωπηλός. Μα η φωνή του άλλου συνέχισε ακόμη πιο δυνατά «δεν απαντάς, ε; κάνεις πως δεν με βλέπεις, ε: Ξέρεις τι είσαι, ένας δειλός γραφειάς ενός γραφείου, ένας καλοκουρδισμένος τύπος που του ρυθμίζουν το χρόνο μονάχα οι άλλοι…Εμένα όμως με ανακατώνουν οι δειλοί γραφειάδες. Τα κάνεις όλα άψογα όπως τα κάνουν όλοι οι δειλοί γραφιεάδες των γραφείων. Το αστείο είναι πως όλοι εσείς των μπροστινών σειρών θεωρείτε πως φορώντας ένα monocle αποκτάτε τη δύναμη ενός παντογνώστη, και αρχίζετε να δασκαλεύετε τον κόσμο. Αλλά δεν ξέρεις καημένε μου πως από τη στιγμή που παύεις να είσαι μαθητής στη ζωή έχεις χάσει το παιχνίδι; Εμένα μου αρέσει να μαθαίνω. Και επειδή δεν μου αρέσει να με δασκαλεύουν το στυλ της σειράς σου με ανακατώνει».
Τέλος του διαλείμματος. Τα φώτα της αίθουσας ξανασβήνουν και το δεύτερο μέρος της χορογραφίας ξεκινά.
Ένας χορευτής φωτίζεται κάτω από έναν κίτρινο προβολέα και με μυστηριώδεις κινήσεις κινείται σε όλη τη σκηνή. Ξαφνικά μικρά spots ανάβουν και σβήνουν με τέτοιο τρόπο και ρυθμό δημιουργώντας σκιές του σώματος του χορευτή σε έναν άχρωμο τοίχο στο βάθος της σκηνής. Σκιές που εμφανίζονται και εξαφανίζονται όπως οι εαυτοί μας. Ο χορευτής χορεύει με τις σκιές του, και άλλοτε εμφανίζεται τιποτένιος μπρος τους, και άλλοτε μέγας… αυτός και οι σκιές του, που άλλοτε τον βασσανίζουν και άλλοτε του συμπαραστέκονται, οι σκιές, οι σκοτεινές πλευρές ενός ανθρώπου, που ρέουν καθώς ρέει και αυτός, που χορεύουν μυστηριώδεις χορούς μαζί του και του στήνουν παιχνίδια…οι κρυμμένοι εαυτοί μας που με την ίδια ευκολία που εμφανίζονται, εξαφανίζονται κάποια στιγμή οριστικά από τη σκηνή μας.
Και τα φώτα ξανανάβουν για το δεύτερο διάλειμμα.
Ο άνθρωπος με το monocle πήρε μια βαθιά ανάσα, σηκώθηκε αποφασιστικά από τη θέση του και με αργές κινήσεις ανέβηκε σκαλί-σκαλί καθεμιά σειρά θέσεων, 6η, 9η, 10η σειρά και με έναν πήδο έφθασε στην άκρη της 13ης θέσης, κοντοστάθηκε, πήρε άλλη μια ανάσα μεγαλύτερη και γονάτισε στο σκαλοπάτι ακριβώς μπροστά από την αρχή της 14ης σειράς. Ο γονατισμένος άνθρωπος έβγαλε το παλτό του, πήρε στα χέρια του το monocle και με αργές κινήσεις σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε κατευθείαν στα μάτια τον άνθρωπο της 14ης σειράς.
Και τότε μια παράξενη ησυχία απλώθηκε μεταξύ των δυο σειρών, το monocle έπεσε στο πάτωμα, τα μαλλιά του ανθρώπου της 4ης σειράς λύθηκαν στους ώμους του και με δυο κατακόκκινα μάγουλα γεμάτα πρασινογάλαζα δάκρυα ο άνθρωπος αυτός άρχισε να μιλάει: «Περπάτησα πολλούς καπνισμένους δρόμους, χάζεψα πολλά παράθυρα και πράσινους φωταγωγούς και ένιωσα περιέργεια. Ταξίδεψα, πήγα από δω, πήγα από κεί, έφτασα πολλές φορές στο τέρμα όλων των κόσμων και κατασκεύασα νέους. Πέρασα μέσα από κήπους, στάθηκα με σεβασμό μπροστά στα γέρικα δέντρα τους, έμαθα απέξω και ανακατωτά όλα τα χρώματα των φύλλων όταν μαραίνονται και λυπήθηκα. Έγραψα γράμματα και τα ξανάγραψα και ύστερα τα έστειλα και με διάβασαν πολλοί σαν αναγνώστες. Μίλησα και ξαναμίλησα σε ανθρώπους, αστέρια και σύννεφα και αυτοί με καλωσόρισαν και με αγκάλιασαν. Περπάτησα πολύ στα αισθήματα τα δικά μου και των άλλων, και ανάμεσά τους έφτιαξα ρυάκια και πέρασε πλατύς ο χρόνος και έφυγε και αυτός και αυτά. Και μετά έμαθα.
Έμαθα να διαβάζω χέρια και να χάνω χέρια. Και επειδή έχασα αγαπημένα χέρια φοβήθηκα τις χειμωνιάτικες μοναξιές των φυλλοβόλων δέντρων και έτσι φαντάστηκα ανθρώπους να κρέμονται στα κλαδιά τους για να μην κρυώνουν. Όχι δεν είμαι δειλός. Μονάχα φοβισμένος. Φοβάμαι τα φυλλοβόλα δέντρα των χειμωνιάτικων κήπων. Για αυτό προτιμώ να φαντάζομαι τους ανθρώπους, για αυτό φορώ τούτο το τζάμι… Όχι δεν έχω ένα μάτι, ούτε δύο κλειστά. έχω δυο μάτια γεμάτα πρασινογάλαζα δάκρυα. για αυτό φορώ τούτο το τζάμι, για να γίνονται όλα άχρωμα. όχι είμαι δειλός, μονάχα, λυπημένος».
Και ο άνθρωπος της 14ς σειράς έβγαλε τα κόκκινα γυαλιά του, έξυσε για λίγο το κεφάλι του, κοίταξε κάπως πλαγιαστά τον άλλο άνθρωπο και με φόρα σηκώθηκε, τον αγκάλιασε απαλά και είπε «σου χαρίζω την θέση μου, έλα μην είσαι λυπημένος, εγώ θα κάτσω στο σκαλί, έχει πλάκα να κάθεσαι στα σκαλιά, να εδώ δίπλα,έλα μην είσαι λυπημένος».
Τα φώτα της αίθουσας ξανασβήνουν. Το δεύτερο μέρος της χορογραφίας ξεκινά.
Ένα σύμπλεγμα δυο λευκών ανθρώπων εμφανίζεται στο βάθος της σκηνής. Ο ένας ξεκινά αργά έναν διαγώνιο περίπατο κρατώντας στους ώμους ένα κουλουριασμένο σώμα (σαν άγαλμα του Michael Ayrton). Φθάνοντας στο κέντρο της σκηνής, ο κουλουριασμένος άνθρωπος ξεδιπλώνεται ήσυχα επάνω στους ώμους του άλλου, και αυτός σχεδόν ευλαβικά τον κατεβάζει απαλά στο έδαφος. Και καθώς ο ένας συνεχίζει να κρατά τον άλλο, αρχίζουν να αναπτύσσουν μια σειρά αλλεπάλληλων κινήσεων: κάθε κίνηση του ενός στηρίζεται και ταυτόχρονα ενισχύει την κίνηση του άλλου, τα σώματά τους σχεδιάζουν αινιγματικές στάσεις, που μοιάζουν αδύνατες να λυθούν, δημιουργώντας μιαν ονειρική ζωφόρο επαναλαμβανόμενων ανθρωπίνων κινήσεων, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μια ατελείωτη τρυφερή κίνηση του ενός προς τον άλλον, που αναπτύσσεται ήσυχα σε χιλιάδες παραλλαγές. Η ατέρμονα επαναλαμβανόμενη κίνηση δυο ανθρώπων που συνθέτουν απαλά και υμνούν τον άνθρωπο και ταυτόχρονα αναλύονται μαγικά στους δυο, και οι δυο μετά σε τέσσερις και έτσι πάει ο κόσμος παρακάτω, η ανθρώπινη αγκαλιά, η πιο βαθειά, η πιο σπουδαία και ταυτόχρονα η πιο απαλή και συγκινητική ανθρώπινη κίνηση. Και με την ίδια ηρεμία που ξεκίνησε, τελειώνει η χορογραφία με μια τεράστια ανθρώπινη αγκαλιά δυο λευκών ανθρώπων.
Η αυλαία κλείνει, η αυλαία ανοίγει, η αίθουσα αρχίζει να αδειάζει.
Αν ωστόσο, προσέξει κανείς λιγάκι καλύτερα ανάμεσα στις σειρές, να εκεί κάπου μεταξύ 13ης και 14ης σειράς, θα δεί δυο ανθρώπους να κάθονται πλάι-πλάι. Δεν μιλούν μονάχα περιμένουν να φύγει ο κόσμος, να αδειάσει εντελώς η αίθουσα. Επιτέλους έφυγε και ο τελευταίος θεατής.
-Ελα, έλα, ακούγεται μια φωνή. Δεν έχουμε καιρό, σε λίγο θα έρθουν οι καθαρίστριες, και με έναν πήδο ανεβαίνει και ξαπλώνει μπρούμητα στη σκηνή.
Τον ακολουθεί και ο άλλος κάπως διστακτικά.
-Αυτό τώρα που κάνουμε είναι σωστό, αν μας δουν, έχουμε να φάμε χοντρο βρίσιμο.
-Σκάσε και ανέβα, άντε, έτσι όπως πας θα πάρω καναν υπνάκο. Τα έφερες όλα στην τσάντα;
-Ναι, ναι πάρτην, και πρόσεχε μην τα σπάσεις. Ανέβηκε και ο άλλος με δυσκολία λόγω ύψους. Άντε ντε, θα κλείσεις επιτέλους την αυλαία;
-Μην γκρινιάζεις, την κλείνω, τώρα, τώρα.
Η αυλαία κλείνει, η αυλαία ξανανίγει.
Και γω από δω που είμαι κρυμμένη στο υποβολείο βλέπω την εξής σκηνή:
ένα αγόρι με κόκκινα γυαλιά ηλίου και γκρι μποτάκια με πολύχρωμα κουμπια και ένα κορίτσι με κόκκινα γυαλιά μυωπίας και καρό φούστα έχουν απλώσει πάνω σε μια τεράστια σκηνή δυο φλιτζάνια κόκκινου και μαύρου χρώματος με αντεστραμμένα τα πιατέλα τους, έχουν ανάψει φωτιά καιγοντας κάτι emails και προσπαθούν να φτιάξουν τσάι σε ένα παλιό τσίγκινο τσαγερό…
Και καθώς φεύγω στα κρυφά, μην με πάρουν χαμπάρι, πάτησα ένα μικρό monocle και γέμισαν τα παπούτσια μου χιλιάδες μαγικά γυαλιά που λαμπυρίζουν …
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News