Πριν από λίγους μήνες πάρα πολλοί, κυρίως εκτός της Γερμανίας, δήλωναν πως το άστρο της Ανγκελα Μέρκελ βρίσκεται στη δύση του, ότι η γερμανίδα καγκελάριος έχει πια περάσει ουσιαστικά στην επικράτεια της Ιστορίας, πως είναι μια ηγέτιδα με ημερομηνία λήξης. Η πραγματικότητα, ωστόσο, τους διαψεύδει, γιατί η Μέρκελ εξακολουθεί να είναι η πιο δημοφιλής πολιτικός στην πατρίδα της, όπως αποκάλυψε δημοσκόπηση του Ard-DeutschlandTrend, της πιο αξιόπιστης πηγής για όλους όσοι επιθυμούν να γνωρίζουν τι άνεμος πνέει στη Γερμανία.
Μάλιστα το ποσοστό ικανοποίησης των πολιτών με το έργο της 65χρονης πολιτικού που κρατάει τα ηνία της Γερμανίας από τον Νοέμβριο του 2005, ανέβηκε κατά έξι ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, παρότι η Μέρκελ ηγείται ενός εύθραυστου κυβερνητικού συνασπισμού και η οικονομία της πατρίδας της θα παραμείνει σε γενικές γραμμές στάσιμη κατά το 2020.
Το ότι η γερμανίδα καγκελάριος παραμένει δημοφιλής μεταξύ των γερμανών πολιτών δεν αποτελεί τεράστια έκπληξη, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια όλων σχεδόν των 170 μηνών που κυβερνά τη Γερμανία, η πλειονότητα των Γερμανών ήταν ικανοποιημένη με την πορεία της πατρίδας τους. Υπήρξαν φορές που την ξεπέρασαν οι τσάροι της γερμανικής οικονομίας, όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αλλά και ο τωρινός (σοσιαλδημοκράτης) υπουργός και αντικαγκελάριος της χώρας Ολαφ Σολτς, αλλά κανένας δεν έχει καταφέρει να είναι αρεστός στους πολίτες επί σειρά ετών. Τόσο υψηλά ποσοστά δημοτικότητας παρατηρούνται μόνο σε χώρες με ηγέτες αυταρχικούς, όπως είναι, για παράδειγμα, η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν. Αλλά άλλο Ρωσία και άλλο Γερμανία.
Πλέκοντας το εγκώμιο της Ανγκελα Μέρκελ, ο επικεφαλής αρθρογράφος του Bloomberg επί ευρωπαϊκών ζητημάτων Λεονίντ Μπερσίντσκι, υποστηρίζει πως η διαρκώς υψηλή δημοτικότητά της «αποτελεί ένα φαινόμενο που αψηφά κάθε τρέχουσα πολιτική τάση στις δημοκρατικές κοινωνίες». Γιατί παρόλο που ούτε η Γερμανία κατάφερε να μείνει αλώβητη από τον πολιτικό κατακερματισμό και την άνοδο του λαϊκισμού, η γερμανίδα καγκελάριος αντιστάθηκε «σαν ένας βράχος στο βυθό ενός ορμητικού χειμάρρου».
Πώς εξηγείται, όμως, αυτό το αξιοσημείωτο για τα δεδομένα της ευρωπαϊκής πολιτικής όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια; Πολλοί υποστηρίζουν πως οι Γερμανοί προσκολλώνται στον ή στην καγκελάριό τους, επειδή απεχθάνονται τις αλλαγές: «Η δύναμη που εμπιστεύονται περισσότερο είναι η δύναμη της συνήθειας», υποστήριξε, για παράδειγμα, πρόσφατα ο αρθρογράφος της Sueddeutsche Zeitung Νίκο Φριντ.
Η εν λόγω άποψη, ωστόσο, αποτελεί ένα ερμηνευτικό κλισέ που αδικεί την Μέρκελ, σύμφωνα με τον Μπερσίντσκι. Γιατί η πολιτική στη Γερμανία κάθε άλλο παρά στάσιμη παρέμεινε τα τελευταία χρόνια. Η κόμμα της καγκελαρίου έχει νέα ηγεσία ενώ η Μέρκελ πρόκειται να αποχωρήσει οριστικά από την πολιτική τον επόμενο χρόνο. Οι όποιες φυγόκεντρες δυνάμεις, από τους Πράσινους έως την ακροδεξιά, είναι ισχυρές ενώ η ευφορία του 2014, όταν η Γερμανία ήταν πρωταθλήτρια κόσμου σε όλους σχεδόν τους τομείς, από την οικονομία έως το ποδόσφαιρο, ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Υπάρχει επίσης έντονη ανησυχία για την τεχνολογική στασιμότητα της Γερμανίας και ολόκληρης της Ευρώπης αλλά και για το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών.
Με λίγα λόγια, τα πάντα είναι ασταθή και στη Γερμανία, γεγονός που σίγουρα δεν ωφελεί την Ανγκελα Μέρκελ. Ποια είναι, οπότε, η εξήγηση; Σύμφωνα με τον Μπερσίντσκι η καγκελάριος χαίρει σχεδόν διαρκώς της στήριξης της πλειονότητας των Γερμανών γιατί «ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων την βλέπουν ως ένα σπάνιο ζώο, ως έναν αυθεντικό άνθρωπο στην πολιτική».
Την αυθεντικότητα αναζητούν και όλοι όσοι ψηφίζουν άτομα σαν τον Ντόναλντ Τραμπ ή τον Μπόρις Τζόνσον, εξηγεί ο αρθρογράφος του Bloomberg. «Αλλά αυτό που αποκομίζουν από τους λαϊκιστές είναι η ευφυής χρήση του οπλοστασίου της πολιτικής των διασημοτήτων (celebrity politics) με στόχο τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης αυθεντικότητας».
Τι κάνουν οι πολιτικοί – διασημότητες; Οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους ούτως ώστε να αποδείξουν ότι είναι «κανονικοί» άνθρωποι, άνθρωποι «ίδιοι με εμάς» σε αντίθεση με όλους όσοι είναι «διαφορετικοί» και δεν αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της «φυσιολογικής ζωής», εξήγησαν σε μελέτη τους το 2016 οι βρετανοί πολιτικοί επιστήμονες Μάθιου Γουντ, Τζακ Κόρμπετ και Μάθιου Φάιντερς. Και έκαναν λόγο για μια πολιτική που ασκείται με όρους reality TV και στο πλαίσιο της οποίας επαινείται η ικανότητα του όποιου πολιτικού να είναι ο εαυτός του και να παρουσιάζεται ως ένας κοινός και καθημερινός, κάθε άλλο παρά αψεγάδιαστος, άνθρωπος.
Με την Μέρκελ, ωστόσο, οι γερμανοί ψηφοφόροι έχουν απέναντί τους μια πραγματικά αυθεντική πολιτικό και όχι ένα προσχεδιασμένο «μιντιακό προϊόν». Αρκεί να σημειωθεί ότι η Μέρκελ δεν φημίζεται για τις ρητορικές της ικανότητες, σίγουρα δεν ντύνεται κομψά και απέχει συστηματικά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν έχει λογαριασμό στο Twitter ενώ το βίντεο-μπλογκ της δεν φιλοξενείται στο YouTube αλλά στον ιστότοπο της γερμανικής κυβέρνησης. Και είναι «ατόφια συντηρητική» και στα γούστα της καθώς της αρέσει να ακούει τις συνθέσεις του Βάγκνερ, να διαβάζει βιβλία λαϊκής Ιστορίας και να πηγαίνει για διακοπές στο Νότιο Τιρόλο. Οσον αφορά τον κινηματογράφο, το αγαπημένο της έργο είναι «Ο θρύλος του Πολ και της Πάουλα» του 1973, μία από τις πιο γνωστές ταινίες που γυρίστηκαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία.
Η Μέρκελ υπήρξε απόλυτα αυθεντική και ειλικρινής κατά τη διάρκεια της πολυετούς παραμονής της στην εξουσία. Αντέδρασε περισσότερο συναισθηματικά παρά πραγματιστικά και υπολογιστικά ενώπιον της επέλασης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών το 2015 ενώ νωρίτερα δεν είχε διστάσει να πάει κόντρα στο κόμμα της, δίνοντας μάχη για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
Η στάση της σε αμφότερες αυτές τις περιπτώσεις αποδεικνύει πως η αυθεντικότητά της είναι κάθε άλλο παρά προμελετημένη, κακόβουλη ή ιδιοτελής. Και για αυτόν τον λόγο, όταν λέει πως ανησυχεί ιδιαίτερα για την κλιματική κρίση ή για την άνοδο της ακροδεξιάς, ο κόσμος πιστεύει ότι όντως ανησυχεί. Δεν αποσκοπεί σε προσωπικά οφέλη και δεν επιδιώκει να είναι δημοφιλής, είναι απλά ο εαυτός της και αυτό εξηγεί γιατί ελάχιστοι ηγέτες ανά την υφήλιο δεν βλέπουν τη δημοτικότητά τους να μειώνεται. Επειδή απλά «προσπαθούν πολύ σκληρά», σύμφωνα τουλάχιστον με τον Μπερσίντσκι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News