991
|

Σαλεμένη στο σαλέ

Σαλεμένη στο σαλέ

Τι το θελα και πάτησα το πόδι μου σ΄αυτό το σαλέ παίδες; Κόντεψα να σαλέψω! Διότι μόλις μπήκα μέσα σέρνοντας το σάκο μου διαπίστωσα ότι το λοιπό παρεάκι είχε κουβαλήσει από 16 βαλίτσες, μπαούλα, σάκους, βαλιτσάκια, νεσεσέρ κλπ έκαστος. Τι φόρμες ολόσωμες σε όλα τα χρώματα, τι απρε σκι μποτάκι με γούνα και άνευ, τι ξέκωλα συνολάκια για τα βραδινά ξεσαλώματα, τι πρωϊνά ανεπιτήδευτα σετάκια juicy cuture για το μπρέκφαστ, τι μαγιό για τη σάουνα του σπα -τα πάντα όλα φέρανε σας λέω. Η Νταιζάρα εκτός από αυτά έφερε και ένα σεσουάρ, έναν ισιωτή μαλλιών, μία συσκευή για φοντί σοκολάτας (το συγκεκριμένο δε με χάλασε!) και 2 ιονιστές ατμοσφαιρικού αέρος (???). Ευτυχώς ο ξανθός δεν είχε φέρει πάνω από 2 τεμάχια γιατί μα τον Τουτάτη θα έπαιρνα το ΚΤΕΛ να επιστρέψω επειγόντως στην Αθήνα.

-«Έλα μωρό μου, πάμε να αφήσουμε τα πράγματά μας», μου είπε γλυκά το παλικάρι ελαφρώς απορημένο που με έβλεπε να κάθομαι σαν μαλάκας στη μέση του λίβινγκ ρουμ μετρώντας αποσκευές. «Είδες τι γλυκιά που είναι η Νταιζούλα; Μας έδωσε το master bedroom!»
Είπα να του χώσω μια μπουνιά στα μούτρα αλλά χαμογελούσε τόσο αγγελικά που δεν μπόρεσα. (Το ξαναλέω παίδες. Να μου το θυμηθείτε . Αυτό το αγόρι ή πολύ χαζό ή πολύ καλό είναι…) Εσουρα κακήν κακώς τον σάκο μέχρι την κρεβατοκάμαρα της κόμισσας, τον άφησα στη μέση του δωματίου και είπα σιβυλλικά: «Πάμε να την κάνουμε τώρα;»
-«Τι έπαθες μωρό μου; Ακόμα δεν μπήκαμε. Κάτσε να πάρουμε μια ανάσα. Τα παιδιά φτιάξανε καφέδες. Να τα πούμε λίγο. Να γνωριστείτε κιόλας.»
-«Γνωριστήκαμε αγάπη μου», είπα ελαφρώς εκνευρισμένη. «Πόσο να γνωριστούμε πια;»

Τι να του πεις τώρα; Ότι με είχε πιάσει αλλεργικό άσθμα από το πολύ ασορτιμάν; Διότι αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου παίδες ήταν υπεράνω περιγραφής. Ο ευφάνταστος (όσο και μινιμαλιστικός) συνδυασμός του γκρί με το γκρί είχε σκεπάσει τα πάντα σαν ομίχλη στο γαμοδωμάτιο: Γκρι μολυβί η κουρτίνα, γκρι ασημί το πάπλωμα, γκρι ποντικί το χαλί, γκρι μαύρο τα μαξιλάρια, γκρι κολωχαρτί το κωλόχαρτο, γκρι ο τοίχος, γκρι και οι μύγες στον τοίχο. Ασταδιάλα πια. Το μόνο που μου ερχόταν να κάνω εκεί μέσα ήταν να ανοίξω συζήτηση για τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο!
-«Πήγαινε έξω και πιάσε έναν ιονιστή μωρό μου. Μυρίζομαι συσσώρευση αρνητικών ιόντων. Δεν μπορώ να πάρω ανάσα εδώ μέσα», πρόσθεσα για να κερδίσω λίγο χρόνο. Έπρεπε να ανασυγκροτηθώ επειγόντως πριν εξοντωθώ από την ομοβροντία του γκρι. Ο ξανθός (ευτυχώς εθισμένος στις παπάρες εκστομισμένες από γυναικεία χείλη) πήγε πρόθυμα να σουφρώσει τον έναν από τους 2 ιονιστές της κολλητής του.

Μόλις ξεκουμπίστηκε άρχισα να κάνω ανάσες που έμαθα στη γιόγκα. Χαλάρωσε μωρό μου, είπα στον εαυτό μου, ένα σουκού είναι θα περάσει. Μην τον πικράνεις τον φουκαρά τον ξανθό αμέσως και του σκουρύνει το μαλλί. Δε φταίει αυτός που μάζεψε αυτόν τον εσμό των ηλιθίων για φίλους. Αυτός νομίζει πως είναι χρυσά παιδιά. Βέβαια την ώρα που ο ερωτοχτυπημένος μου εαυτός μονολογούσε καλοσυνάτα τα παραπάνω, μια άλλη φωνή μέσα μου ούρλιαζε έξω φρενών: Πως δε φταίει ο κόπανος; Κι ο Γκέριγκ νόμιζε ότι ο Χίτλερ ήταν χρυσή καρδιά αλλά πήγε στην αγχόνη!
Όπως καταλαβαίνετε όταν ο ξανθός μπήκε ξανά στο γκρι δωμάτιο με τον ιονιστή στο χέρι δεν είχα καταφέρει να έρθω στα ίσα μου. Οπότε έβαλα το άχρηστο μηχάνημα στην πρίζα και με διάθεση σουλιωτοπούλας βγήκα αποφασισμένη να πιω αυτόν τον ρημαδοκαφέ με τις ανταύγειες. Την ώρα που φτάσαμε είχαν ανοίξει μια χαλαρή συζήτηση για δουλειά. Γαμώ την ατυχία μου παίδες. Το είδα το έργο: Θα πλακωθούμε αμέσως.

-Αλήθεια με τι ασχολείστε; ρώτησα κοιτάζοντας έναν έναν με τη σειρά.
Και ιδού οι απαντήσεις που έλαβα (ράντομ):
-Έχω αναλάβει το μαγαζί της μάνα μου/Με τον πατέρα μου μωρέ. Ανοιγόμαστε στα Βαλκάνια τώρα /Δικηγόρος είμαι. Στην εταιρεία του πατέρα μου (σωστά μαντέψατε: 1=Νταίζη. Το μαγαζί το ήξερα (χε χε): είναι στη Κηφισιά και πουλάει σουτιέν προς 987 ευρώ έκαστο βυζί. Το 2=Μάριος που πουλάει εμφιαλωμένα νερά και αέρα φρέσκο στη Ρουμανία και το 3=Σίσσυ που ανέλαβε στην Law firm του μπαμπακούλη τον ρόλο της πριγκηπέσας της Ευελπίδων…)
-Μάαλιστααα… είπα εμβριθώς. Καβατζωμένοι όλοι… Που να καταλάβετε τι τραβάμε εμείς; (το ΕΜΕΙΣ υπογραμμισμένο. Που πάει να πει δεν είμαστε όλοι ένα πράμα αγάπες. Άλλο εσείς, άλλο εμείς.)
-Εσείς; Ποιοί είστε εσείς; φρύαξε από την διάχυτη περιφρόνηση η Νταιζάρα.
-Εμείς είμαστε οι άνεργοι με ντοκτορά.
-Και γιατί θεωρείς ότι δεν μπορούμε να σας καταλάβουμε;
-Γιατί είστε εργαζόμενοι. Σόρι εργοδότες ήθελα να πω. Και χωρίς ντοκτορά.
-Και λοιπόν; Κακό είναι αυτό;
-Εξαρτάται. Κακό για ποιόν;
-Οι άξιοι δεν χάνονται. Αυτό λέει η μαμά.
-Η οποία προφανώς είναι άξια για να πουλάει ένα βρακί σε τιμή οικόπεδου.
-Κι Ο Αλέξανδρος στην επιχείρηση της μάνας του είναι. Τι σημαίνει αυτό δηλαδή;

Εδώ κώλωσα παίδες. Ο Άλεξ με κοιτούσε με τα αρνίσια του μάτια όλο αγωνία. Σας το είπα: Η Νταιζάρα έπαιζε καλή άμυνα ζώνης.
-Σημαίνει ότι είστε… φίλοι… (η ντροπή της ατάκας, ξέρω…)

Μια βαριά καταθλιπτική σιωπή πλάκωσε στο δωμάτιο. Το στομάχι μου σφίχτηκε. Ο ξανθός είχε κατεβάσει τα μάτια και κοίταγε επίμονα τα χέρια του. Και τότε σαν από μηχανής θεός ακούστηκε η φωνή της πριγκηπέσας της Ευελπίδων να λέει δειλά δειλά:
-Ρε παιδιά, δεν πάμε να κάνουμε μια σάουνα να χαλαρώσουμε λίγο;
Αμέσως πετάχτηκαν όλοι πάνω ενεργητικότατοι και με τις ξανθές ανταύγειες τους να λάμπουν ξανά σε φόρμα. Όλοι (εμού της ιδίας μη εξαιρουμένης) έψαχναν αφορμή για να την κάνουν από τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα στον οποίον ακουσίως είχαν γλιστρήσει.
-Πήγαινε εσύ με τα παιδιά. Εγώ θα κάτσω να διαβάσω λίγο, είπα στον ξανθό που με είδε σιωπηλή και έσπευσε να διερευνήσει τις προθέσεις μου. Έσκυψε πάλι το κεφάλι και ακολούθησε τους δικούς του. Sorry ρε όμορφε, είπα μέσα μου. Σε γουστάρω τρελά αλλά μάλλον δεν γίνεται. Μια ώρα έμεινα στον κόσμο σου και μεταμορφώθηκα στον ΕΤ. Το μόνο που θέλω είναι να καβαλήσω το ποδηλατάκι και να ξαναπάω στον πλανήτη μου (ή τουλάχιστον να phone home…)

(το άδοξο τέλος την επόμενη βδομάδα παίδες. Μη σας ψυχοπλακώσω κι εσάς τώρα…)

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News