Αν με ρωτούσε σήμερα κάποιος ηλικιωμένος με σημαντικές συννοσηρότητες, ποια είναι η καλύτερη περίοδος να προσβληθεί από coronavirus και να διαγνωστεί με Covid-19, θα απαντούσα ότι αυτή μάλλον πέρασε. Hταν πριν από μία ή δύο εβδομάδες. Και τούτο ισχύει τόσο για τις ΗΠΑ, όπου ζω και εργάζομαι, όσο και για την Ελλάδα.
Oι Eντατικές προς το παρόν διαθέτουν χώρο και τα νοσοκομεία αναπνευστήρες, ενώ το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είναι σχετικά ξεκούραστο. Μολονότι δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις σχετικά με το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση στην Ελλάδα το προσεχές διάστημα, τα διαθέσιμα στοιχεία είναι μάλλον αποθαρρυντικά: ο αριθμός των εξακριβωμένων περιστατικών στην Ελλάδα, κατά τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, αντιστοιχεί με αυτόν στην Ιταλία προ δεκαπενθημέρου.
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί τα ποσοστά θνητότητας στην Ιταλία είναι δυσανάλογα υψηλά σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, μάλλον εντοπίζεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων στη γειτονική χώρα:
-Eξαιρετικά γηρασμένος πληθυσμός
-Υπερκόπωση του συστήματος Yγείας, με πολλά σοβαρά περιστατικά επιπέδου μονάδας εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) να καταφθάνουν ταυτόχρονα, με συνέπεια τα κρεβάτια να μην επαρκούν.
-Καθυστέρηση στη λήψη (αποτελεσματικών) μέτρων περιορισμού μετάδοσης.
Aν εξαιρέσουμε τον τελευταίο παράγοντα, δηλαδή τη λήψη μέτρων περιορισμού της μετάδοσης του ιού, όπου η ελληνική πολιτεία αντέδρασε με σχετική ταχύτητα, η χώρα μας ομοιάζει εκπληκτικά ως προς τους άλλους δύο παράγοντες με την Ιταλία: χαρακτηρίζεται από γηρασμένο πληθυσμό –για την ακρίβεια, έρχεται δεύτερη στη σχετική λίστα των χωρών της Ε.Ε., πίσω από την Ιταλία, με ποσοστό 21,1% του συνολικού πληθυσμού να υπερβαίνει τα 65 έτη–, ενώ διαθέτει και πολύ μικρό αριθμό κρεβατιών ΜΕΘ αναλογικά με τον πληθυσμό της (μόλις 6 κρεβάτια ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος προσεγγίζει τα 11,5 κρεβάτια ανά 100.000 κατοίκους).
Από την άλλη πλευρά, με αφορμή τα παραδείγματα της Κίνας και της Ν. Κορέας, όπου τα νέα περιστατικά και ο αριθμός των θανάτων ανά ημέρα έχουν αρχίσει να μειώνονται, θα μπορούσε κάποιος να οδηγηθεί στο εύκολο συμπέρασμα ότι η πανδημία θα κάνει τον κύκλο της και θα παρέλθει σύντομα. Τούτο, όμως, πέρα από ανακριβές, είναι και εντελώς παραπλανητικό.
Στην Κίνα ελήφθησαν επιθετικά μέτρα, με πρωτόγνωρη, στην ιστορία της διαχείρισης παρόμοιων κρίσεων, ταχύτητα: υποχρεωτική καραντίνα σε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, με παράλληλο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης της κίνησης των φορέων, οργανωμένες ομάδες παρακολούθησης και επιτήρησης εφαρμογής της καραντίνας και, κυρίως, απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής κοινωνικής ζωής για σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Αντίστοιχα –αν και όχι τόσο επιθετικά– μέτρα ελήφθησαν και από τη Ν. Κορέα, μια χώρα με δημοκρατικό καθεστώς, της οποίας η κοινωνία, όπως και της Κίνας, διαπνέεται μεν από τη συλλογική κουλτούρα, αλλά είναι και πολύ περισσότερο «ανοικτή», εξαιτίας των έντονων δυτικών επιρροών.
Εκεί, η νοτιοκορεάτικη κυβέρνηση ακολούθησε μία διαφορετική, σε πρώτο στάδιο, στρατηγική, παρόμοια με τη δική μας τις τελευταίες εβδομάδες: καραντίνα των κρουσμάτων και των επαφών τους, μέσα από (εξονυχιστική) ιχνηλάτησή τους. Προς τούτο εκμεταλλεύθηκε κάθε διαθέσιμη πληροφορία, ειδικώς δε την ευρεία χρήση της τεχνολογίας από τους Νοτιοκορεάτες (ανίχνευση επαφών με παρακολούθηση πιστωτικών καρτών, ανίχνευση ηλεκτρονικών σημάτων από τα smartphones, χρησιμοποίηση των καμερών στους δρόμους).
Οταν, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τα ανωτέρω μέτρα ήταν ανεπαρκή, η Ν. Κορέα έλαβε αυστηρότερα μέτρα, χρησιμοποιώντας έγκαιρες και αυστηρές στρατηγικές για τον περιορισμό του φαινομένου (mitigation strategies), επιβάλλοντας παράλληλα social distancing, με σκοπό τη μείωση, κατά το δυνατόν, της επαφής φορέων με υγιείς τρίτους, αλλά και επιθετική ανίχνευση πιθανών κρουσμάτων, συχνά μάλιστα μακριά από το νοσοκομειακό περιβάλλον.
Το παράδειγμα της Ταϊβάν είναι επίσης αξιοθαύμαστο: εκτός από πολλά από τα μέτρα που προαναφέρθηκαν, εκεί αύξησαν κατακόρυφα την παραγωγή μασκών και αλκοολούχων αντισηπτικών, παίρνοντας μια σειρά από επιθετικά μέτρα, ξεκινώντας από τις 24 Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμα αυτών; Μόνο 47 περιστατικά για την πιο γειτονική και εξαρτώμενη από την Κίνα χώρα.
Αυτομάτως, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα: μπορεί η χώρα μας αλλά και οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες να προχωρήσουν σε λήψη ανάλογων μέτρων; Η απάντηση είναι μάλλον αποφατική. Ακόμη και στην περίπτωση που η πρόσφατη άρνηση συμμόρφωσης των καρναβαλιστών θεωρηθεί ένα μεμονωμένο γεγονός, το πρόσφατο παράδειγμα της Ιταλίας αποδεικνύει, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, του λόγου το αληθές: με την ανακοίνωση των μέτρων «καραντίνας» στην Περιφέρεια της Λομβαρδίας, στο επίκεντρο, δηλαδή, της εκδήλωσης του φαινομένου, οι Ιταλοί έσπευσαν να μετακινηθούν νοτιότερα. Το δεδομένο, ωστόσο, αυτό, ότι δηλαδή στο πλαίσιο των δυτικών Δημοκρατιών είναι δύσκολο, τόσο να ληφθούν όσο και να εφαρμοσθούν μέτρα ανάλογα με αυτά που είδαμε στην Ανατολική Ασία, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να λάβουμε μέτρα επαρκώς αυστηρά, έχοντας παράλληλα την ελπίδα ότι οι κοινωνίες θα επιδείξουν την ανάλογη υπευθυνότητα.
Τα διάφορα προβλεπτικά μοντέλα των εξειδικευμένων επιδημιολόγων προβλέπουν μόλυνση ενός ποσοστού έως και 60% του πληθυσμού. Εχοντας λοιπόν υπόψη το στοιχείο αυτό, αλλά και τις παθογένειες του συστήματος Υγείας, τα μέτρα που θα ληφθούν, πέρα φυσικά από τον περιορισμό της μετάδοσης, πρέπει να κατατείνουν στο να «απλωθούν» χρονικά τα περιστατικά‧ δηλαδή, στο να μη συρρεύσει παράλληλα μεγάλος αριθμός σοβαρά νοσούντων, αλλά και να μετατεθεί το χρονικό σημείο που η επιδημία θα γνωρίσει το απόγειό της, ώστε να υπάρχει καλύτερη οργάνωση και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα καταφέρει το σύστημα να αντεπεξέλθει και παράλληλα να λάβουν όσο το δυνατόν καλύτερη φροντίδα αυτοί που θα τη χρειαστούν.
Μιλώντας για την Ελλάδα, παρατηρείται ήδη μία σαφής αλλαγή τακτικής‧ από συμβουλές και παροτρύνσεις, έχουμε περάσει σε στρατηγικές ενεργητικού περιορισμού των κοινωνικών επαφών: κλειστά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα, με όσο το δυνατόν περισσότερα online μαθήματα, αθλητικές εκδηλώσεις χωρίς θεατές κ.α. Τα βήματα αυτά ήταν φυσικά προς τη σωστή κατεύθυνση άλλα δεν αρκούσαν από μόνα τους. Ηδη ο Πρωθυπουργός έδωσε το στίγμα των επόμενων πολιτικών: ενίσχυση ΜΕΘ, fast track προσλήψεις ιατρονοσηλευτικόυ προσωπικού, ευέλικτα προγράμματα εργασίας με εφαρμογή τηλεδιαλέξεων και εργασίας από το σπίτι όπου και για όποιους γίνεται. Αυτά φυσικά συνοδεύτηκαν από προτροπές για προσωπική υγιεινή και παρακινήσεις προς μαθητές, τακτικά θρησκευόμενους και γενικό πληθυσμό να αποφεύγουν χώρους με συνωστισμό και επαφές με ηλικιωμένους.
Για να βάλουμε όλα τα παραπάνω σε ένα πλαίσιο, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι αγώνες του NBA συνεχίζονταν κανονικότατα με θεατές μέχρι να βρεθεί ένα θετικό κρούσμα, ώστε να ληφθεί η απόφαση να διακοπεί η διοργάνωση, ενώ τα συνέδρια δεν δέχθηκαν καμία κρατική παρέμβαση. Παρόμοιες είναι πάνω-κάτω οι συγκρίσεις μας και με τις ευρωπαϊκές χώρες. Για την ώρα, τουλάχιστον, δεν έχουμε μείνει πίσω από την υπόλοιπη Δύση σε κεντρικά σχεδιασμένες στρατηγικές περιορισμού της ταχύτητας μετάδοσης του ιού.
Πιο επιθετικά μέτρα, όπως κλείσιμο ή περιορισμός της λειτουργίας των εστιατορίων, καφέ, και μπαρ που λειτουργούν μόνο σε εσωτερικούς χώρους και ακύρωση των θρησκευτικών εκδηλώσεων, είναι πολύ πιθανόν να εξαγγελθούν σύντομα. Αναντίρρητα, τα εν λόγω μέτρα θα έχουν τεράστιο κόστος για όλους: για τους πολίτες, τις επιχειρήσεις αλλά και την οικονομία εν γένει. Πρόκειται, ωστόσο, για μία νέα πραγματικότητα, την οποία πρέπει να αποδεχθούμε και να προσαρμοστούμε το ταχύτερο σε αυτήν.
Παράλληλα πρέπει να εξετασθούν και στρατηγικές επιθετικού testing μακριά από τα Επείγοντα των νοσοκομείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για ασθενείς με ήπια συμπτώματα, τόσο στη Ν. Κορέα όσο και στο Σιάτλ (State of Washington) των ΗΠΑ, εφαρμόζεται το drive-through τεστ, που απαιτεί ένα απλό άνοιγμα του παραθύρου των αυτοκινήτων των πιθανών νοσούντων. Με τον τρόπο αυτό αφενός μειώνεται η έκθεση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και αφετέρου το τεστ είναι ευκολότερο και προσβάσιμο σε όλους.
Η Ελλάδα, όπως ήδη αναφέρθηκε και είναι κοινώς γνωστό, έχει σημαντικές ελλείψεις στο σύστημα υγείας της. Διαθέτει, όμως, κι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη ως προς την αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης: η χώρα βρίσκεται στην πρώτη θέση στην Ε.Ε. και έκτη στον κόσμο σε αναλογία συνολικά διαθέσιμων ιατρών προς τον πληθυσμό – και τούτο, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός έχει φύγει, τα τελευταία χρόνια, στο εξωτερικό. Η έγκαιρη και σωστή αξιοποίησή τους ίσως αποδειχθεί ένας απρόσμενος σύμμαχος για τους νοσοκομειακούς ιατρούς και το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το στοίχημα είναι σαφές: οι ασθενείς να φτάσουν στα νοσοκομεία σταδιακά και σε σχετικά ελεγχόμενο πλαίσιο τους επόμενους μήνες, έτσι ώστε να υπάρξουν αποτελεσματική αντιμετώπιση και πολύ υψηλότερες πιθανότητες για θετική έκβαση.
* Ο Δαμιανός Κοκκινίδης MD, MSc είναι ειδικευόμενος Παθολογίας-Καρδιολογίας στο Jacobi Medical Center του Albert Einstein College of Medicine στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News