841
|

Χαρούμενες Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

Avatar Λουκρητία 26 Δεκεμβρίου 2010, 00:10

Χαρούμενες Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

Avatar Λουκρητία 26 Δεκεμβρίου 2010, 00:10

Το 1989 παραμονή Χριστουγέννων, ούσα πιτσιρίκι ακόμα, με βρήκε σε ένα κατάμεστο ΜΙΝΙΟΝ υπό την επίβλεψη της θείας μου. Είχαμε ανέβει από το βλαχόνησο αυθημερόν ίσα-ίσα για να ξαλαφρώσουμε λίγο τα ράφια απ' τα παιχνίδια. Μόλις μπήκαμε στο μαγαζί έφυγα σίφουνας προς το τμήμα των PLAYMOBIL. Ή τουλάχιστον αυτό προσπάθησα. Το χέρι της θείας μου με κράταγε πίσω τόσο γερά σαν κάβουρας που σφίγγει τον χαλασμένο ρουμπινέ. "Πού πας παιδάκι μου; Από εδώ είναι οι κούκλες", ξεφώνισε νευριασμένη. "Και τι με νοιάζει εμένα; Εγώ θέλω πειρατές κι αυτοκινητάκια", της απάντησα το ίδιο θυμωμένη και την δάγκωσα στο χέρι για να με αφήσει. Μετά από ένα πεντάλεπτο κυνηγητό, με έπιασε από το κοτσίδι και με τράβηξε με το ζόρι σ' ένα στενό διάδρομο που ήταν πήχτρα από παιδάκια. Δεν είχα ιδέα τι περιμέναμε, αλλά σύντομα διαπίστωσα ότι είχαμε στηθεί εκεί για το γνωστό προσκύνημα σ' ένα ταλαίπωρο Άγιο Βασίλη. Όταν έφτασε η σειρά μας, σχεδόν με τσούλησε ως την αγκαλιά του. Αρνήθηκα να ανέβω στα γόνατά του. Τον κλώτσησα στο καλάμι και του είπα ότι δεν θέλω τίποτα για δώρο. Αντιθέτως, του έκανα την φιλανθρωπική προσφορά μου να του δώσω την θεία μου για βοηθό. Όλοι έβαλαν τα γέλια, εκτός από εκείνη. Με τράβηξε πάλι από το κοτσίδι και κατευθυνθήκαμε προς το ταμείο. "Θα μου το πληρώσεις", μουρμούρισα. Λίγα λεπτά αργότερα, περιμένοντας ακόμα στην ουρά, ένας κουκουλοφόρος μπήκε μέσα. "Ληστεία, όλοι κάτω". Τους έγδυσε όλους ο άγιος αυτός άνθρωπος. Από τα ταμεία μέχρι τα πορτοφόλια των πελατών, συμπεριλαμβανομένου και της θείας με αποτέλεσμα να μην αγοράσουμε τις ηλίθιες κούκλες που σκόπευε να μου πάρει.

Επτά χρόνια αργότερα, το 1996, παραμονή Χριστουγέννων, αν και έφηβη, με βρήκε στην γραμματεία νευρολογικής κλινικής να προσπαθώ να σώσω ένα συγγενή από το πανέμορφο κατάλευκο πουκάμισο που δένει πίσω. Μια εβδομάδα νωρίτερα, η σύζυγός του είπε να αλλάξει το τυπικό των εθίμων κι αντί να ανάψει τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, έβαλε στην πρίζα αυτά του εγκεφάλου της. Σαν άλλη Μαίρη Χρονοπούλου, έπιασε στο ένα χέρι το μαχαίρι στο άλλο χέρι το παιδί της. Τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη κι αποφάσισε αντί για Αγαμέμνονας να το παίξει απελπισμένος υπάλληλος στη Βουλή της Ρουμανίας. Χωρίς να το καταλάβουμε έτρεξε προς το μπαλκόνι, αλλά ο σύζυγός της με ένα αξιοζήλευτο σπαγκάτ την πρόλαβε. Η εισαγωγή της στην κλινική έγινε με συνοπτικές διαδικασίες. Ομοίως και η μετακόμιση όλων μας στο οικογενειακό δυάρι-καβάτζα. Εκείνο το βράδυ της παραμονής, ο σύζυγός της, που έμενε όλο αυτό το διάστημα μαζί της, αποφάσισε να πάει μέχρι τον προαύλιο χώρο για τσιγάρο φορώντας ένα αγιοβασιλιάτικο σκούφο. Στο διάδρομο, τον σταμάτησε ένας νεοφερμένος νοσοκόμος που δεν τον γνώριζε. "Για πού το βάλαμε;", τον ρώτησε. "Μέχρι έξω να κάνω ένα τσιγάρο", του απάντησε αυτός με απόλυτη φυσικότητα. "Ναι, καλέ μου κύριε, ναι. Ό,τι πείτε", του ψιθύρισε συγκαταβατικά ο νοσοκόμος πιάνοντάς τον αγκαζέ και προσπαθώντας να τον απομακρύνει από την πόρτα. "Μα δεν κατάλαβες. Δεν είμαι τρόφιμος. Συγγενής είμαι. Έχω την γυναίκα μου εδώ!", διαμαρτυρήθηκε ο σύζυγος. "Ναι, καλέ μου κύριε, ναι. Ό,τι πείτε", συνέχισε ο νοσοκόμος. Με τα πολλά, αναγκάστηκαν να με καλέσουν ως εκεί για να πιστοποιήσω ότι ο μόνος που νοσηλευόταν ήταν η σύζυγός του..

Το 2007 παραμονή Χριστουγέννων, ολόκληρη γαϊδούρα πια, με βρήκε σε κάποιο αεροδρόμιο της Ελβετίας περιμένοντας την ανταπόκριση για Γερμανία. Στήθηκα στην ουρά για τον έλεγχο των χειραποσκευών και παρατηρούσα τα μαρτύρια των μπροστινών μου. Χασκογέλασα με την ταλαιπωρία τους, γεμάτη αυτοπεποίθηση μιας και ήμουν σίγουρη ότι δεν κουβαλούσα κάτι που δεν επιτρέπεται. Όταν ήρθε η σειρά μου, δυο ψηλά ξανθά κακοχυμένα Ελβετάκια άρχισαν να πασπατεύουν την τσάντα μου. Όλα φαίνονταν να βαίνουν καλώς, όταν το τελευταίο δευτερόλεπτο ένας εξ αυτών έβαλε το χέρι στην μπροστινή θήκη κι έβγαλε από μέσα το ZIPPO μου. Σε σπαστά αγγλικά μου εξήγησε ότι απαγορευόταν να το κουβαλάω μαζί μου, ότι η σωστή του θέση ήταν στην βαλίτσα κι ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, θα έπρεπε να μου τον κατασχέσουν. Ένιωσα να ξυπνάει η καραγκούνα από μέσα μου. Επιστρατεύοντας τα σκουριασμένα γαλλικά μου του είπα ότι δεν ανάβει γιατί ξέμεινα από ζιπέλαιο. Εκείνος ήταν ανένδοτος. Για να με πείσει μάλιστα, ξεκοίλιασε τον ZIPPO και μου τον έφερε απότομα στην μύτη εις απόδειξην ότι πρόκειται για εύφλεκτο υλικό. Προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου, του εξήγησα ότι ήταν φυσικό να μυρίζει γιατί τον χρησιμοποιούσα για 5 συναπτά έτη κι ότι δεν μπορούσα έτσι απλά να τον αφήσω στη Ελβετία καθώς ήταν δώρο της μητέρας μου. Κούνησε το κεφάλι του αδιάφορα. Και τότε άρχισα να τον στολίζω σε ό,τι γλώσσα είχα εύκαιρη. Ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά. Και πάλι δεν συγκινήθηκε ο άτιμος. Τον έβαλε σε ένα διαφανές σακουλάκι, έγραψε ένα αριθμό πρωτοκόλλου και φώναξε "Next". "Που next να είσαι στην επετηρίδα του Θεούλη βρωμοΕλβετέ", του είπα φεύγοντας.

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες φέρνω αυτές τις τρεις ιστορίες στο μυαλό μου και γελάω, γιατί όλα έχουν την αστεία τους πλευρά, αν το καλοσκεφτείτε. Έτσι κι αλλιώς, αυτό δεν έχει σημασία; Να χαμογελάμε. Όλα τα άλλα είναι απλά σαν τα λαμπάκια στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φωτίζουν τον στολισμό, αλλά χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε λόγος να τα βάλουμε στην πρίζα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News