Τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν οι ειδήσεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεταβολών της συμπεριφοράς των νέων. Η πλέον σημαντική ανάμεσά τους αφορά τη χρήση βίας ως τρόπου «επίλυσης» των μεταξύ τους διαφορών, αντίδρασης προς τους ενήλικες (εναντίωση), αντιμετώπισης ακόμα και ελάχιστα αγχογόνων καταστάσεων, καθώς και των ματαιώσεων που συνοδεύουν αναπόφευκτα την πορεία προς την ενηλικίωση.
Η βία δρα καταλυτικά τόσο στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης των νέων όσο και στην κοινωνική τους συμπεριφορά. Μια πρώτη προσέγγιση του θέματος επιχειρήθηκε σε προηγούμενο άρθρο με αφορμή τα επεισόδια σε λύκειο της Σταυρούπολης, αξίζει όμως να δοθούν κάποιες επιπλέον διευκρινίσεις.
Τρεις αναγκαίες διευκρινίσεις
Διευκρίνιση πρώτη: η βία των νέων δεν αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο. Είναι έμφυτη, συνηθισμένη μορφή συμπεριφοράς στην ηλικία και το είδος μας. Οσοι μεγαλώσαμε σε αλάνες, παίζοντας χωρίς επιτήρηση ενηλίκων, το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι. Ομως, η νεανική βία εκείνης τής όχι και τόσο μακρινής εποχής ήταν χωρικά προσδιορισμένη (αλάνα, γειτονιά), σπάνια εκδηλωνόταν ως συστηματική εναντίωση στους ενήλικες, ενώ διέφερε σημαντικά από τη σημερινή σε ένταση, συχνότητα εκδήλωσης και τρόπο έκφρασής της ανά φύλο. Στα αγόρια εκδηλωνόταν κυρίως σωματικά –με το χέρι–, ενώ στα κορίτσια σχεδόν αποκλειστικά με τον λόγο. Σήμερα, η «φύση» της νεανικής βίας (τόποι εκδήλωσης, ένταση, ποιότητα) έχει αλλάξει σημαντικά, ενώ εκδηλώνεται πλέον «σωματικά» εξίσου και στα κορίτσια.
Διευκρίνιση δεύτερη: η διάδραση μεταξύ των σημερινών νέων και ο τρόπος ανατροφής τους, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, έχει αλλάξει σημαντικά. Παλιότερα οι νέοι μεγάλωναν αποκλειστικά στον χώρο της γειτονιάς, υπό τον συνεχή έλεγχο των γονέων τους, που διέθεταν περισσότερο χρόνο και διάθεση να ασκήσουν τα γονεϊκά τους καθήκοντα, καθώς και των γειτόνων και των εκπαιδευτικών τους, που θεωρούσαν καθήκον τους τον έλεγχο των ανηλίκων (αίσθηση ρόλου). Σήμερα, η οικογένεια παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα συνεκτικότητας, οι γονείς εργάζονται πολλές ώρες από ανάγκη ή επιλογή, το αξιακό σύστημα τους γίνεται ολοένα και πιο «εγωιστικό», με αποτέλεσμα να κατανοούν πολύ διαφορετικά τον ρόλο τους, ενώ η ζωή στις πόλεις συνδέεται με την εξαφάνιση του ελεύθερου χώρου και, κατ’ επέκταση, του μη εποπτευόμενου από ενηλίκους «σωματικού παιχνιδιού». Τη μορφή, δηλαδή, παιχνιδιού που παλιότερα αποτελούσε το καλύτερο είδος σωματικής άσκησης, νευρομυϊκού συντονισμού και βασικό εργαλείο κοινωνικοποίησης της ομάδας συνομηλίκων. Τη θέση του καταλαμβάνουν πλέον τα ψηφιακά παιχνίδια και η συνεχής ενασχόληση με εφαρμογές όπως τα Facebook, Instagram, Τik Τok, των οποίων η επιρροή και ο χρόνος χρήσης αυξάνεται σταθερά σε όλο και μικρότερες ηλικίες.
Σύμφωνα με σοβαρές επιστημονικές έρευνες, η ενασχόληση ειδικά με τα πολύ βίαια ψηφιακά παιχνίδια, τα αποκαλούμενα «action games» –και όχι σπάνια ο εθισμός σε αυτά– επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του νεαρού εγκεφάλου (περιοχή μετωπιαίου λοβού) και ενοχοποιείται για την εκδήλωση σημαντικών υστερήσεων, καθώς και για την παγίωση αρνητικών συμπεριφορών. Πέρα από το γεγονός ότι το περιεχόμενό τους «νομιμοποιεί» την ακατάσχετη χρήση βίας (φόνοι, μάχες κ.λπ.), η ενασχόληση με αυτά προκαλεί υπερέκκριση ντοπαμίνης, που ονομάστηκε από τους επιστήμονες «ψηφιακή κοκαΐνη ή ηρωίνη» λόγω των καταστροφικών συνεπειών της. Αυτή, προκαλώντας διαρκή διέγερση, οδηγεί συχνά στον απόλυτο εθισμό και ενοχοποιείται με τη σειρά της για τη μείωση της ικανότητας κατανόησης-επίλυσης προβλημάτων, της ενσυναίσθησης, του αυτοελέγχου και της ικανότητας συγκέντρωσης. Ετσι, στα παιδιά που ασχολούνται πολλές ώρες με action games παρατηρούνται αυξημένη επιθετικότητα, έντονος θυμός, αυτονόητη αποδοχή της βίας, χαμηλές μαθησιακές επιδόσεις και σταδιακά σειρά σωματικών προβλημάτων. Ας σημειωθεί ότι οι νέοι της χώρας μας κατατάσσονται δεύτεροι πανευρωπαϊκά σε χρόνο ενασχόλησης με παιχνίδια βίας.
Ταυτόχρονα, η συνεχής προβολή της εικόνας του ίδιου του χρήστη, που ποικίλες εφαρμογές προωθούν ως εργαλείο διάδοσης, ελέγχεται για αποφασιστική συμβολή στη διαμόρφωση έντονα ναρκισσιστικής ταυτότητας στους νέους (και όχι μόνο) που μεγαλώνουν εντός της ψηφιακής εποχής. Παράλληλα, η εικόνα στα ΜΜΕ οδηγεί πολλούς ανάμεσά τους στο να εκλαμβάνουν την εικονική πραγματικότητα ως πραγματική. Και η εικόνα δημιουργεί «ψυχική απόσταση» από το γεγονός, στην περίπτωσή μας το βίαιο γεγονός, ενώ σε συνδυασμό με την εξασθένιση των απαγορεύσεων που επέβαλλαν παλαιότερα οι ενήλικες –ως διαμορφωτές του «υπερεγώ»– επιτρέπει τα πάντα χωρίς αναστολές. Εξ ου και το γεγονός της συμμετοχής όλο και περισσότερων νέων σε βίαιες, ομαδικές ενέργειες μεγάλης έντασης και συχνότητας και η κοινοποίηση χωρίς ίχνος ενοχών στα ΜΚΔ, είτε αυτές αφορούν συνομήλικούς τους είτε αντιπαραθέσεις τους με σημαντικούς ενήλικες (π.χ. εκπαιδευτικούς). Σε αυτήν την κατεύθυνση, βέβαια, συντείνει και πάλι η απίσχναση ελεγκτικών θεσμών όπως το σχολείο, η γειτονιά και, πάνω από όλα, η οικογένεια.
Διευκρίνιση τρίτη: ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα προβλήματα σήμερα διαμορφώνεται σχεδόν αποκλειστικά από τα ΜΜΕ, που εκ των πραγμάτων αντλούν την επιρροή τους από τον εντυπωσιασμό. Και η νεανική βία «πουλάει». Επιπλέον, το συντηρητικό στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο «εμείς» οι μεγαλύτεροι «ήμασταν καλύτεροι» στα νιάτα μας από τους σημερινούς νέους, λόγω των παρατεταμένων και πολλαπλών κρίσεων αναπαράγεται ευρέως. Γιατί, όταν το παρόν βιώνεται ως αβάσταχτο και το μέλλον φαντάζει επισφαλές, ενισχύεται αναπόφευκτα η ψυχική διαδικασία εξιδανίκευσης του παρελθόντος. Συνεπώς, όταν ως ενήλικες σχολιάζουμε την αύξηση της βίας στη νέα γενιά, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να μετατρέπουμε «την τρίχα σε τριχιά».
Ομως, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν για την ώρα συνολικά στατιστικά στοιχεία καταγραφής της νεανικής βίας, οι εντυπώσεις που προβάλλουν τα ΜΜΕ επιβεβαιώνονται από επιμέρους, επιστημονικές έρευνες. Σύμφωνα με αυτές, τα τελευταία χρόνια η αύξηση του bullying μεταξύ των νέων είναι θεαματική. Ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στην 4η θέση μεταξύ 41 ευρωπαϊκών κρατών, ενώ ειδικοί δηλώνουν ότι αυξήθηκε ταυτόχρονα κάθε είδους νεανική παραβατικότητα, κάνοντας λόγο για «γενιά της οργής».
Τις επισημάνσεις τους επιβεβαιώνουν με δραματικό τρόπο οι εμπειρίες γονέων και εκπαιδευτικών, που καθημερινά έρχονται αντιμέτωποι με ξεσπάσματα βίας των παιδιών ή των μαθητών τους. Μάλιστα, πολλοί εκπαιδευτικοί κάνουν λόγο για ανεξέλεγκτη κατάσταση που δημιουργεί χάος και καθιστά τη διδασκαλία αδύνατη, ιδιαίτερα μετά το τέλος της τηλεκπαίδευσης και την επιστροφή των μαθητών στα θρανία.
Μπορεί να κάνουμε κάτι;
Ανατρέχοντας στα προηγούμενα, γίνεται καθαρό ότι η αύξηση της νεανικής βίας δεν αποτελεί «αυτοφυές» φαινόμενο, που δήθεν οφείλεται σε «κάτι περίεργο» που συμβαίνει στη νέα γενιά. Η ψυχοδυναμική της νεολαίας αλλάζει, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί έχουν διαφοροποιηθεί δραματικά οι «υλικοί» και «ιδεολογικοί» όροι ενηλικίωσης. Κι αν οι «υλικοί» όροι είναι δύσκολα ανατρέψιμοι, η αυτοαντίληψη των ενηλίκων (γονέων, δασκάλων και πολιτικών) για τον ρόλο και τις ευθύνες τους απέναντι στη νέα γενιά μπορεί και πρέπει να μας απασχολήσει σταθερά, συστηματικά και σοβαρά. Πριν να είναι αργά, αν δεν είναι ήδη αργά.
Κατ’ αρχάς, παύοντας το ατέρμονο και αδιέξοδο blame game όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι με ακραία γεγονότα νεανικής βίας. Γιατί, δυστυχώς, μόνο τότε μας απασχολεί. Είναι γνωστό, ιδιαίτερα σε όσους ασκήσαν καθήκοντα παιδαγωγικής καθοδήγησης στην Εκπαίδευση, πριν οι πολιτικές του υπουργείου Παιδείας καταστρέψουν ολοσχερώς τον θεσμό, ότι γονείς και εκπαιδευτικοί αλληλοκατηγορούνται χωρίς τέλος για τις βίαιες πράξεις των υπό την επιτήρησή τους νέων, δίχως τελικά να λαμβάνεται κανένα ουσιαστικό και πρακτικό μέτρο αντιμετώπισης ή συνετισμού των εμπλεκομένων, με στόχο την ορθή διαπαιδαγώγησή του. Δηλαδή, αντί να σκεφτόμαστε τις δικές μας ευθύνες ως ενήλικες, αλληλοκατηγορούμαστε και στο τέλος μοιρολατρικά ενοχοποιούμε τους νέους ως υπεύθυνους, ενώ πολλά από τα λάθη τους οφείλονται σε παραλείψεις, κενά και άρνηση των δικών μας ευθυνών και του ρόλου μας ως φορείς αγωγής των ανηλίκων.
Επιπλέον, είναι γνωστό ότι η εκ των υστέρων αντιμετώπιση της νεανικής βίας στέφεται σχεδόν πάντα με παταγώδη αποτυχία, ενώ η τιμωρία έχει μηδαμινά αποτελέσματα, όταν δεν οδηγεί στην οργισμένη αναπαραγωγή της βίας. Γιατί, τα παιδιά που έχουν ήδη επιλέξει τη βία, τροποποιούν τη συμπεριφορά τους με κόπο των ίδιων και των υπεύθυνων για την εκπαίδευσή τους ενηλίκων. Και μόνο αν συμβεί «κάτι» ιδιαίτερο, που θα συμβάλει στην αφύπνισή τους.
Οπότε, δυο δρόμοι υπάρχουν. Ο πρώτος αφορά την προληπτική ενασχόληση με τους νέους μας, πριν εμπλακούν σε πράξεις νεανικής βίας μεγάλης έντασης και ακραίων μορφών. Κάτι που απαιτεί επανεξέταση του πώς ως ενήλικες κατανοούμε τον ρόλο και τα καθήκοντά μας απέναντί τους, αλλά και τη διάθεσή μας να αφιερώσουμε χρόνο και κόπο στην οριοθέτησή τους, κάτι πραγματικά δύσκολο αλλά απολύτως αναγκαίο. Γιατί αγωγή και διαπαιδαγώγηση σημαίνει πρωτίστως όρια. Αλλά για να τεθούν όρια είναι αναγκαίος ο αναλυτικός και συνεχής διάλογος μαζί τους και η διάθεση για έλεγχο της συμπεριφοράς τους. Ιδιαίτερα, αν κανείς επιθυμεί να τους προσφέρει μια ουσιαστικά αντιαυταρχική εκπαίδευση, όσο αντιφατικό και αν ακούγεται.
Συνεπώς, ως άτομα, κοινωνία και πολιτικοί πρέπει να αναμετρηθούμε εκ νέου με τις αντιλήψεις μας σχετικά με την ανατροφή των νέων μας. Οι κακά χωνεμένες στη χώρα μας ιδέες του new age συνέβαλαν βέβαια στη μείωση του αδιέξοδου εκπαιδευτικού-παιδαγωγικού αυταρχισμού παλαιότερων εποχών, αλλά παρεξηγήθηκαν, εκπίπτοντας στην αντίληψη ότι «τα παιδιά μεγαλώνουν μόνα τους» και οποιαδήποτε παρέμβασή μας τους προκαλεί «τραύματα». Στην πραγματικότητα, η απόσυρση γονέων και εκπαιδευτικών από την ευθύνη για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών προκαλεί τραύματα, όταν δεν καταστρέφει συνολικά τη ζωή τους.
Ο δεύτερος αφορά το να σοβαρευτεί η Πολιτεία και ιδιαίτερα το υπουργείο Παιδείας. Μπροστά σε δομικού χαρακτήρα αλλαγές, όπως αυτές που προκαλεί η εξάπλωση της νεανικής-σχολικής βίας δεν μπορεί να απαντά με ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενα «προγραμματάκια», ανάπτυξης κοινωνικών δεξιοτήτων. Καλά και απαραίτητα, αλλά από μόνα τους μοιάζει σαν να προσπαθεί κανείς να αδειάσει πλημμυρισμένο σπίτι με κουταλάκι.
Η άμεση στροφή του υπουργείου και της Πολιτείας στον επανασχεδιασμό και ενίσχυση της αρχικής και συνεχούς εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, στην ουσιαστική εποπτεία, στήριξη και καθοδήγηση του έργου τους, στη νομική θωράκιση της άσκησής του, στη σημαντική βελτίωση των αποδοχών τους, της επαγγελματικής τους εξέλιξης και, τέλος, του τρόπου επιλογής τους για το επάγγελμα –αντί τού όλο και αυξανόμενου αυταρχικού «διοικητισμού» του– αποτελούν μόνο τους τίτλους μιας συζήτησης που έπρεπε να γίνει χθες και θα είναι πολύ αργά αν γίνει αύριο.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News