Πώς μπορείς να περιορίσεις με ένα τηλέφωνο στο χέρι τη μετάδοση του κορονοϊού στη χώρα και κατ’ επέκταση να έχεις σημαντικό μέρος της ευθύνης για το πόσοι θα ζήσουν, πόσες Εντατικές θα μείνουν ανοιχτές, αν θα πιεστεί το σύστημα υγείας και αν θα υπάρχουν ελεύθερες απλές κλίνες στα νοσοκομεία;
Και η ευθύνη να μη σταματά στα θέματα ζωής ή θανάτου… Αλλά να επεκτείνεται και στο αν θα παραμείνει κλειστή η κοινωνία, τα σχολεία, αν θα βγαίνουμε με ή χωρίς μήνυμα έξω από το σπίτι, αν θα μπορούμε να πάμε διακοπές ή εκδρομή, να μετακινηθούμε σε άλλο νομό για να δούμε φίλους και συγγενείς.
Επίσης, αν θα ανοίξουν τα καταστήματα, τα εστιατόρια, τα μπαρ. Αν θα έρθουν οι τουρίστες στη χώρα μας. Και τελικά, αν σε έξι μήνες θα έχουμε μία χώρα που θα έχει χρεοκοπήσει για να σώσει ακόμη 1.000 ανθρώπινες ζωές που βρίσκονται σε κίνδυνο ή απλώς θα είναι τα πάντα σε τάξη, με το μικρότερο ισοζύγιο οφέλους-βλάβης σε όλους τους τομείς.
Ενα από τα κρισιμότερα γρανάζια του μηχανισμού όπου ρυθμίζονται όλα αυτά μέσω της καταστολής δραστηριότητας της πανδημίας, είναι οι ιχνηλάτες της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.
Τα λαγωνικά του Νίκου Χαρδαλιά βρίσκονται σε μία σχετικά νέα υπηρεσία που έστησε μέσα σε μερικούς μήνες και οι εργαζόμενοι, από πέντε διαφορετικούς τομείς του Δημοσίου, δουλεύουν ακούραστοι και συντονισμένοι από την πρώτη κιόλας στιγμή που εντάσσονται στο νέο «σώμα».
Μόλις 190 άνθρωποι βρίσκονται καθημερινά σε έναν διαρκή αγώνα για να προλάβουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την «ιχνηλάτηση επαφών», από ανθρώπους που έχουν διαγνωστεί με κορονοϊό. Πώς τα καταφέρνουν;
Οι ιχνηλάτες
Η υπηρεσία ιχνηλάτησης της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας χωρίζεται σε δύο μεγάλους τομείς και ένα μικρότερο τμήμα, ώστε να έχει καλύτερη οργάνωση.
Ο πρώτος αφορά τις ιχνηλατήσεις του εσωτερικού, δηλαδή την καταγραφή των θετικών περιστατικών σε όσους είναι κάτοικοι Ελλάδας, και ο δεύτερος σε αυτούς που έρχονται από το εξωτερικό, είτε ως επισκέπτες είτε για επαγγελματικούς λόγους είτε είναι Ελληνες που ζουν στο εξωτερικό.
«Μόλις κάποιος διαγνωστεί από τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), κοινοποιείται σε εμάς όλη η πληροφορία και ερχόμαστε σε επικοινωνία μαζί του, ώστε να του λύσουμε όποιες απορίες έχει, να τον ενημερώσουμε για το τι πρέπει να κάνει, αλλά και να ιχνηλατήσουμε τις στενές του επαφές», εξηγεί οι Σπύρος Γεωργίου, εκπρόσωπος Τύπου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.
Τα τηλέφωνα των θετικών περιστατικών τα δίνει ο ΕΟΔΥ και από εκεί ξεκινά η δουλειά της ιχνηλάτησης από τη ΓΓΠΠ.
«Ερχόμαστε σε επαφή με το κρούσμα και από εκεί προκύπτουν όλες οι στενές επαφές του. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι που είχαν τις τελευταίες ημέρες επαφή υψηλού κινδύνου. Ομως οι επαφές υψηλού κινδύνου είναι εν δυνάμει κρούσματα και θα πρέπει να μπουν σε καραντίνα», λέει ο κ. Γεωργίου.
Η καραντίνα αυτή παρακολουθείται και ελέγχεται από την αστυνομία, η οποία και είναι υπεύθυνη να περνά από τα σπίτια ή τα ξενοδοχεία καραντίνας και να ελέγχει εάν τα ύποπτα κρούσματα ή οι θετικοί στον κορονοϊό, παραμένουν εσώκλειστοι.
Ετσι, ένας αριθμός «2.900 νέα κρούσματα» που θα ακούσουμε εμείς από τον ΕΟΔΥ, για τους ιχνηλάτες σημαίνει 2.900 νέα τηλέφωνα, από τα οποία θα προκύψουν τουλάχιστον πέντε επαφές κατά μέσο όρο. Και αυτομάτως οι 190 ιχνηλάτες θα πρέπει όσο πιο άμεσα και ψύχραιμα μπορούν, να ενημερώσουν όλους αυτούς τους ανθρώπους. Δηλαδή περίπου 15.000, με όσους επιπλέον προκύψουν.
«Υπάρχει μία διαδικασία όπου πρώτα λύνουμε τις απορίες των πολιτών και ακολούθως προχωρά μία διαδικασία συνέντευξης, ώστε να γνωρίζουμε πού έχει κινηθεί και πού μπορεί να έχει αφήσει τον κορονοϊό, ώστε να προσβληθούν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Αν κάποιος εργαζόταν, αν είχε συμπτώματα ή δεν είχε, ανάλογα με τα καίρια ερωτήματα, ο αλγόριθμος κατευθύνει την εξέλιξη της συνέντευξης», εξηγεί ο ίδιος.
Ακολούθως, θα πάρουν τηλέφωνο τις επαφές, θα τις ενημερώσουν και θα τις θέσουν σε καραντίνα.
Οι ιχνηλάτες ρωτούν για τις επαφές που είχε ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα δύο μέρες από την ημέρα που είχε το πρώτο σύμπτωμα και ξεκινά η συνέντευξη. Άρα, αν είχε σήμερα το σύμπτωμα, η συνέντευξη θα ξεκινήσει με το «τι έκανες προχθές, με ποιον συναντήθηκες, πόση ώρα μείνατε μαζί κ.λπ.»
Στην περίπτωση που δεν έχει συμπτώματα, η συνέντευξη ξεκινά τρεις ημέρες πριν από τη λήψη του τεστ για τον κορονοϊό. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, 48 ώρες πριν από το πρώτο σύμπτωμα, είναι κάποιος μεταδοτικός.
Και αυτό το «κενό» είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα με τον κορονοϊό, μαζί με τους ασυμπτωματικούς οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι είναι θετικοί και μεταδίδουν.
Στατιστικά η χώρα μας είναι στο μέσο όρο της ΕΕ για περιπτώσεις όπου οι πολίτες αναγνωρίζουν το σύμπτωμα και δημιουργείται πρόβλημα λόγω της καθυστέρησης στη διάγνωση, σύμφωνα με την ΓΓΠΠ.
Αν κάποιος θετικός παραμείνει 10 ημέρες σε καραντίνα και τα τελευταία τρία 24ώρα δεν έχει πυρετό, τότε ακόμη και αν σε νέο τεστ είναι θετικός, δεν είναι μεταδοτικός και μπορεί με ασφάλεια να επιστρέψει στις κοινωνικές του επαφές. Αυτό προβλέπει το υγειονομικό πρωτόκολλο του ΕΟΔΥ. Το ύποπτο κρούσμα μιας επαφής παραμένει σε καραντίνα για 14 ημέρες, ώστε να θεωρηθεί η πρώτη μέρα της μόλυνσης και να υπάρχει ασφάλεια ως προς τις ημέρες μετάδοσης.
Κάποιος που παραμένει με πυρετό μετά τις 10 μέρες, θα πρέπει να αξιολογηθεί από γιατρό και να πάρει άδεια για να μην επιστρέψει στη δουλειά του. Η δουλειά τη ΓΓΠΠ είναι να σταματήσει τη μεταδοτικότητα και χορηγεί άδεια μόνο τις συγκεκριμένες ημέρες.
Μαιευτική μέθοδος
Από τα 190 άτομα τα 150 εργάζονται σε τρεις βάρδιες των περίπου 50 ατόμων στο κέντρο εγχωρίων κρουσμάτων. Οι υπόλοιποι κατανέμονται στην καταγραφή, εκδίδουν βεβαιώσεις για τις εργασίες θετικών ή ύποπτων επαφών κ.λπ.
Ωστόσο, δεν είναι τόσο απλό να σου πει κάποιος τις επαφές του. Κάποιοι διστάζουν, άλλοι φοβούνται και κάποιοι εκνευρίζονται. Για να σου πει κάποιος τι έκανε πριν από μερικές μέρες, πρέπει να γνωρίζει ο ιχνηλάτης πώς να σου κάνει ένα είδος ανάκρισης.
Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι σε αυτό το τμήμα προέρχονται κατά κύριο λόγο από ειδικά τμήματα από την Αστυνομία, την Πυροσβεστική και το Λιμενικό. Δουλειά τους είναι να χρησιμοποιήσουν ένα συγκεκριμένο τρόπο ώστε ο άλλος να αισθανθεί άνετα και ασφαλής και να πει ακριβώς τι έχει συμβεί.
Στις αρχές οι περισσότεροι ιχνηλάτες ήταν ανακριτικοί υπάλληλοι από τα τρία σώματα και στη συνέχεια, λόγω των αυξημένων αναγκών, προστέθηκαν υγειονομικοί από την πρωτοβάθμια υγεία και τον ΕΟΔΥ, οι οποίοι εκπαιδεύονται πάνω στο αντικείμενο. Στην ουσία είναι εργαζόμενοι από πέντε υπηρεσίες. Πάνω από το 50% πάντως είναι από το Πυροσβεστικό Σώμα.
Εισαγόμενα κρούσματα
Στο τμήμα αυτό λαμβάνονται μέσω του δειγματοληπτικού ελέγχου τα θετικά τεστ και εφόσον υπάρχουν οι πληροφορίες του ταξιδιώτη από το σύστημα PLF που είναι όλοι υποχρεωμένοι να συμπληρώσουν πριν μπουν στην Ελλάδα, οι ειδικοί παίρνουν τηλέφωνο, ενημερώνουν και συντονίζουν τη μεταφορά τους στα ξενοδοχεία καραντίνας που έχει προβλέψει το κράτος.
Επίσης, ενημερώνουν το κατάλυμα όπου διαμένουν ήδη και ακολούθως το ΕΚΑΒ για να συντονίσει τη μεταφορά τους και για να παραμείνει εκεί όσο προβλέπουν τα πρωτόκολλα του ΕΟΔΥ.
Μαζί τους πηγαίνουν και οι τυχόν συνοδοί τους στο ταξίδι, ως ύποπτα κρούσματα.
Για τα κρούσματα που είναι μόνιμοι κάτοικοι της Ελλάδας και έχουν επιστρέψει από ταξίδι στο εξωτερικό, ακολουθείται παρόμοια διαδικασία. Αυτοί παραμένουν σε καραντίνα στη μόνιμη κατοικία τους.
Υπάρχουν βέβαια και πιο ειδικές περιπτώσεις όπου κάποιος μένει σε κότερο ή γιοτ, οπότε εμπλέκονται και άλλοι φορείς, όπως το Λιμενικό.
Αυτή τη στιγμή τα εισαγόμενα κρούσματα αποτελούν το 10%.
Τμήμα καταγραφής στα νοσοκομεία
Στο μικρότερο τμήμα ιχνηλάτησης της ΓΓΠΠ, το τμήμα καταγραφής, γίνεται η παρακολούθηση των ασθενών που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία.
«Ερχόμαστε σε επικοινωνία με τα γραφεία κίνησης των νοσοκομείων και μαθαίνουμε για την κατάστασης της υγείας τους. Από εκεί προκύπτουν εξιτήρια, εισαγωγές σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και δυστυχώς και θάνατοι», εξηγεί ο κ. Γεωργίου.
Παρά τα φαινομενικά αυστηρά μέτρα που έχουν ληφθεί, τα ενεργά κρούσματα που είναι το άθροισμα των τελευταίων ημερών, δεν έχουν δώσει δείγματα μείωσης, σύμφωνα με τις καταγραφές της ΓΓΠΠ. Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς λόγω της φύσης της πανδημίας και την μετάδοσης του κορονοϊού, υπάρχει καθυστέρηση στην εμφάνιση των αποτελεσμάτων από τα μέτρα.
Τις επόμενες ημέρες, με καταλυτική ημερομηνία την 25 Νοεμβρίου, αναμένουμε την πρώτη αισθητή μείωση. Αν αυτό δεν συμβεί, τα περιοριστικά μέτρα θα πρέπει να επεκταθούν…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News