Μα, και τώρα, βλέποντας πάλι τους ανθρώπους «αναρπάστους γιγνομένους υπό του Θανάτου», τα ίδια σοφίσματα μου τσαμπουνάς, Λουκιανέ;
Οτι «άγγελοι και υπηρέται αυτού», του Θανάτου με το θήτα κεφαλαίο –δηλαδή, όχι τίποτε αστεία–, είναι τα γνωστά και αδιαίρετα, «ηπίαλοι (ρίγη, πουντιάσματα) και πυρετοί και φθόαι (λοιμώδη) και περιπνευμονίαι και ξίφη και ληστήρια και κώνεια και δικασταί και τύραννοι»;
Με την έμφαση, βέβαια, πάντα να τη δίνεις όχι στο σύμπτωμα, μα στο αίτιο κάθε αρρώστιας: στο έσχατο ουσιαστικό της πρότασής σου, στους τυράννους.
Οτι αυτοί δουλεύουν με (και για) τον θάνατο, είτε μιλάμε για ιώσεις είτε για ξεκοιλιάσματα και ληστείες μετά βασανισμού και φόνου γέρων και γριών είτε για καταδίκες άδικες λόγω καινών δαιμονίων και χρεών στον τοκογλύφο.
Οι τύραννοι.
Δεν καταλαβαίνεις ότι διακινείς θεωρίες συνωμοσίας μέσα στους αιώνες; Και ποιος; Εσύ που, παρά την αναγούλα σου, τελικά γύρεψες τη σιγουριά της ρωμαϊκής διοίκησης και το μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, το τσουκάλι βράζει.
Και το σκληρότερο μου πετάς κατάμουτρα, Λουκιανέ: ότι οι άνθρωποι για κανένα σύμπτωμα δεν νοιαζόμαστε προτού εμείς ο ίδιοι την πάθουμε τη ζημιά, αλλά σαν έρθει με τη σειρά της και η ώρα μας, τότε αρχίζουμε τα μυξοκλάματα και το μοιρολόι.
Δεν φταις εσύ, καημένε. Εγώ φταίω, που σε κατέβασα από τη βιβλιοθήκη των κεκοιμημένων όπου χλόμιαζες αχρείαστος και σε ξεσκόνισα, σε χάιδεψα και σε κανάκεψα, σε ξαναμύρισα, μπας και περάσουν πιο χαλαρά οι ώρες της κλεισούρας: Λουκιανού, «Χάρων ή Επισκοπούντες» – εμένα μου λες…
Τι δείχνεις, «άνθρωπε», στον Χάροντα, και τον τρελαίνεις!
Διαβάζοντας «τους πλέοντας», στεναχωριέμαι για την προσγείωση στην πραγματικότητα: το λεγόμενο δικαίωμα στη μετακίνηση δεν πληρώνεται μόνο με συνάλλαγμα. Είτε είσαι μιλανέζος γουναράς της Καστοριάς είτε χατζής της Πελοποννήσου, ακόμα και φοιτητής του εξωτερικού, κάποτε θα νιώσεις το έξτρα βάρος του ναύλου.
Αλλά και οι επί δεκαετία κολλημένοι στην Αθήνα και «δικαζόμενοι» ως περιττοί, όλοι οι «γεωργούντες» στο άγονο πετροχώραφο της ανεργίας, οι έχοντες «μεστόν ταραχής τον βίον», πληρώνουν τώρα περισσότερο βαριά – και αυτές οι λέξεις σου καίνε.
Κυρίως, όμως, εκείνους «τους δανείζοντας» και «τους προσαιτούντας» δεν αντέχω πια. Πάρ’ τους από τα μάτια μου!
Τους πρώτους ακόμη και ο Χάρων δεν θέλει να τους βλέπει, αυτός που σε ακούει να του μιλάς σαν Ερμής νεκροπομπός σε αυτήν την ιστορία, σαν κόρακας πολυτελείας, απαλλαγμένος από το βαρύ κουπί της νεκροφόρου βάρκας. Πάρ’ τους, μακριά!
Τους δεύτερους, σαν να λέμε «την πληθύν», επίσης δεν μπορώ να βλέπω διακονιάρηδες κοιτώντας στον καθρέφτη μου. Εξαφανίσου και εξαφάνισέ μας από το δωμάτιο. Φύγε τώρα, τράβα στο ράφι. Σκάσε!
Τα πλυντήρια, οι τηλεοράσεις και τα τρυπάνια της πολυκατοικίας θα αναλάβουν να καλύψουν τη σιωπή με βουητό και σαματά. Θόρυβος να γίνεται, ώσπου να ανοίξουν πάλι οι δουλειές, να βγάλουμε το μεροκάματο, να ξεκινήσουμε να εξοφλούμε χρέη.
Μα, «τι γελάς, ω Χάρων;»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News