Ήταν όμορφη. Όχι συμβατικά όμορφη, ούτε ο clean-cut τύπος. Ήταν ένα μείγμα ακαταστασίας, χάους και προχειρότητας. Καμιά φορά βρώμικη κι απωθητική. Κάποιοι τη χαρακτήριζαν αφιλόξενη κι απόμακρη, κατώτερη από άλλες, μα άραγε είχαν προσπαθήσει ποτέ να τη γνωρίσουν πραγματικά; Οι περισσότεροι στέκονταν στο παρελθόν της και εξήραν την αλλοτινή ομορφιά της, που -κατά τα λεγόμενά τους- είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί. Εκείνη δεν την ένοιαζαν όλα αυτά. Άλλωστε, όσο κι αν τη σχολίαζαν αρνητικά οι επικριτές της, πάντα κατέληγαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κοντά της. Τέτοια δύναμη είχε, που όποτε κάποιος απομακρυνόταν από δίπλα της για λίγο καιρό, αμέσως τη ζητούσε απελπισμένα και τη μνημόνευε με μια γλυκιά νοσταλγία. Έστω κι έτσι, αφιλόξενη, και βρώμικη, και δίχως ταυτότητα όπως ήταν.
Δεν μιλούσε πολύ, μα κάπου – κάπου έδινε πίσω ό, τι μπορούσε σε όποιον πίστευε στην ομορφιά της. Βόλτες τα δειλινά, μεθυσμένα ξημερώματα σε σκαλάκια, μουσικές, τραγούδια κι αγκαλιές σε κάθε απρόσιτη γωνιά. Σαν να φώναζε «είμαι ζωντανή!» σε κάθε βήμα. Μα δεν φώναζε στ’ αλήθεια, κι ας ήταν κάπως φασαριόζα. Της άρεσαν όλα τα χρώματα κι όλες οι τέχνες και αγαπούσε υπερβολικά το θέατρο και τον κρύο καφέ. Δεν ενδιαφερόταν και πολύ για το περιβάλλον, ούτε την ένοιαζε το μέλλον της. Όποτε ερχόταν κάποιος καλεσμένος, φορούσε τα καλά της κι έδειχνε το πιο γλυκό της πρόσωπο, μιλώντας ακατάπαυστα για το ένδοξο παρελθόν και τα περασμένα μεγαλεία της. Ήταν λίγο συμφεροντολόγα, μα στην πραγματικότητα δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν.
Τα σαββατόβραδα άναβε στο μισοσκόταδο, κατανάλωνε άφθονο αλκοόλ και περίμενε το πρώτο πρωινό μετρό. Τις Δευτέρες λουζόταν με το φως του ήλιου και έτρεχε στη δουλειά με την ψυχή στο στόμα και το μυαλό παντού και πουθενά. Κίνηση, κόρνες, φασαρία. Κάθε που καλοκαίριαζε ήταν πιο όμορφη από ποτέ, έτσι όπως άνθιζε και σιγοτραγουδούσε σε κάθε δρομάκι. Φιλοξενούσε οικογένειες, παρέες, πρώτα ραντεβού και μεγάλους έρωτες, χωρίς να ζητάει αντάλλαγμα. Έριχνε κέρματα σε πλανόδιους μουσικούς, έκανε συλλογή από ιδρωμένα κουτάκια μπύρας στα παγκάκια και χάζευε τους πάγκους με τα περίτεχνα σκουλαρίκια.
Συνέχιζε να είναι βρώμικη, μα κανείς δεν νοιαζόταν. Άλλωστε, «οι άνθρωποι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι, όταν είναι ευτυχισμέν». Ή μάλλον, δεν προσέχουν απολύτως τίποτα όταν είναι ευτυχισμένοι. Κι αυτή άνθιζε και βρώμιζε και τραγουδούσε και φωτιζόταν και φώναζε και κοιμόταν. Δεν έχει νόημα να πούμε αν είναι ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη. Όπως λέει κι ο Καλβίνο, οι πόλεις χωρίζονται σε δύο άλλες, πολύ πιο σημαντικές κατηγορίες: «σε αυτές που συνεχίζουν μέσα από χρόνια και αλλαγές να δίνουν τη μορφή τους στις επιθυμίες, κι εκείνες όπου οι επιθυμίες ή καταφέρνουν να σβήσουν την πόλη ή σβήνουν απ’ αυτήν».
Είναι στο χέρι μας σε ποια κατηγορία θα βρεθεί η Αθήνα, που συνεχίζει να ανθίζει και να φωτίζεται και να τραγουδά μέσα στη δυσωδία, το σκοτάδι και τη σιγή των καιρών.
* Η Εύη Πάνου είναι τελειόφοιτη του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News