Πριν από 10 χρόνια, ο Ντομινίκ Στρος-Κάν (DSK), ο πολιτικός που όλοι περίμεναν ότι θα γινόταν ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας, συνελήφθη στη Νέα Υόρκη κατηγορούμενος για βιασμό μιας καθαρίστριας ξενοδοχείου. Ήταν μια πτώση που πολλοί περίμεναν, αλλά λίγοι πίστευαν ότι θα μπορούσε να κλονίσει πραγματικά την καριέρα του βετεράνου γάλλου σοσιαλιστή.
Πίσω στη χώρα του, τα φώτα έπεσαν σε μια νεαρή δημοσιογράφο, την Τριστάν Μπανόν, η οποία είχε επίσης κατηγορήσει τον DSK, για απόπειρα βιασμού χρόνια πριν. Και ενώ στις ΗΠΑ οι εισαγγελείς άρχισαν να «ξεσκονίζουν» τη ζωή της αμερικανίδας κατηγόρου του, Ναφισάτου Ντιαλό, μετανάστριας από τη Γουϊνέα, τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης ήταν απασχολημένα με την αποδόμηση της Μπανόν. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, ήταν μια οργισμένη φαντασιόπληκτη, μια ψεύτρα που έπινε και έπαιρνε ναρκωτικά, μα υστερική οπορτουνίστρια που της «άρεσαν τα πάρτι», με όλα τα υπονοούμενα, τα οποία ενυπάρχουν στις τρεις λέξεις όταν αυτές απευθύνονται σε μια νεαρή γυναίκα, γράφει ο Guardian.
Παρά τη σύλληψη και τις βαρύτατες κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στον γάλλο αξιωματούχο, η Δικαιοσύνη στις ΗΠΑ έκλεισε την υπόθεση επικαλούμενη ζητήματα αξιοπιστίας της καταγγέλλουσας και ασαφή αποδεικτικά στοιχεία. Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν όμως και στη Γαλλία, όπου οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι υπήρχε έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων για απόπειρα βιασμού. Η Μπανόν, εξαντλημένη από την δυσφήμισή της, θα μπορούσε να συρθεί στη σπηλιά της και να εξαφανιστεί. Δεν το έκανε. Αντ’ αυτού, πέρασε στην αντεπίθεση.
Και την περασμένη εβδομάδα το γιόρτασε, αφού με τη βοήθειά της έγινε μια νέα νομοθεσία για την προστασία των παιδιών και των εφήβων από τη σεξουαλική επίθεση. Οι γάλλοι βουλευτές ψήφισαν ομόφωνα ένα σχέδιο νόμου που καθιερώνει τα 15 έτη ως ηλικία «μη συναίνεσης», σύμφωνα με τον οποίο κανένας ανήλικος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει συναινέσει να κάνει σεξ με κάποιον μεγαλύτερο κατά πέντε ή περισσότερα έτη. Σε περιπτώσεις αιμομιξίας, η ηλικία μη συναίνεσης θα ορίζεται στα 18.
Αρχικά, οι βουλευτές είχαν ορίσει την ηλικία στα 13, αλλά μια διαμαρτυρία που διοργάνωσε εξοργισμένη η Μπανόν -η οποία δημοσίευσε μια φωτογραφία της ως 13χρονη- και υπογράφηκε από 162 γνωστές προσωπικότητες, προκάλεσε γρήγορα επανεξέταση του σχεδίου νόμου, που υποστηρίχθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης Ερίκ Ντυπόν-Μορετί.
Η νομοθεσία ακολούθησε διαδοχικά σεξουαλικά σκάνδαλα που σχετίζονται με υψηλόβαθμους Γάλλους τα τελευταία χρόνια. Για την Μπανόν, ο νόμος σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή στη Γαλλία η οποία άρχισε το 2011. Και θεωρεί ότι χωρίς την Ντιαλό αμφιβάλλει αν θα υπήρχε κίνημα #MeToo στη Γαλλία, που οδήγησε τελικά στην αλλαγή του νόμου: «Στη Γαλλία η είδηση θα είχε περάσει στα ψιλά των εφημερίδων και θα εξαφανιζόταν πολύ γρήγορα […] Ηταν η πρώτη που έκανε πρωτοσέλιδα», δήλωσε η Μπανόν στον Guardian.
Μια μίνι-σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο, με τίτλο «Room 2806» (το δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Sofitel» της Νέας Υόρκης, όπου η Ντιαλό ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε την επίθεση), αποκάλυψε την απάθεια που επικρατεί στη Γαλλία για την υποτιθέμενη συμπεριφορά του Στρος-Καν.
Η Μπανόν ήταν μια 23χρονη απόφοιτος της σχολής δημοσιογραφίας, που ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος και συγγραφέας όταν πήγε να πάρει συνέντευξη από τον Στρος – Καν για ένα περιοδικό, το 2002. Εκείνος ήταν 53 ετών και ηγετικό μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ηταν επίσης ο πατέρας ενός από τους στενούς φίλους της και ο πρώην σύζυγος της νονάς της. Λέει ότι πήδηξε πάνω της, έβαλε τα χέρια του στο παντελόνι της, άρπαξε τα στήθη της και προσπάθησε να την βιάσει. (Ο Στρος-Καν αρνήθηκε την κατηγορία, λέγοντας ότι προσπάθησε απλά να τη φιλήσει). Η Μπανόν αποκάλυψε ακόμη ότι η μητέρα της και οι φίλοι της προσπάθησαν να την αποτρέψουν όταν θέλησε να καταγγείλει στην αστυνομία την φερόμενη επίθεση λέγοντας ότι κανείς δεν θα την πιστέψει και η κατηγορία θα καθόριζε τη ζωή της.
Τον Μάιο του 2011, όταν ο Στρος-Καν, τότε επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, συνελήφθη στη Νέα Υόρκη, αρνήθηκε επίσης τις κατηγορίες για βιασμό, που αργότερα απορρίφθηκαν, ισχυριζόμενος ότι η Ντιαλό είχε συναινέσει στο σεξ. Και στη συνέχεια διευθέτησε μια αστική αξίωσή της έναντι ενός άγνωστου ποσού. Τότε, όμως η Μπανόν αντέδρασε: «Εκανα μια καταγγελία για απόπειρα βιασμού, η οποία απορρίφθηκε, αλλά ο εισαγγελέας αναγνώρισε ότι δέχτηκα σεξουαλική επίθεση. Αν και το χρονικό όριο είχε περάσει, ήταν πολύ σημαντικό για μένα ότι αναγνωρίστηκε επίσημα ότι μου είχε κάνει κάτι», είπε.
Η Μπανόν λέει ακόμη ότι δεν αναγνώρισε τον εαυτό της στα άρθρα των μέσων ενημέρωσης: «Ήταν πολύ δύσκολο. Το χειρότερο πράγμα το 2011 ήταν ότι με αντιμετώπιζαν σαν ψεύτρα, κατηγορούμενη, ήταν άδικο και βίαιο. Μπορώ να καταλάβω τους δημοσιογράφους που είπαν, “δεν ξέρουμε τι συνέβη, δεν ήμασταν εκεί”, αλλά δεν μπορώ να συγχωρήσω εκείνους που με αντιμετώπισαν σαν ψεύτρα. Κάθε φορά που άνοιγα την τηλεόραση κάποιος μιλούσε για μένα, όλα τα έντυπα μιλούσαν για μένα, έλεγαν ότι είμαι διαταραγμένη, ότι έπινα και έπαιρνα ναρκωτικά, ενώ δεν έχω καπνίσει ποτέ ούτε τσιγάρο. Μιλούσαν με άτομα που με είχαν γνωρίσει για τρεις ώρες. Ήταν εύκολο για αυτούς. Ήμουν μια μικροκαμωμένη αδύνατη γυναίκα που έμοιαζε εύθραυστη και έλεγαν αηδιαστικά πράγματα».
Η ανατροφή της Μπανόν την έκανε ανεξάρτητη, αλλά δεν την προετοίμασε για μια τέτοια επίθεση. Λίγες ώρες μετά τη γέννησή της στο πλούσιο προάστιο του Παρισιού Νεϊγί-συρ-Σεν, ο πατέρας της, γαλλομαροκινός επιχειρηματίας Γκαμπριέλ Μπανόν, οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Ζορζ Πομπιντού και του Γιασέρ Αραφάτ, εγκατέλειψε τη μητέρα της, επιχειρηματία και κατόπιν πολιτικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αν Μανσουρέ. Η Μανσουρέ, η οποία παραδέχτηκε ότι είχε σχέση με τον Στρος-Καν (την οποία εκείνος δεν επιβεβαίωσε ποτέ), άφηνε την κόρη της κυρίως με μια νταντά.
Το 2011, η Μπανόν ζούσε με ένα επίδομα 400 ευρώ το μήνα, κοιμόταν ελάχιστα και ήταν «το κορίτσι που είχε το πρόβλημα με τον πολιτικό». Το βιβλίο της «Le Bal des Hypocrites» («Ο Χορός των Υποκριτών») σχετικά με την υπόθεση DSK βασίστηκε στα ημερολόγιά της και εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2011. Τώρα κυκλοφόρησε ξανά σε paperback ενώ πρόσφατα η γαλλίδα συγγραφέας ολοκλήρωσε άλλο ένα μυθιστόρημα, το δέκατο βιβλίο της. Εν τω μεταξύ έχει αφαιρέσει τα τατουάζ με κόκκινο μελάνι -στον αριστερό της καρπό έγραφε «Never think twice. Never look back» («Ποτέ μην σκέφτεσαι δεύτερη φορά. Ποτέ μην κοιτάζεις πίσω») και στο δεξί της χέρι «Ne Jamais Fuir Poursuivre» («Ποτέ μην εγκαταλείπεις. Συνέχισε») – και δεν έχει μείνει παρά ένα ελάχιστο ίχνος.
41 ετών πλέον, η Τριστάν Μπανόν ζει στο ίδιο διαμέρισμα στα περίχωρα του Παρισιού, όπως και πριν από 10 χρόνια, αλλά τώρα με τον σύζυγό της Πιερ και τα παιδιά τους, ηλικίας ενός και πέντε ετών. Η πρώην Πρώτη Κυρία Κάρλα Μπρούνι-Σαρκοζί ήταν μάρτυρας στο γάμο τους και είναι η νονά της κόρης της, Τάνια.
«Σήμερα, είμαι χαρούμενη», λέει η Μπανόν, «Ο Στρος-Καν έχει χρήματα, ζει καλά. Ενα άλλο κομμάτι του εαυτού μου, όμως, λέει ότι δεν είναι πλέον στο δημόσιο χώρο, δεν είναι τίποτα πραγματικά. Είμαι ευτυχής που έχουμε αυτόν τον νέο νόμο, έχω γράψει 10 βιβλία, έχω έναν υπέροχο σύζυγο και δύο παιδιά, και είμαι περήφανη για αυτό που έκανα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News