Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών η Μάρθα Νουσμπάουμ κατάφερε να ενταχθεί στο κλαμπ των κορυφαίων φιλοσόφων των ΗΠΑ, χάρη στις ρηξικέλευθες μελέτες της όσον αφορά πλήθος θεμάτων, από τους αρχαίους έλληνες και ρωμαίους κλασικούς έως τον σύγχρονο φεμινισμό και τη σχέση της φιλοσοφίας με την τέχνη και τη λογοτεχνία. Θα μπορούσε να ειπωθεί συνοπτικά πως μέσω του έργου της η Νουσμπάουμ αναζητά και εκθέτει τις προϋποθέσεις της ευδαιμονίας.
Στο τελευταίο βιβλίο της, «Citadels of Pride: Sexual Abuse, Accountability and Reconciliation», η 74χρονη καθηγήτρια Δικαίου και Ηθικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου καταπιάνεται με πολλά θέματα για τα οποία έχει γράψει ξανά στο παρελθόν (όπως οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων και ο ρόλος που διαδραματίζει ο θυμός στην ανθρώπινη συμπεριφορά) για να αναδείξει τις προκλήσεις που θέτει στις κοινωνίες όλου του κόσμου η μάστιγα της σεξουαλικής παρενόχλησης και της σεξουαλικής κακοποίησης.
Η Νουσμπάουμ εστιάζει στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας καταρχάς πως στην πατρίδα της, τρία πεδία δράσης – της ομοσπονδιακής δικαστικής εξουσίας, των παραστατικών τεχνών και του πανεπιστημιακού αθλητισμού – προσφέρουν πρόσφορο έδαφος στους άνδρες – αρπακτικά, κυρίως γιατί «σε αυτά τα πεδία δράσης, για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει μία σταθερή δομή κανόνων και υφίσταται μεγάλη ασυμμετρία ισχύος».
Αλλά το βιβλίο της, πέρα από μία πραγματεία για τη σεξουαλική κακοποίηση, αποτελεί επίσης μία έκκληση να μην καταστεί ο θυμός που διακινείται μέσω του κινήματος #MeToo αιτία να ζημιωθεί (αντί να αποδοθεί) η δικαιοσύνη. «Ορισμένες γυναίκες όχι μόνο ζητούν ισότιμο σεβασμό, αλλά δείχνουν να χαίρονται με την τιμωρία. Αντί για ένα προφητικό όραμα περί δικαιοσύνης και συμφιλίωσης, αυτές οι γυναίκες προτιμούν ένα αποκαλυπτικό όραμα στο οποίο ο πρώην καταπιεστής εξαθλιώνεται, και αυτό το όραμα περνιέται για δικαιοσύνη», υποστηρίζει η Νου
Οσον αφορά την αιτία της σεξουαλικής βίας, σύμφωνα με την αμερικανίδα φιλόσοφο εκπορεύεται από αυτό που η ίδια αποκαλεί «pride». Στα ελληνικά η λέξη «pride» μεταφράζεται κατά το πλείστον ως «υπερηφάνεια». Οι περισσότεροι κατανοούμε, για παράδειγμα, το νόημα της φράσης «gay pride». Ωστόσο η Νουσμπάουμ δεν αναφέρεται σε αυτήν την υπερηφάνεια.
«Αυτή είναι μία αυτοεπιβεβαίωση και δεν πιστεύω καν ότι πρέπει να αποκαλείται υπερηφάνεια. Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να εξετάσω αυτήν την ιδέα της αντικειμενοποίησης, της αντιμετώπισης ενός ανθρώπου ως πράγμα, για την οποία οι φεμινίστριες μιλούσαν επί δεκαετίες και να διερωτηθώ: “Γιατί; Τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που συμπεριφέρονται έτσι;”. Πρόκειται περί μιας μορφής ακραίου ναρκισσισμού, αλλά δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω έναν ψυχολογικό όρο. Ηθελα μια πιο συνηθισμένη λέξη», εξήγησε η Νουσμπάουμ, συνομιλώντας πριν από λίγες ημέρες με τον Αïζακ Τσότινερ, δημοσιογράφο του The New Yorker. Για αυτόν τον λόγο επέλεξε τη λέξη «pride», αλλά με τη σημασία που της αποδίδει ο Δάντης στο «Καθαρτήριο» της «Θείας Κωμωδίας» του, σημασία την οποία στα ελληνικά μεταβιβάζει η λέξη «αλαζονεία».
Η Νουσμπάουμ υπενθυμίζει πως κατά τον Αλιγκιέρι η αλαζονεία αποτελεί βαρύ αμάρτημα ενώ οι αλαζόνες στο Καθαρτήριο δεν έχουν καμία οπτική επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. «Μπορούν να δουν μόνο μέρη των σωμάτων τους, οπότε είναι σαν να καθίστανται αυτοί ο κόσμος όλος», σημείωσε η φιλόσοφος. Φυσικά υπάρχουν πολλά είδη αλαζονείας, ο Δάντης, για παράδειγμα, είχε αντιληφθεί πως ήταν αλαζόνας ως ποιητής και ως καριερίστας, αλλά το είδος της αλαζονείας έχει δευτερεύουσα σημασία όσον αφορά το κακό αυτό καθαυτό.
Γιατί η αλαζονεία «σου στερεί τα μάτια και την όραση – δεν βλέπεις τον άλλον άνθρωπο. Ετσι μπορείς να αντιμετωπίζεις έναν άνθρωπο ως πράγμα. Αρνείσαι την αυτονομία, αρνείσαι την υποκειμενικότητα – και δεν ακούς τη φωνή του», εξήγησε η Νουσμπάουμ, αναφέροντας πως το αντίθετο του αλαζόνα «είναι ο αυτοκράτορας Τραϊανός, ο οποίος είναι πάρα πολύ ισχυρός, αλλά ακούει τη φτωχή γυναίκα όταν πηγαίνει σε εκείνον και ζητάει δικαιοσύνη για τον γιο της. Ο Δάντης παρουσιάζει την καταδεκτικότητα του ως την αρετή που αντιτίθεται στην αλαζονεία, οπότε για αυτό μιλάω ουσιαστικά, ένα είδος ναρκισσισμού που κλείνει τα μάτια και τα αυτιά».
Η Νουσμπάουμ διαχωρίζει την υπερηφάνεια ως ανθρώπινο συναίσθημα από την αλαζονεία ως γνώρισμα του χαρακτήρα. Οι γονείς, για παράδειγμα, μπορούν να αισθάνονται περήφανοι για τα παιδιά τους, δίχως να καθίσταται αναγκαστικά, νάρκισσοι, «παρότι και αυτό είναι ήδη επικίνδυνο, τείνει προς αυτήν την κατεύθυνση».
Η αλαζονεία ως νοοτροπία, ως χαρακτηριστικό του ανδρικού χαρακτήρα, είναι η πηγή της σεξουαλικής βίας καθώς «οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι άνδρες στην κοινωνία μας ανατράφηκαν με τρόπο ώστε να αντιμετωπίζουν αλαζονικά τις γυναίκες. Οι γυναίκες υπάρχουν εκεί για εκείνους. Υπάρχουν ως βοηθοί/ σύντροφοι ή σεξουαλικά αντικείμενα, όχι ως αυτόνομα όντα», σημείωσε.
Ομως η Νουσμπάουμ επικρίνει (εν μέρει) και το κίνημα #MeToo, κυρίως επειδή συνέβαλε σε αρκετές περιπτώσεις στο να επιβληθούν ποινές αδιακρίτως και χωρίς μέτρο, επιτρέποντας έτσι «στην διαπόμπευση να αντικαταστήσει την διαδικαστική δικαιοσύνη». Η φιλόσοφος προειδοποιεί πως πρόκειται για ένα ανησυχητικό, επικίνδυνο φαινόμενο, εξηγώντας πως η εν λόγω στάση είναι απόλυτη και δεν προσφέρει καμία δυνατότητα εξιλέωσης ή συμφιλίωσης.
Τάσσεται κατά του δημόσιου χλευασμού καταρχάς γιατί «είναι λάθος, αδίκημα κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας το να χαρακτηρίζεται ένας άνθρωπος συνολικά εξαιτίας αυτού που στην πραγματικότητα είναι μια μεμονωμένη πράξη. Δεν μπορούμε να συγχέουμε την πράξη με τον άνθρωπο». Λάθος είναι επίσης να εκχωρείται «στο πλήθος το δικαίωμα επιβολής της ποινής».
Λαμβάνοντας υπόψη την ιστορία της ανθρωπότητας, διαπιστώνεται πως η διαπόμπευση είναι επίσης επικίνδυνη επειδή ενώ αρχικά αφορά «ανθρώπους που έκαναν πραγματικά κάτι κακό, στη συνέχεια πλήττει και όσους δεν είναι αρεστοί». Το χειρότερο, όμως, όσον αφορά τον δημόσιο χλευασμό, είναι το γεγονός πως «συχνά οδηγεί σε απόγνωση η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε αντίποινα, οπότε αυξάνει τη βία αντί να την περιορίζει».
Η διαπόμπευση σε καμία περίπτωση δεν είναι δικαιοσύνη, «η δικαιοσύνη είναι κάτι πολύ διαφορετικό, απαιτεί διαφοροποιήσεις, διακρίσεις και διορατικές στρατηγικές ούτως ώστε να καθίσουν οι αντίπαλες πλευρές στο τραπέζι της ειρήνης», γράφει η Νουσμπάουμ στην πραγματεία της.
«Τώρα, όμως, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουμε όντως επιστρέψει στη διαπόμπευση και στον κύφωνα, με το πλήθος να είναι ο δικαστής και ο εισαγγελέας και το σώμα των ενόρκων και αυτός που επιβάλλει την ποινή. Και αυτό είναι πραγματικά επικίνδυνο. Ολόκληρη η ζωή σου μπορεί να καταστραφεί από κάτι που δεν έκανες», είπε στον δημοσιογράφο του New Yorker.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News