Η νέα σειρά τρόμου του Netflix, σε ελληνική μετάφραση «Το παιχνίδι του καλαμαριού», θέλει γερά νεύρα για να τη δεις. Αλλά και να μην τα έχεις, είναι πολύ πιθανό να τη δεις και πάλι. Κάτι θα σε τραβήξει να πατήσεις «play», κάτι πέρα από το γεγονός ότι έχει μπει στα δημοφιλή της πλατφόρμας.
Για την ιστορία, η σειρά, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νοτιοκορεάτη Χουάνγκ Ντονγκ Χιουκ, έμενε στο συρτάρι για περισσότερο από μία δεκαετία. Παράξενο που δεν θέλησαν να την ανασύρουν από εκεί τόσο καιρό, θα σκεφτεί κανείς, με δεδομένο ότι έχει κάνει μεγάλο γκελ από την ημέρα της πρεμιέρας της, στις 17 Σεπτεμβρίου. Βρίσκεται στην κορυφή σε 90 χώρες, μιλάνε όλοι για αυτήν και κοντεύει να γίνει η σειρά-φαινόμενο στην ιστορία του Netflix. Και είναι και μη αγγλόφωνη.
Ισως, όμως, να ήταν τώρα η σωστή στιγμή, εκείνη που θα μας έκανε να εκτιμήσουμε αλλιώς τη δυστοπική της υπόθεση. Η οποία, για όποιον δεν ξέρει, πάει κάπως έτσι: άνθρωποι από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, που έχουν εγκλωβιστεί στη φτώχεια και στη δυστυχία, λαμβάνουν μια δελεαστική πρόταση. Να διεκδικήσουν ένα τεράστιο έπαθλο (γύρω στα 38 εκατομμύρια δολάρια), παίζοντας ένα παραδοσιακό κορεατικό παιχνίδι, βγαλμένο από τα βάθη της πιο διαστροφικής φαντασίας. Μερικές εκατοντάδες άνθρωποι αποδέχονται και γίνονται παίκτες της αρρωστημένης διαδικασίας. Οποιος χάνει, εκτελείται.
Ο πρωταγωνιστής, ένας κατεστραμμένος τύπος, εθισμένος στον τζόγο, που τον κυνηγούν για χρέη και δεν μπορεί να φροντίσει τη μητέρα και το παιδί του, βλέπει στο παιχνίδι του καλαμαριού τη μοναδική διέξοδο της ζωής του.
Με άλλα λόγια, η σειρά χτίζει πάνω σε μια ακραία συνθήκη βίας και παραλογισμού, ένα αλληγορικό μανιφέστο για την ηθική και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου μέσα στο σύγχρονο, καπιταλιστικό κόσμο. Ο οποίος είναι δυστοπικός στον πυρήνα του, απλώς μας σερβίρει τη δυστοπία του με πιο ωραιοποιημένο τρόπο. Ενα παιχνίδι επιβίωσης παίζουμε όλοι, με την αξιοπρέπειά μας να εκτελείται συχνά-πυκνά και τους ηθικούς μας κώδικες να αλλοιώνονται ή να παραγράφονται από την ανάγκη, την έλλειψη επιλογών και τα αδιέξοδα.
Ισως, βέβαια, να μην κατάφερνε η εύστοχη αλληγορία μιας σειράς να χτυπήσει φλέβα και να μας καθηλώσει, αν δεν είχε προηγηθεί η περίοδος της πανδημίας. Η συγκαλυμμένη δυστοπία της σύγχρονης καθημερινότητας έως τότε περνούσε υπογείως από τη ζωή μας και έριχνε ανεπαίσθητα τα δηλητηριώδη της τσιμπήματα. Η πανδημία, όμως, έφερε το δυστοπικό μπροστά μας. Μας κύκλωσε απροκάλυπτα. Νιώσαμε ότι γινόμαστε παίκτες μιας συνθήκης που είχε μέσα της παραλογισμό, φόβο και θάνατο. Υστερα από αυτό, τίποτα δεν είναι πια ίδιο.
«Οταν η πανδημία Covid-19 έπληξε την παγκόσμια οικονομία, επιδείνωσε την ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Ακόμα και η κυκλοφορία των εμβολίων ποικίλλει σημαντικά με βάση το αν μια χώρα είναι πλούσια ή όχι. Ο κόσμος έχει αλλάξει. Ολα αυτά τα σημεία έκαναν την ιστορία πολύ ρεαλιστική για τους ανθρώπους σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν», ανέφερε και ο ίδιος ο δημιουργός της σειράς, Χουάνγκ Ντονγκ Χιουκ.
Εκτός από τον σωστό χρόνο, η επιτυχία του «Squid Game» πρέπει να ιδωθεί ως το αποτέλεσμα μιας επένδυσης που κάνει το Netflix τα τελευταία χρόνια σε νοτιοκορεάτικο περιεχόμενο. Εχει επενδύσει περίπου 700 εκατομμύρια δολάρια για κορεατικές ταινίες και τηλεοπτικές εκπομπές, από το 2015 έως το 2020. Αν είσαι χρήστης της πλατφόρμας, σίγουρα έχεις διαπιστώσει την πληθώρα επιλογών, οι οποίες καλύπτουν όλα τα γούστα και έχουν κάνει πιο οικεία την κορεατική κουλτούρα στον τηλεθεατή της Δύσης. Οπως λένε και οι ιθύνοντες του Netflix, η Νότια Κορέα είναι ένας σημαντικός πολιτιστικός κόμβος με αυξανόμενη προβολή στο Χόλιγουντ και στα charts του Billboard.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, λοιπόν. Δεν υπάρχουν ουρανοκατέβατες επιτυχίες. Το «Squid Game» πέτυχε διάνα επειδή όλα ήταν με το μέρος του.
ΥΓ. Μικρή λεπτομέρεια παρασκηνίου και προϊστορίας: όταν ο Χουάνγκ Ντονγκ Χιουκ έγραφε τη σειρά, αναγκάστηκε σε κάποιο σημείο να σταματήσει, επειδή έπρεπε να πουλήσει το λάπτοπ του για λόγους επιβίωσης… Τα αδιέξοδα που λέγαμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News