Απόψε, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας αναχωρεί για το Λονδίνο. Εκεί, αύριο, Τρίτη, θα συναντηθεί με τον ομόλογό του Ντόμινικ Ράαμπ και τη Γουέντι Μόρτον, η οποία προΐσταται του νέου χαρτοφυλακίου για τις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου. Το timing της επίσκεψης δεν είναι ιδανικό, εν μέσω πανδημίας και τεταμένων σχέσεων ανάμεσα στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, ωστόσο η βρετανική παράμετρος για μια σειρά από ζητήματα ίσως αποδειχθεί πολύ πιο σημαντική απ’ όσο διαφαίνεται αυτή τη στιγμή: ο κ. Δένδιας είναι ο πρώτος ευρωπαίος κυβερνητικός αξιωματούχος που επισκέπτεται το Λονδίνο εδώ και μήνες, ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι έλληνας υπουργός Εξωτερικών έχει να μεταβεί στο Ηνωμένο Βασίλειο για επίσημες επαφές από το 2013!
Παρά την κρίση την οποία διέρχεται και την εσωστρέφεια που προκάλεσε το Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να αποτελεί έναν παράγοντα με βαρύτητα για τα ελληνικά πράγματα. Τον ερχόμενο Μάρτιο έχει προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί μια πολύ «βαριά» άτυπη πενταμερής για το Κυπριακό υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Θα πρόκειται για την πρώτη φορά που κάθεται στο τραπέζι μια μαριονέτα της Αγκυρας, όπως ο Ερσίν Τατάρ, από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων, με αξιώσεις που φθάνουν από την προσάρτηση της Αμμοχώστου μέχρι την οριστική διχοτόμηση. Οι Τούρκοι έχουν ήδη προσεγγίσει τη βρετανική κυβέρνηση για το Κυπριακό, καθώς επίσης για άλλα ζητήματα.
Οι Βρετανοί, ωστόσο, έχουν προσεγγίσει και την Αθήνα επιθυμώντας να δημιουργήσουν ένα διμερές σχήμα στρατηγικής συνεργασίας. Δεν είναι τυχαία η βρετανική προσφορά για την ναυπήγηση νέων φρεγατών για το Πολεμικό Ναυτικό αλλά και η χορήγηση ενδιάμεσης λύσης, ενώ κάτι τέτοιο έμοιαζε μάλλον δύσκολο πριν έναν χρόνο.
Φυσικά για την Ελλάδα η δημιουργία ενός σχήματος στρατηγικής συνεργασίας με το Ηνωμένο Βασίλειο περνάει μέσα και από τις σχέσεις που μπορεί να έχει αναπτύξει το Λονδίνο με την Άγκυρα. Σε Βρετανία και Τουρκία δεν κρύβουν ότι θεωρούν πως αποτελούν δύο χώρες του ΝΑΤΟ που είναι παράλληλα εκτός ΕΕ, πλαισιώνουν γεωγραφικά την Ευρώπη και διαθέτουν στρατιωτική ισχύ που ενισχύει κατά πολύ τις δυνατότητες της Συμμαχίας. Παράλληλα, η Τουρκία των 83 εκατομμυρίων αποτελεί μια τεράστια αγορά την οποία το Λονδίνο δεν μπορεί να αγνοήσει, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι ανταγωνιστικές σχέσεις, κυρίως με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, έχουν καταστήσει την «μετά-Brexit» εποχή έναν γρίφο δίχως απάντηση.
Προφανώς για την Ελλάδα είναι σημαντική και η παρουσία της σημαντικής Διασποράς που ζει, κυρίως στο Λονδίνο, καθώς και σε άλλα σημεία του Ηνωμένου Βασιλείου, δίχως να υπολογίζονται σε αυτούς οι άνω των 15.000 φοιτητών που σπουδάζουν στα βρετανικά πανεπιστήμια.
Η προσπάθεια επαναδημιουργίας μιας διμερούς διπλωματικής σχέσης με μια χώρα η οποία εξήλθε της ΕΕ είναι μια άσκηση την οποία η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει κάνει. Προφανώς οι δεσμοί Ελλάδας – Ηνωμένου Βασιλείου πάνε πίσω δύο αιώνες, ωστόσο απαιτείται εκ νέου εφεύρεσή τους. Αρκετοί στην Αθήνα φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι το πολυμερές πλαίσιο που προσφέρει η ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν είναι αρκετό όταν πρέπει να συζητήσεις για συμφωνίες στρατηγικού χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο όταν διακυβεύονται ζητήματα γεωπολιτικής σημασίας, όπως η κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πριν λίγες ημέρες, ο κ. Δένδιας είχε επαφές με τους Ιταλούς, αλλά ακόμα και με την βελγίδα ομόλογό του, Σοφί Βιλμές, με την οποία συμφώνησαν ότι Ελλάδα και Βέλγιο πρέπει να αναπτύξουν και τις –μάλλον παραγκωνισμένες- διμερείς σχέσεις τους. Ανάλογες συζητήσεις φαίνεται ότι η Αθήνα θα έχει και με άλλες χώρες τις ΕΕ και του ΝΑΤΟ με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της κατάστασης στην περιοχή με άμεση επαφή και όχι μέσα από τις πολυπρόσωπες και πολλές φορές ατέρμονες συζητήσεις που γίνονται σε μεγάλες αίθουσες στις Βρυξέλλες.
Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς, αν η Αθήνα επιθυμεί να γίνει κατανοητή στην επόμενη στροφή της μακράς κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News