Παραμερίζοντας τις δεισιδαιμονίες οι οποίες αφορούν το λεγόμενο «καταραμένο» έργο του Σαίξπηρ, αλλά και τις φυλετικές προκαταλήψεις οι οποίες απαιτούν έναν λευκό ηθοποιό στον ρόλο του βασιλοκτόνου σκώτου στρατηγού, ο αφροαμερικανός αστέρας του Χόλιγουντ Ντένζελ Ουάσινγκτον δέχθηκε να παίξει τον Μακμπέθ στο ασπρόμαυρο φιλμ του αμερικανού σκηνοθέτη Τζόελ Κόεν, που βασίζεται στο αριστούργημα του αγγλικού θεάτρου.
Δίπλα στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στέκεται εκείνος της λαίδης Μακμπέθ – ένας εξίσου σπουδαίος ρόλος, τον οποίο εδώ υποδύεται η σπουδαία (λευκή) αμερικανίδα ηθοποιός Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, σύζυγος του σκηνοθέτη. Αμφότεροι οι ηθοποιοί έχουν διακριθεί με Οσκαρ.
Με το συγκεκριμένο έργο καταπιάστηκαν κατά καιρούς αναρίθμητοι καλλιτέχνες, ο δε κατάλογος των ηθοποιών που ερμήνευσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι μακρύς και περιλαμβάνει σπουδαία ονόματα της αγγλοσαξονικής σκηνής, όπως του Πίτερ Ο’Τουλ, του Ιαν ΜακΚέλεν, αλλά και νεοτέρων. Ο Ουάσινγκτον και στο παρελθόν πρωταγωνίστησε σε έργο του βρετανού βάρδου, μόνο που τότε είχε παίξει τον ρόλο ενός μαύρου ήρωα, του Οθέλλου. Τώρα, παίζοντας πρωταγωνιστής στο «σκωτσέζικο έργο», θα αναμετρηθεί με όντως μεγάλα αναστήματα της τέχνης του.
«What’s done, is done» είναι η περίφημη ατάκα του έργου, την οποία δεν εκστομίζει επί σκηνής ο Μακμπέθ αλλά η λαίδη Μακμπέθ. Ε, και ο σκηνοθέτης του ασπρόμαυρου «Μακμπέθ», ο Κόεν, το ίδιο λέει: «Ο,τι έκανα, έκανα». Τι εννοεί; Οτι είναι υπερήφανος για το προϊόν της εργασίας του, και ας διαφώνησε μαζί του ακόμη και ο αδελφός του, ο Ιθαν, με τον οποίο αποτελούν το γνωστό σκηνοθετικό δίδυμο του σινεμά.
Διθύραμβοι από τα media
Τα διεθνή Μέσα που παρουσίασαν την είδηση της μετάδοσης του φιλμ από την Apple TV , όπως έκανε και η ιταλική Repubblica, έκριναν πάντως ότι ο Τζόελ καλώς ασχολήθηκε με το θέμα του Μακμπέθ, αφού η εποχή μας είναι σαιξπηρική, υπό την έννοια ότι επικρατεί ζοφερή σύγχυση και απαισιοδοξία για το μέλλον, θάλλουν μίση και πάθη, βράζουν ανούσιες φιλοδοξίες, ενώ όλοι φοβούνται ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας. «Ναι, ο Τζόελ δικαίως καταπιάστηκε με ένα από τα πιο μαύρα έργα του Σαίξπηρ».
Εξάλλου, και από σινεφίλ πλευράς αν δούμε το ζήτημα, «οι καιροί ευνοούν τις μεγάλες ταινίες των συναρπαστικών φαντασιώσεων με τις οποίες ξεχνιέσαι, έτσι ένα σωρό καλές ταινίες δεν βρίσκουν χώρο, έχοντας απέναντί τους ένα φοβισμένο κοινό», γράφει στο ιταλικό Μέσο η κριτικός-θεσμός Νατάλια Ασπέζι. Η χρήση «σπουδαίων θεατρικών ηθοποιών» στο φιλμ, «οι οποίοι είναι παράλληλα και σταρ του σινεμά», είναι το «δυνατό σημείο» του Κόεν. Η κρίση της Repubblica για τον Ουάσινγκτον είναι ενθουσιαστική, αφού τον χαρακτήρισε «όντως υπέροχο Μακμπέθ», βυθισμένο στο παραλήρημα της αλαζονείας και του τρόμου, αλλά και για τη ΜακΝτόρμαντ, στην οποία αφιέρωσε τη φράση «είναι πιο ανελέητη και από τον σύζυγό της ακόμα, πιο αφοσιωμένη στο έγκλημα».
Ειδική μνεία αξίζει στο σενάριο του φιλμ, αφού καταβλήθηκε προσπάθεια «τίποτα να μην αποσπά την προσοχή από τις λέξεις», έτσι «έμειναν ανέπαφα δίστιχα και ρίμες». Στην Ιταλία τα κινηματογραφικά προϊόντα απαραιτήτως ντουμπλάρονται, οι γλώσσες όλες μετατρέπονται σε Ιταλικά, έτσι δικαίως η Repubblica αναρωτήθηκε τι κατάφερε να κάνει ο ιταλός μεταφραστής, αφού το θέμα υπερβαίνει τον απλό υποτιτλισμό και καθίσταται κομβικό στοιχείο του φιλμ – κάθε φιλμ, πόσο μάλλον κάποιου σαν τον «Μακμπέθ» του Κόεν.
Η κριτική για την υποβλητική σκηνοθεσία ήταν επίσης θετική, το σκηνικό «θυμίζει Ντε Κίρικο», αφού «μέσα στην πυκνή ομίχλη και στο σκοτάδι που διαπερνούν λεπίδες φωτός», ξαφνικά εμφανίζονται «απότομες σκάλες, στενοί διάδρομοι και στενές καμάρες, ερείπια», σαν εκείνα που καθορίζουν τον χώρο, τη θεατρική σκηνή ή το πλατό τού στούντιο αν προτιμάτε, στους πίνακες του μεγάλου Βολιώτη. Ολα τα υπόλοιπα είναι αναπόφευκτα: «η άνυδρη γη, τα σκονισμένα μονοπάτια απ’ όπου εγείρονται σκιές, υψωμένα στιλέτα, κομμένοι λαιμοί», αλλά και «το αίμα που στάζει, η καταιγίδα των φύλλων, ο τελικός συμβολικός ουρανός, μαύρος από το πέταγμα των κοράκων».
Το άσοφο γήρας
Οι Μακμπέθ του Κόεν δεν είναι σαν του Σαίξπηρ: και ο Ουάσινγκτον και η ΜακΝτόρμαντ δεν είναι νέοι όπως οι ήρωες στο σαιξπηρικό έργο, αλλά βρίσκονται στη μέση της έβδομης δεκαετίας τους. Τα γηρατειά, λοιπόν, κάνουν πιο συγκλονιστική (ή πιο απογοητευτική, όπως το βλέπει κανείς) τη δίψα του ζεύγους για δύναμη και εξουσία, έτσι η σχέση τους, σχέση τρυφερής συζυγικής αγάπης, γίνεται συνενοχή – και μέχρι τέλους. Σε ένα δεύτερο πεδίο ανάγνωσης, η γαμήλια σύζευξη μαύρου και λευκής στο πλαίσιο ενός καλού φιλμ στέλνει τα δικά της μηνύματα, ιδίως προς το αμερικανικό κοινό, σε καιρούς Black Lives Matter και οξυμένων αντιθέσεων στην κοινωνία των ΗΠΑ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News